- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Ρετιρέ

04/08/13 ART,ΘΕΜΑΤΑ

Δέκα συγγραφείς –ένας κάθε Σάββατο–θα μας συντροφεύουν με μια καλοκαιρινή ιστορία. Αστικό ή υπαίθριο φόντο, νοσταλγική, ευτράπελη, σαρκαστική, αλλόκοτη ή ενδοσκοπική διάθεση, κείμενα σε τόνους ραστώνης ή θερινής νεύρωσης, σκιαγραφούν το γενικό αφηγηματικό πλαίσιο. Δέκα πρωτότυπα μικροδιηγήματα έγραψαν, ειδικά για τους αναγνώστες του «Ανοιχτού Βιβλίου», σημαντικοί Ελληνες πεζογράφοι. Δέκα συγγραφείς λοιπόν «υπό σκιάν», στον καύσωνα της εποχής και της γραφής.

 

 
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

 

getFile (8) [1]Του Κώστα Καβανόζη

 

Καθόμαστε γυμνοί από τη μέση και πάνω και κοιτάμε ουρανό. Βράδυ μεσάνυχτα στο μπαλκόνι, η κάψα της μέρας ακόμα κρατάει. Μιλάμε για τον γάμο.

 

Α, ρε πούστη, μου λέει, στο ενενήντα ένα πήγες και σκόραρες!

 

Στα σαράντα έξι μου κι ένα μήνα, του λέω εγώ. Βήτα ημίχρονο.

 

Λέμε ύστερα για το φως. Τι ήσυχα που πέφτει το μεσημέρι μέσα απ’ τις γρίλιες.

 

Δεν την έβγαζα πέρσι και μου ’χε δώσει το πατρικό του, άδειο ήταν. Τώρα τον φιλοξενώ.

 

Καμένο σαν να μυρίζει, μου λέει. Σηκώνω τη μύτη μου, συμφωνώ. Απέναντι, δυο πατώματα παρακάτω, Πακιστανοί στοιβαγμένοι στο πάτωμα. Με έναν ανεμιστήρα στη μέση.

 

Ρετιρέ μινιμάλ του εξήντα, εκατόν ογδόντα τετραγωνικά, σε εξαώροφη. Φιλέτο οικόπεδο, πλατεία Βικτωρίας, Λυκαβηττός, Ακρόπολη πιάτο, νιόπαντρος τότε ολόκληρο τον κράτησε τον έκτο ο πατέρας του. Ως το ταβάνι οι τζαμαρίες και οι πόρτες ιταλικές, αρχιτέκτονα είχε βάλει. Εγώ βολεύτηκα στο σαλόνι.

 

Κωλόφαρδε, μου λέει, τέτοιο κορίτσι. Πότε πρόλαβες, για τα μπάζα ήσουν πέρσι. Ωραία μέρη, μου λέει, εκεί που θα πας.

 

Θυμάμαι τον γλάρο που ήρθε και στούκαρε στο τζάμι τις προάλλες. Χτυπάει με τον ήλιο πάνω στο τζάμι ο ουρανός, είναι και που δεν έχει σκέπασμα το μπαλκόνι.

 

Μια φορά πιτσιρικάς σε ένα πλοίο, του λέω, μου ’χανε βγει δυο δελφίνια. Πώς είχα βρεθεί καθισμένος στην πλώρη μπροστά μπροστά, ψυχή γύρω. Σιγά μη με πάνε, του λέω. Εδώ θα με έχουν και θα τραβιέται η καημένη. Αλλά θα μπορώ να σου δίνω νοίκι του χρόνου.

 

Κάτω στην άσφαλτο δυο γάτες αρπάζονται. Σαν διάολοι σκούζουν, είναι ένα γκρεμίδι στη γωνία με ζούγκλα αυλή κι από μέσα πετάγεται μια τεράστια συκιά. Κρέμονται τα κλαδιά της πάνω απ’ τον δρόμο. Εκεί μέσα παν και χώνονται.

 

Πρωί πρωί τα μάζεψα στο γραφείο, μου λέει κι αυτός. Πήγα μετά σούπερ μάρκετ. Στο έβγα ξέχασα να βάλω σε σακούλες τα ψώνια, μου πέφτανε, με κοιτούσε η ταμίας.

 

Θα φτιάξει σαπούνια. Τα βρόντηξε και πάει κάτω να φτιάξει σαπούνια. Μία δεν έχει.

 

Να το κάνω, να μην το κάνω, τα βράδια όποτε με πετύχαινε αυτό μου ’λεγε. Τα παιδιά σου, του ’λεγα εγώ.

 

Τελευταία πιο πολύ κοιμόταν εδώ. Δηλαδή στριφογύριζε, αξημέρωτα τον άκουγα να σηκώνεται, δεν μιλιόταν μετά. Οταν μου πρωτόπε ότι θα τους στείλει όλους μόνιμα κάτω κι αυτός θα πηγαινοέρχεται, λέω σιγά.

 

Φωτιά θα πήρε, μου λέει, παραμυρίζει καμένο. Σκύβουμε απ’ το μπαλκόνι, κοιτάμε.

 

Το σπίτι αλλιώς το υπολόγιζε, πέρασαν, το ’δαν κάνα δυο, τίποτα. Κάτω απ’ τα μισά το ’χει τώρα. Την τράπεζα πάει, τη σταμάτησε. Η γυναίκα του, μου έχει πει, συμφωνεί.

 

Θυμάμαι ένα φιλί που δεν είχα δώσει. Κατάματα κοιτιόμασταν και την είχα αγκαλιά, χτυπούσε η καρδιά μου, δεν έσκυψα.

 

Κοίτα ρε που μας έλαχε να γεράσουμε σώγαμπροι, μου λέει. Στη μια άκρη εγώ, στην άλλη εσύ. Την πάρεις δεν την πάρεις τη μετάθεση, μου λέει, σήκω φύγε.

 

Οι Πακιστανοί στο πάτωμα απέναντι λες πεθάνανε. Οι γάτες θηρία. Γεννοβολάνε συνέχεια, όλο γατιά ξετρυπώνουν απ’ το γκρεμίδι. Περνούσε ένας με μηχανάκι προχτές και βρήκε στα κλαδιά της συκιάς. Ξεπέζεψε κι έπιασε να τα σπάει με τα χέρια, όσα έφτανε.

 

Να μην το πουλήσεις, του λέω κι εγώ. Κι ό,τι γίνει.

 

Από το βάθος ακούμε την πυροσβεστική. Αμα είναι πουθενά κατά δω η φωτιά, θα πάρουν στα μπαλκόνια τριγύρω να αναβοσβήνουν και τα φώτα της όπου να ’ναι. Ολο και πιάνει καμιά φωτιά κατά δω, τόσοι που ’μαστε.

 

Στο μπαλκόνι του γυμνοί από τη μέση και πάνω ξανακοιτάμε ουρανό. Βράδυ μεσάνυχτα κι η κάψα της μέρας που ’φυγε ακόμα μας ζεσταίνει. Θέλω κάτι τελευταίο να του πω για το φως που πέφτει το μεσημέρι μέσα απ’ τις γρίλιες, δεν ξέρω όμως τι ακριβώς. Δεν θα ’πεφτε έτσι, άμα είχε σκέπασμα το μπαλκόνι. Δεν το ’θελε το σκέπασμα ο πατέρας του, πολύ μάλλον θα του άρεσε κι αυτουνού να κοιτάει απ’ το μπαλκόνι του ουρανό.

 

……………………………………………………………………………………………………………….

 

• Τελευταίο βιβλίο του Κώστα Καβανόζη είναι η συλλογή διηγημάτων «Ολο το φως απ' τα φεγγάρια» (Πατάκης, 2011)

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=85105