Lepeniotis-Paulos

28/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

40 χρόνια προβολατζής, ο Παύλος Λεπενιώτης περιγράφει μια τέχνη άγνωστη και μαγική

«Η ζωή είναι μια ταινία που δεν γυρίζει πίσω»

Αφανής ήρωας από τα 12 χρόνια του μέχρι σήμερα στο θερινό «Ζέφυρος», έχει προβάλει κι έχει δει εκατοντάδες ταινίες: συνδέει τις πράξεις, τα τρέιλερ και τις διαφημίσεις, επιμελείται τη μουσική και τους φωτισμούς, προσπαθώντας να μεταδώσει τη γοητεία του σινεμά. «Η δουλειά μου δεν ξεκινάει με τους τίτλους έναρξης και τελειώνει με το “Fin”..
      Pin It

Αφανής ήρωας από τα 12 χρόνια του μέχρι σήμερα στο θερινό «Ζέφυρος», έχει προβάλει κι έχει δει εκατοντάδες ταινίες: συνδέει τις πράξεις, τα τρέιλερ και τις διαφημίσεις, επιμελείται τη μουσική και τους φωτισμούς, προσπαθώντας να μεταδώσει τη γοητεία του σινεμά. «Η δουλειά μου δεν ξεκινάει με τους τίτλους έναρξης και τελειώνει με το “Fin”. Είναι λίγο πριν και λίγο μετά – και αυτό κάνει τη διαφορά»

 

Της Νόρας Ράλλη – Φωτογραφίες: Μάριος Βαλασόπουλος

 

Παλαιότερα, τους έλεγαν προβολατζήδες. Τότε οι ταινίες ήταν ακόμη εύφλεκτες, στην κυριολεξία! Μετά έγιναν μηχανικοί προβολής, γιατί όχι μόνο ήταν υπεύθυνοι για να παιχτεί σωστά η ταινία, αλλά έφτιαχναν και τη μηχανή όποτε χρειαζόταν. Πλέον, με τα ψηφιακά μέσα τείνουν να γίνουν απλά χειριστές προβολής. Στο περσινό, 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, προβλήθηκε η ταινία «Αφανείς ήρωες» του Παναγιώτη Κουντουρά, για τη ζωή και την τέχνη των μηχανικών προβολής των παραδοσιακών κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης. Εμείς μιλήσαμε με έναν προβολατζή εδώ, στην Αθήνα. Νέο, αλλά με πολλά χρόνια στη δουλειά. Από τα 10 του χρόνια στον θάλαμο προβολής, μετράει πλέον 40 χρόνια στη δουλειά. Ο λόγος για τον Παύλο Λεπενιώτη. Τον συναντήσαμε στο θερινό σινεμά «Ζέφυρος» στα Πετράλωνα, λίγο πριν ξεκινήσει η ταινία. «Σήμερα παίζουμε Ντε Σίκα», μου λέει. «Τον “Κλέφτη ποδηλάτων”. Μείνε να τον δεις. Κάνει την ανατροπή εκεί που δεν το περιμένεις. Γλυκό και πικρό μαζί. Και τόσο επίκαιρο! Ούτε που το πιστεύεις ότι είναι ταινία του ’48!»

 

Σοβαρός και ενθουσιώδης μαζί. Μοιάζει με σκηνοθέτη, έτοιμο να στήσει πλάνο, όπως οι αγαπημένοι του Ρομέρ και Γκοντάρ. «Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου συνταξιούχο», λέει. «Ούτε το να μην ξαναπαίξω φιλμ. Δεν αντέχεις χωρίς ν’ ακούς αυτόν τον ήχο της μηχανής που δουλεύει. Αισθάνομαι ότι μ’ ακούει κι αυτή. Μπορεί να μην είναι η κάμερα του σκηνοθέτη, αλλά δεν είναι ούτε ένα απλό μηχάνημα προβολής. Είναι η συνεργάτις μου». Και η αλήθεια είναι πως αισθάνθηκα ότι μπήκα σε έναν χώρο όπου δεν θα ’πρεπε να εισβάλω. Σ’ έναν χώρο προσωπικό. Τον θάλαμο προβολής…

 

Πώς βρεθήκατε εδώ πάνω;

 

«Ο θάλαμος προβολής είναι μαγικός. Μαγνήτης. Δεν είναι; Εσείς βλέπετε την ταινία, χωρίς να σκέφτεστε τι και πώς. Δηλαδή κάτι συμβαίνει χωρίς να ξέρεις πώς συμβαίνει… Ξεκίνησα 12 ετών, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, σε έναν κινηματογράφο της γειτονιάς, την “Οαση”, που δεν υπάρχει πια, όταν πήγαινα καθημερινά για να δω το ίδιο έργο, καουμπόικα, καράτε περιπέτειες. Ε, κάποια στιγμή με φωνάζει ο ταμίας και με ρωτά “Καλά, εσύ, τόσο μικρός, πού βρίσκεις καθημερινά τόσα λεφτά;”. Του απαντώ “Μου δίνει η μητέρα μου”. “Μα σε βλέπω, είσαι φτωχό παιδί” επέμεινε ο ταμίας. “Θέλεις να μάθεις τη δουλειά, να έρχεσαι εδώ και να μην πληρώνεις εισιτήριο; Να βοηθάς και τον μηχανικό προβολής”. Φυσικά εγώ άλλο που δεν ήθελα. Ποιος τυφλός δεν θέλει το φως του; Αφού είχα λατρεία στον κινηματογράφο. Και μου λέει τότε: “Πήγαινε στον μηχανικό και πες του πως σ’ έστειλα εγώ”. Και πήγα πάνω, ήταν ένας Αιγύπτιος που ζούσε στην Ελλάδα από μικρός κι αυτός. Μόλις μπήκα μέσα και είδα τη μηχανή προβολής να δουλεύει, το “κλικ” έγινε. Υπήρχε και από πριν η προδιάθεση, αλλά όταν για πρώτη φορά είδα τα φωτάκια, τους ενισχυτές, το κάρβουνο (που τώρα πλέον έχει αντικατασταθεί με λάμπα) που έβγαζε το φως… όλα αυτά ήταν μαγικά. Ξεκίνησα λοιπόν και σφουγγάριζα το θάλαμο, βοηθούσα να γυρίσουμε τις ταινίες από την αρχή τους, να τις κουβαλάω, οποιαδήποτε δουλειά. Δεν μου έδειξε αμέσως τη μηχανή, αλλά μετά, σιγά σιγά, άρχισα να μαθαίνω».

 

Και το σχολείο;

 

«Το παράτησα για τον κινηματογράφο, ευθύς μόλις τελείωσα το Δημοτικό. Γιατί δεν πήγαινε ξενύχτι κάθε βράδυ στις προβολές και το πρωί σχολείο. Είχα αφοσιωθεί. Δεν έλεγα στον πατέρα μου ότι πήγαινα στον κινηματογράφο κάθε μέρα. Κρυφά στην αρχή. Κάποια στιγμή με ρώτησε “Καλά, στον κινηματογράφο κάθε βράδυ, τι κάνεις;”. Και τότε τόλμησα και του είπα ότι θέλω να γίνω μηχανικός προβολής. Διαφώνησε φυσικά γιατί ήμουν μικρός και ξενύχταγα, μέχρι και έξω από το σπίτι με έβγαλε. Αλλο που ήρθε μετά και με μάζεψε. Εγώ συνέχισα κάθε βράδυ με συνεχείς τσακωμούς και κάποιες φορές ξύλο. Ωσπου, στο τέλος, κάποια στιγμή το δέχτηκε. Και από τότε δεν έχω σταματήσει. Είναι τόσες οι συγκινήσεις στο επάγγελμα αυτό, που αν υπήρχε η δυνατότητα να ξαναζούσα, πάλι μηχανικός προβολής θα γινόμουν».

 

Η σχέση σας με τον θάλαμο προβολής;

 

«Σουρεαλιστική. Οπως ο κινηματογράφος. Δεν επιτρέπεις εύκολα επισκέψεις, πόσο μάλλον από άλλους προβολατζήδες. Είναι κομμάτι σου και εσύ το τακτοποιείς, το λειτουργείς, του δίνεις ζωή. Από την άλλη, και η δική σου ζωή είναι στημένη εκεί μέσα. Αρα ουσιαστικά, εσένα τακτοποιείς και θέτεις σε λειτουργία. Τη δική σου ζωή τακτοποιείς… με κατσαβίδι και φιλμ κινηματογραφικά».

 

Τι πρέπει να ξέρει ένας μηχανικός προβολής;

 

«Νομίζουν ότι πατάνε μόνο δύο κουμπάκια, αλλά δεν είναι έτσι. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να ξέρεις μοντάζ. Ερχεται η ταινία στα κουτιά, δεν θα πρέπει να την φτιάξεις με τη σειρά της; Να μη βάλεις λάθος τις πράξεις, να συνδέσεις τα τρέιλερ των επόμενων ταινιών, τις διαφημίσεις, θα πρέπει να ξέρεις τι φακό θα βάλεις κάθε φορά… Επίσης, μην ξεχνάμε πως η δουλειά του μηχανικού είναι σκλαβιά. Μόνο δύο φορές τον χρόνο δε δουλεύουμε, το βράδυ της Ανάστασης και της Πρωτοχρονιάς. Αντέχεις μόνο αν έχεις καταλάβει πόσο σημαντικό είναι αυτό που κάνεις και, φυσικά, αν αγαπάς το σινεμά».

 

Ποιες είναι οι αγαπημένες σας ταινίες;

 

«Θυμάμαι τις ταινίες του Στιβ ΜακΚουίν, αλλά και τον “Πύργο της Κολάσεως”, “Το πέρασμα της Κασσάνδρας”. Οταν ήμουν πιο νέος, ήταν σε ακμή ο Μπρους Λι – χιλιάδες εισιτήρια έκοβε. Ο Πίτερ Σέλερς επίσης – “Το πάρτυ”, απίστευτη ταινία. Απειρες φορές έχω δει αυτές τις ταινίες. Και πάντα από εδώ, από τον θάλαμο».

 

Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα;

 

«Εχω παρατηρήσει πως το κοινό αλλάζει ανάλογα με τις ταινίες. Οχι με το είδος της ταινίας, αλλά με το πόσο καλή είναι ή όχι. Για να γίνω πιο σαφής, παλαιότερα ήταν πιο δύσκολο να κάνεις μία ταινία, γι’ αυτό ο σκηνοθέτης έπρεπε να είναι πιο εφευρετικός, τα σενάριο πολύ προσεγμένο και πλήρες νοήματος, οι σκηνές καλοστημένες, οι ηθοποιοί κατάλληλοι. Και το κοινό τότε ήταν πιο αυστηρό. Πλέον είναι πολύ εύκολο να κάνεις μία ταινία. Θέλει λιγότερο κόπο και αυτό ο κόσμος το βλέπει. Για παράδειγμα, ήδη στη Γαλλία έχουν καταργήσει εντελώς το φιλμ – βγαίνουν οι ταινίες μόνο ψηφιακά… Κάτι χάνεται όμως σ’ αυτή τη διαδικασία. Απόδειξη ότι στα σινεφίλ ο κόσμος έρχεται περισσότερο. Και καθώς στον “Ζέφυρο” παίζουμε κυρίως τέτοιες ταινίες, το κοινό εκπλήσσεται κάθε φορά σχεδόν. Γιατί μια καλή ταινία το έχει αυτό: Σε εκπλήσσει εκεί που δεν το περιμένεις. Γι’ αυτό και προσωπικά προτιμώ τις παλαιότερες σε επανέκδοση. Αναρωτιέμαι αν οι ταινίες που βγαίνουν σήμερα σε 20 και 30 χρόνια θα έχουν την ίδια απήχηση που έχει, για παράδειγμα, σήμερα η “Καζαμπλάνκα” η “Ο μεγάλος Δικτάτωρ”. Μάλλον όχι».

 

Προβολατζής θα υπάρχει αν βλέπουμε μόνο ψηφιακά τις ταινίες;

 

«Φυσικά. Μόνο που τότε ένας άνθρωπος θα κάνει τη δουλειά δέκα. Θα τρέχει πανικόβλητος από τη μία αίθουσα στην άλλη, όπως ήδη συμβαίνει στα πολυσινεμά. Δεν λέω ότι είναι κακό αυτό, αλλά εμένα δε μ’ αρέσει. Γιατί δεν προλαβαίνεις να ασχοληθείς με τη δουλειά σου. Ούτε στο τεχνικό κομμάτι –αν θολώνει, αν βγαίνει σωστά κ.λπ.- ούτε στο αισθητικό κομμάτι. Γιατί, ξέρετε, ανάλογα με την ταινία, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, διαφορετική μουσική θα βάλεις πριν από την ταινία και στο διάλειμμα, με διαφορετικό ρυθμό θα ανάψεις τα φώτα στο τέλος (αν η ταινία είναι δράμα ή αισθηματική, δεν μπορείς να ανάψεις τα φώτα με μιας και να στραβώσεις τον θεατή. Θα χαθεί η μισή μαγεία!). Θέλω να πω πως η δουλειά του προβολατζή δεν ξεκινάει με τους τίτλους έναρξης και τελειώνει με το “Fin” του τέλους. Είναι λίγο πριν και λίγο μετά… και αυτό είναι που κάνει τη διαφορά».

 

Ποια η κύρια διαφορά του τότε, πριν από 40 χρόνια που ξεκινήσατε, με το τώρα;

 

«Τότε έλεγες “Θα πάω κινηματογράφο” και σου έλεγαν “Τυχερέ!”. Και τώρα καλώ φίλους και δεν έρχονται. Ο κόσμος τότε ντυνόταν για να πάει σινεμά. Σήμερα είναι τόσο εύκολο να δεις ταινίες παντού και με τόσο χαμηλό κόστος, που δεν δίνεις και τόση σημασία. Ωστόσο, εγώ πάλι θα προσέξω πόσο αργά ή πόσο γρήγορα θα αναβοσβήσω τα φώτα. Γιατί αυτοί που αγαπούν το σινεμά χρειάζονται προσοχή και αυτοί που πρέπει να το μάθουν, γοητεία. Και αυτό το προσφέρει η αίθουσα, η ταινία και ένα κομμάτι του κι εμείς, οι προβολατζήδες».

 

Νιώθετε μοναξιά εδώ πάνω;

 

«Οχι… είμαι και μοναχικός τύπος. Ισως πάλι και να έγινα έτσι λόγω της δουλειάς. Αλλά, όχι, δε νιώθω μοναξιά. Από την άλλη, ελάχιστοι σκέφτονται τι και ποιος είναι πίσω από τη φωτεινή δέσμη που βγαίνει από εδώ πάνω. 40 χρόνια προβολατζής και πρώτη φορά μου παίρνουν συνέντευξη. Είμαστε λοιπόν ή όχι, αφανείς ήρωες;»

 

• Δηλαδή, μου λέτε πως δεν έτυχε ποτέ να πιάσετε κουβέντα ή να φλερτάρετε κάποια που βλέπατε από εδώ πάνω;

 

«Η αλήθεια είναι πως έχει τύχει. Μια όμορφη κοπέλα που έρχονταν και ξανάρχονταν. Και όταν βρήκα το κουράγιο να της μιλήσω, κατάλαβα πως έρχονταν γιατί της άρεσε αυτός που είχε τον κινηματογράφο. Τελικά την κέρδισα! Βέβαια, όχι για πάντα… ξαναγύρισε σ’ εκείνον… Και μετά λες πως η ζωή δεν είναι σαν το κινηματογράφο!»

 

Φαίνεστε πολύ χαρούμενος άνθρωπος… Πώς γίνεται αυτό, σήμερα ειδικά;

 

«Προσπαθώ. Η ζωή είναι μια ταινία διαρκείας. Ετσι δείχνει. Κάθε βράδυ μεταλλάσσονται τα συναισθήματα. Ανάλογα τι βλέπεις, ταυτίζεσαι με τον κόσμο που αισθάνεται κι αυτός το ίδιο. Είτε η ταινία μάς κάνει να κλάψουμε, είτε να γελάσουμε, αυτή ζεις. Ξέρεις, η μηχανή δε γυρίζει πίσω. Η ζωή είναι μια ταινία που δε γυρίζει πίσω. Τώρα πώς εμείς τα καταφέραμε πλέον στην Ελλάδα και τους αφήσαμε να μας γυρίσουν πίσω αιώνες, ως προβολατζής σηκώνω τα χέρια ψηλά. Και περιμένω με αγωνία το επόμενο καρέ».

 

[email protected]

 

INFO: Οι πρώτοι (θερινοί) κινηματογράφοι στην Ελλάδα χρονολογούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1910 με αρχές του 1920. Στην αρχή οι πελάτες δεν έκοβαν εισιτήριο για την ταινία, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να αγοράσουν κάποιο ποτό, στην τιμή του οποίου περιλαμβανόταν και το αντίτιμο για την ταινία που θα έβλεπαν. Το εισιτήριο καθιερώθηκε αργότερα, μόλις το 1937. Η πρώτη κινηματογραφική προβολή στην Αθήνα έγινε σε ένα ζαχαροπλαστείο-καφενείο στην πλατεία Συντάγματος, το 1916, από δύο Γάλλους κινηματογραφιστές. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, τα θερινά σινεμά μόνο στην πρωτεύουσα ξεπερνούσαν τα 320. Πλέον υπάρχουν λιγότερα από 200 σε όλη την Ελλάδα. Σπάνια θα βρείτε θερινά σινεμά σε χώρα του εξωτερικού.

 

 

• Το θερινό σινεμά «Ζέφυρος» μετράει πάνω από 25 χρόνια λειτουργίας, με την οικογένεια Μουζουράκη στο τιμόνι και τον Παύλο στον θάλαμο προβολής. Αυτή την εβδομάδα προβάλλει το «Θαύμα στο Μιλάνο» του Βιτόριο Ντε Σίκα και την «Περσόνα» του Μπέργκμαν (Τρώων 36, Α. Πετράλωνα, τηλ.: 2103462677).

Scroll to top