01/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μια ζωή σε λευκό και μαύρο

Τριάντα χρόνια χωρίς την Ελλη Λαμπέτη.
      Pin It

Τριάντα χρόνια χωρίς την Ελλη Λαμπέτη

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

«Ξέρεις πότε κλαίει περισσότερο ο άνθρωπος; Κλαίει όταν έχει ζήσει την ευτυχία και δεν την έχει πλέον», λέει η Φιλουμένα Μαρτουράνο, η ηρωίδα του ομότιτλου θεατρικού έργου του Εντουάρντο ντε Φιλίπο, που ενσάρκωσε η Ελλη Λαμπέτη στη σκηνή.

 

Το επανέλαβε στη συνάδελφο Σούλα Αλεξανδροπούλου (εκλιπούσα πλέον κι αυτή), σε συνέντευξή της στο τηλεοπτικό «Παρασκήνιο» – Μάιος 1976. Η Ελλη Λαμπέτη (Ελλη Λούκου το πραγματικό της), ένα χαρισματικό πλάσμα, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή, 2 Σεπτεμβρίου 1983 (πριν από 30 χρόνια) στα 56 της, αφού επί 14 χρόνια αγωνίστηκε με τον καρκίνο, που τη χτύπησε πάνω στην πιο δημιουργική της ακμή.

 

Δεν ήταν η σταρ με την πλατιά λαϊκή απήχηση. Ο περισσότερος κόσμος που συγκέντρωσε ήταν ίσως στην κηδεία της στο Α′ Κοιμητήριο Αθηνών, μετά τη μεταφορά της από το αμερικάνικο νοσοκομείο, όπου άφησε την τελευταία της πνοή. Αν δεν ήταν οι λίγες ταινίες που έπαιξε, θα παρέμενε ίσως γνωστή σ’ ένα περιορισμένο κοινό.

 

Υποχωρήσεις

 

Δεν ήθελε τον κινηματογράφο (ούτε, περισσότερο, την τηλεόραση). «Ο,τι έπαιξα το έκανα για να ενισχύσω τα οικονομικά μου», λέει στις εξομολογήσεις της στη Φρίντα Μπιούμπι (πάει κι αυτή), στο βιβλίο «Η τελευταία παράσταση» (εκδ. «Εξάντας», 1983) – απ’ όπου κι άλλα σ’ αυτό το κείμενο. Και συνεχίζει:

 

«Δεν το μπορούσα το άτιμο. Ελεγα θα πάθω γαστρορραγία. Μου φαινόταν ο εαυτός μου “έκτρωμα”. Οχι, δεν ήμουν καλή στον κινηματογράφο. Δεν ξέρω εγώ να κομματιάζω ένα έργο. Δεν θέλω, την ώρα που λες τώρα το ’πιασα, ν’ ακούς: “στοπ!”»

 

Η μεγάλη της αγάπη, το θέατρο. Σ’ αυτό έδωσε τη ζωή της, ώς λίγο πριν τον θάνατο, που τη βρήκε χωρίς να έχει πραγματοποιήσει όλες τις σκηνικές της επιθυμίες:

 

«Εχασα την Ιουλιέτα, αυτή που μου φαινόταν σαν δικό μου πράγμα, σαν τη γέννα μου. Να μην παίξω την Ιουλιέτα – το φαντάζεσαι; Ξέρεις πόσα καλά έχω παίξει; Οχι πάνω από πέντε – κι απ’ αυτά το σημαντικότερο είναι το “Λεωφορείο ο Πόθος”. Δεν έπαιξα τραγωδία […] Ξέρεις, δεν πρέπει να κάνεις υποχωρήσεις, κι όμως αναγκάζεσαι».

 

Ωστόσο όπου έπαιξε, από τότε που άρχισε (1942) παιδούλα, από το θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη, στη σχολή της οποίας σπούδασε (πριν είχε απορριφθεί στις εισαγωγικές της σχολής του Εθνικού Θεάτρου) ώς τον τελευταίο της ρόλο, στη «Σάρα» του Μαρκ Μέντοφ (1981), έλαμψε.

 

Από ελληνικά: Ξενόπουλος, Μπόγρης, Λιδωρίκης, ώς ξένα: Λόρκα, Μίλερ, Μομ, Γουάιλντερ, Κλοντέλ, Τσέχοφ, Ανούιγ, Κοκτό, Νικοντέμι, Ιψεν, Δουμά, Αρμπούζοφ. Και πάντα δίπλα σε σπουδαίους θεατρανθρώπους: Κοτοπούλη, Κυβέλη, Λογοθετίδη, Κατράκη, Κουν, Μυράτ, Μουσούρη, Κατερίνα, Παππά, Χορν, μαζί με νεότερους, που μαθήτεψαν και αναδείχθηκαν κοντά της.

 

Χτυπήματα

 

Αλλά ενώ ζούσε στον κόσμο του θεάτρου, η πραγματική ζωή τής επιφύλασσε δεινά ανυποψίαστα στους θεατές που την έβλεπαν να κινείται ανέμελα στη σκηνή. Παιδί πολυμελούς οικογένειας (7 αδέλφια), κάθε τόσο χτυπιόταν από κάποια συμφορά:

 

Το 1941 χάνει τον δίδυμο αδελφό της από φυματίωση. Το 1944 σκοτώνεται η μάνα της από αδέσποτη σφαίρα. Το 1953 πεθαίνει ο πατέρας της και μια αδελφή της από καρκίνο. Το 1956 πεθαίνει από καρκίνο μια άλλη αδελφή. Το 1958 σκοτώνεται σε τροχαίο μια ακόμη αδελφή. Το 1969 αρχίζει η δική της περιπέτεια με τον καρκίνο. Το 1974 χάνει, μετά από επώδυνη δίκη, το παιδί που είχε υιοθετήσει και αναθρέψει επί πέντε χρόνια. Το 1974 πεθαίνει ο τελευταίος αδελφός της από καρδιακή προσβολή. Κι από κοντά κάποια χυδαία δημοσιεύματα.

 

Χάρηκε τουλάχιστον τον έρωτα; «Σαν γυναίκα ένιωσα πάντα ν’αγαπιέμαι – δεν μου ’χει τύχει να θέλω κάποιον και να μη με θέλει». Παντρεύτηκε (και χώρισε) δυο φορές: με τον Μάριο Πλωρίτη και τον Αμερικανό συγγραφέα Φρέντερικ Γουέικμαν, έζησε ένα δυνατό έρωτα με τον Δημήτρη Χορν και κάποιους άλλους.

 

Τι έμεινε από τη Λαμπέτη; Η αυτοβιογραφία που προανέφερα, μια μυθιστορηματική βιογραφία από τον Φρέντυ Γερμανό («Ελλη Λαμπέτη», εκδ. «Κάκτος», 1996), κάποιοι δίσκοι με τη φωνή της και, φυσικά, οι ταινίες (και οι φωτογραφίες) που απεικονίζουν το υπέροχο μελαγχολικό βλέμμα και το χαμόγελο – άμυνα ίσως στις ταλαιπωρίες που της επιφύλαξε η ζωή και θείο δώρο στους αποδέκτες του.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Στο πλαίσιο

 

Ζούμε σ’ έναν περίεργο τόπο, όπου τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Οπου, μεταξύ άλλων, ισχύει το αξίωμα «ποιον ξέρεις – όχι τι ξέρεις» («Μα είναι άχρηστος, ανίκανος», «Ναι, αλλά είναι δικός μας»). Ακόμα και για καίρια πόστα. Αρκεί να ψυχαγωγήσεις σε μια γιορτή τον άρχοντα για να γίνεις υπουργός. Να χειροκροτήσεις και να φωτογραφηθείς μαζί του, για να διοριστείς επικεφαλής ενός οργανισμού. Αρκεί να εμφανιστείς δικός, και είσαι μέσα. Και όλοι να υπόσχονται, χωρίς να τηρούν, την έρμη την αξιοκρατία.

 

Κι ένα στερνό αντίο στην Ελενα Χατζηιωάννου, εκλεκτή συνάδελφο στα πολιτιστικά και φίλη αγαπημένη, χρόνια σε κοινές διαδρομές, που χτυπήθηκε από την παλιοαρρώστια. Τηλεφωνική η επικοινωνία μας τον τελευταίο καιρό – πάντα ωστόσο σε κατάσταση ευφορίας, καθώς το αντιμετώπιζε με χιούμορ και στωικότητα. «Είμαι καλά και μην ανησυχείς» το ύστατο, πριν από λίγες ημέρες, μήνυμα. Τι της λες τώρα;

 

«Το καλοκαίρι δεν πετυχαίνει η κηδεία», έλεγε ο Γιάννης Τσαρούχης (λόγω, προφανώς, του κόσμου που λείπει και της ζέστης). Πολύς κόσμος, ωστόσο, στο αποχαιρετιστήριο της Ελενας – κυρίως συναδέλφων. Λιτή η τελετή, όπως την ήθελε η ίδια. Δυο κουβέντες ευγνωμοσύνης από τον σύζυγό της Παντελή, με ονομαστικές ευχαριστίες, υπαγορευμένες από την Ελενα, σε όσους συμπαραστάθηκαν στη δοκιμασία της, από την οποία, ας προστεθεί, δεν έλειψε στιγμή –φύλακας άγγελος– η κόρη της Μαργαρίτα. Βάλσαμο.

 

ΚΑΙ… Νύχτα, στα περίχωρα της Αττικής, μια ισχυρή σύγκρουση δυο Ι.Χ., χωρίς ευτυχώς θύμα. Εννέα, τουλάχιστον, στους δέκα εποχούμενους που πέρασαν, σταμάτησαν και ρώτησαν: «Θέλετε καμιά βοήθεια;». Απ’ αυτά που μας κρατάνε ακόμη.

 

[email protected]

 

 

 

Scroll to top