01/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Στην άλλη όχθη της πραγματικότητας

ΤΖΙΤ ΘΑΧΙΛ «Ναρκόπολις» Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, Ψυχογιός, 2013, σελ. .
      Pin It

ΤΖΙΤ ΘΑΧΙΛ
«Ναρκόπολις»
Μυθιστόρημα.

Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Εκδόσεις Ψυχογιός, 2013, σελ. 356

 

 

 

 

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

Η αυλαία της αφήγησης του «Ναρκόπολις» ανοίγει σε ένα οπιοποτείο της Βομβάης (της πόλης που σήμερα ονομάζεται Μουμπάη) στα 1970. Πρωταγωνιστής ένας ευνούχος (και εκδιδόμενος, μεγαλωμένος σε οίκο ανοχής) και οι αναμνήσεις του, μέσα από ένα παραληρηματικό μπες-βγες σε όνειρα, παραισθήσεις από τα ναρκωτικά και εικόνες μιας αποχαυνωτικής καθημερινότητας. Στο ίδιο σημείο ξεκινούν και οι αναφορές στο πρόσωπο του «κυρίου Λι», ενός στρατιωτικού που εγκατέλειψε την κομμουνιστική Κίνα για την Ινδία στα τέλη του 1940 —μαζί σκιαγραφείται, για χάρη του αναγνώστη, ένα λεπτομερές πολιτικοκοινωνικό τοπίο της χώρας. Η αφήγηση προχωράει στη δεκαετία του ’80, όταν η Βομβάη αποκαλύπτεται στον δυτικό κόσμο ως «εναλλακτικός» ταξιδιωτικός προορισμός. Ξένοι κατακλύζουν τα οπιοποτεία, ενώ η ινδική κοινωνία κατακλύζεται από τις ιδέες του κινήματος Γκάντι. Εδώ ο συγγραφέας, Τζί(ι)τ Θαχίλ, αναπαριστά πληθωρικά, αλλά με χειρουργική ακρίβεια, την ώσμωση των εκστατικών ταξιδιωτών με τους ντόπιους, οι οποίοι μοιάζουν να ζουν σε παλαιολιθικές συνθήκες. Η δεκαετία του ’90 φτάνει μαζί με ένα δίπολο αμείλικτων αλλαγών: αφενός κοινωνικές, αποτέλεσμα της φιλελεύθερης οικονομικής στροφής της Ινδίας, αφετέρου ατομικές, για τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, εξαιτίας της «συναναστροφής» τους με την ηρωίνη. Ετσι, καθώς η πόλη της Βομβάης βυθίζεται στο χάος βίαιων κοινωνικών αναταραχών, οι φιγούρες των ηρώων του Θαχίλ γεύονται την αυτοκαταστροφή περιβαλλόμενοι από τις ανάγλυφες φιγούρες θρησκόληπτων μουσουλμάνων που διακινούν ηρωίνη, ινδουιστών που εθελοτυφλούν, νεόκοπων πλουσίων και ζητιάνων —καθένας εκ των οποίων ψάχνει τρόπο να σώσει εαυτόν και μόνο. Αν κάτι φαλτσάρει στην πολυσχιδή αφήγηση είναι, μάλλον, οι πινελιές «νουάρ» μυθιστορήματος που αραιά και πού προσπαθεί να βάλει ο συγγραφέας και οι οποίες, στην πλειονότητά τους, αποδεικνύονται άνευρες.

 

Ο Θαχίλ, αναγνωρισμένος δημοσιογράφος, ποιητής και στιχουργός στην Ινδία, έκανε το ντεμπούτο του στην πρόζα με το «Ναρκόπολις», ένα φιλόδοξο εγχείρημα που του απέφερε μια θέση στη βραχεία λίστα του Man Booker Prize για το 2012 και το South Asian Literature Prize του 2013 —κατά δήλωσή του είχε στον νου το «Αδερφοί Καραμαζόφ» (Εκδ. Ινδικτος/Πατάκη) του Φίοντορ Ντοστογέφσκι γράφοντας το «Ναρκόπολις». Στα μάτια του γράφοντος, πάντως, οι συγγένειες με τα «Τζάνκι» (Εκδ. Τόπος/Απόπειρα) του Ουίλιαμ Μπάροουζ και «Εξομολογήσεις ενός Αγγλου Οπιοφάγου» (Εκδ. Εστία/Ερατώ) του Τόμας Ντε Κουίνσι είναι ευδιάκριτες. Ο Θαχίλ γράφει αντλώντας από προσωπικά βιώματα, έχοντας υπάρξει (κατά δήλωσή του) τοξικομανής σχεδόν είκοσι χρόνια και δημοσιογράφος με έμφαση σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα μετά την απεξάρτησή του. Ομως η ιστορία του δεν αφορά τον ίδιο, αλλά τη μεταμόρφωση της χώρας του και τους, ανά διαφορετικές περιόδους, «κοινωνικούς εθισμούς» της. Ενδεχομένως εκεί να εντοπίζεται και ο λόγος για τον οποίο το —πολύ καλό— «Ναρκόπολις» δεν έτυχε θερμής υποδοχής από την ινδική κριτική κοινότητα. Η ματιά του, και η αποτύπωσή της αφηγηματικά, προσομοιάζει σε εφιάλτη για τους γηγενείς, συχνά στολισμένος με σκηνές ωμής βίας (είτε σωματικής είτε ψυχολογικής). Είναι όμως ένας εθιστικός εφιάλτης για τον αναγνώστη, σαν εκείνο που ζουν μέσω των ναρκωτικών οι ήρωές του.

 

Η ιστορία —ή σωστότερα, η πυκνή ύφανση των πολλών, διαφορετικών ιστοριών που συνθέτουν το βιβλίο (κι εδώ αναγνωρίζεται και η υψηλή δυσκολία απόδοσης του έργου στα ελληνικά από τη μεταφράστρια Αργυρώ Μαντόγλου)— περιστρέφεται γύρω από τη μικροκοινωνία του οπιοποτείου: γκάνγκστερ, προαγωγοί, μπράβοι, χρήστες, βαποράκια, χίπις, ευνούχοι, περίεργοι τουρίστες, πλούσιοι που γυρεύουν συντροφιά ή ένα «φιξάρισμα», επαίτες και αδιάφοροι περίοικοι. Ολοι όμως οι χαρακτήρες έχουν ένα κοινό γνώρισμα: υποφέρουν, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, από κάποιου είδους εθισμό. Αλλοι εθισμένοι στο αγοραίο σεξ, άλλοι στη βία, άλλοι στον θρησκευτικό φανατισμό, άλλοι —φυσικά— στα ναρκωτικά. Παρά το ότι ο Θαχίλ υπαινίσσεται πως η συμπεριφορά ενός εθισμένου προσιδιάζει στην απόλυτη ελευθερία (καθώς, προφανώς, ο εθισμένος δεν έχει να φοβηθεί ή να χάσει κάτι), σε συνεντεύξεις του έχει υποστηρίξει πως «η γνώση τού τι είναι εθισμός» είναι η αληθινή απελευθέρωση.

 

Εν κατακλείδι, το σκηνικό που στήνεται στα οπιοποτεία τής (άλλοτε) Βομβάης, του πολύχρωμου υπόκοσμου και της πνιγηρής ατμόσφαιρας, ο Θαχίλ το χρησιμοποιεί ως κάτοπτρο μέσω του οποίου λοξοκοιτά αφενός τις υπερφυσικές αντοχές της ανθρώπινης φύσης και φιλίας στην παρακμή, τη βία (φυσική και συναισθηματική), την ανέχεια, αφετέρου τις ιδιαιτερότητες των ατομικών επιλογών μέσα στο πλαίσιο των εκάστοτε κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων. Δίνεται, κατά συνέπεια, στον αναγνώστη η δυνατότητα να «μεταθέσει» την αφήγηση σε οποιοδήποτε σύγχρονη αστική μητρόπολη, να μετασχηματίσει την ποικιλία εθισμών πέριξ των οπιοποτείων στην ανάλογη του 21ου αιώνα, να (ξανα)ζυγίσει την καθημερινή ισχυροποίηση λογής-λογής ιδεοληψιών —χωρίς αμφιβολία οι ομοιότητες κυριαρχούν των διαφορών. Ο Θαχίλ, ευτυχώς, δεν έγραψε την ινδική εκδοχή των «Αδερφών Καραμαζόφ», ούτε μιμήθηκε τους Μπάροουζ και Ντε Κουίνσι· ο Θαχίλ, υπηρετώντας τις κλασικές hindi αφηγήσεις, με την πληθωρικότητα και τη λοξή κοινωνική κριτική τους, κατάφερε να χτίσει ένα μυθιστόρημα στέρεο, μεθυστικό, καίριο.

 

Scroll to top