02/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Μαλμπρού πάει στον πόλεμο…

Οι μητροπόλεις του άλλοτε κραταιού ιμπεριαλισμού «τιμωρούν» απλά και μόνο έναν κόσμο που δεν μπορούν να ελέγξουν, να κατακτήσουν, να υποτάξουν.
      Pin It

Οι μητροπόλεις του άλλοτε κραταιού ιμπεριαλισμού «τιμωρούν» απλά και μόνο έναν κόσμο που δεν μπορούν να ελέγξουν, να κατακτήσουν, να υποτάξουν

 

Του Γιώργου Μαργαρίτη

 

Μαλμπρού σ’ αν βα αν γκερ… (Malbrough s’ en va en guerre)… Ετσι λεγόταν το δημοφιλές τραγουδάκι που σιγοτραγουδούσαν στα πολύ παλιά χρόνια οι επαγγελματίες στρατιώτες της γαλλικής μοναρχίας, αλλά και οι αριστοκράτες διοικητές τους. Και επειδή οι εποχές αλλάζουν αλλά οι κακές συνήθειες των ανθρώπων –όπως ο πόλεμος– παραμένουν, το διάσημο αυτό τραγούδι μουρμούριζαν οι στρατιώτες της δημοκρατίας –στο δεύτερο έτος του (αστικού) κόσμου– αλλά και ο Μέγας Ναπολέων και οι στρατιώτες του, κάθε φορά που ξεκινούσαν για μακρινή εκστρατεία.

 

Οπως συμβαίνει με όλα τα τραγούδια που αγάπησε ο λαός και τα έκανε σύμβολο καταστάσεων και εποχών, οι στίχοι του δεν έχουν τίποτε το ηρωικό: το θέμα δεν είναι να ξεκινήσεις για τον πόλεμο, το ζήτημα είναι πώς θα γυρίσεις από αυτόν.

 

Ο Μαλμπρού (πρόκειται για τον μεγάλο Αγγλο στρατηγό Μάλμποροου που ταλαιπώρησε τους Γάλλους στη μάχη του Μαλπακέ το 1709. Οι τελευταίοι μάλιστα πίστεψαν λανθασμένα ότι ο μεγάλος τους αντίπαλος σκοτώθηκε σε αυτή τη μάχη) θα γύριζε το Πάσχα –δεν γύρισε, θα γύριζε της Αγίας Τριάδας– δεν γύρισε, τελικά δεν γύρισε ποτέ. Στους στίχους του ένας υπηρέτης περιγράφει με ολοένα και αυξανόμενη ειρωνεία την κηδεία του ένδοξου στρατηλάτη.

 

Ανάμεσα στις δάφνες της δόξας, οι γενναίοι αξιωματικοί μετέφεραν στην επικήδεια πομπή τα τιμημένα του όπλα. Με τιμές στρατιώτη η ψυχή του ανέβηκε στον ουρανό. Για τους γύρω όμως η κηδεία του γενναίου δεν ήταν παρά μια κοινωνική εκδήλωση. Υπήρχαν στο πλήθος που τίμησε τον ήρωα, ξανθιές, καστανές και μελαχρινές, λένε οι στίχοι, και η γοητεία τους, έδιωξε γρήγορα τους πενθούντες από τον χώρο της ταφής. Τις όμορφες ακολούθησε το πλήθος, όχι τον ένδοξο νεκρό στρατηλάτη…

 

Η γοητεία που ασκεί ο πόλεμος σε πολιτικές ελίτ και συνακόλουθα στις άρχουσες τάξεις των ισχυρών δυνάμεων αγγίζει ενίοτε, ακόμα και στις γενικά απόλεμες ημέρες μας, το απόλυτα παράλογο. Δυνάμεις που έχουν από καιρό παρακμάσει δείχνουν μόνιμα πρόθυμες να εξορκίσουν την παρούσα αδυναμία τους με προσφυγή στα όπλα: το ενδιαφέρον είναι ότι ούτε τα όπλα αυτά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μέσα στη σημερινή τους παρακμή.

 

Είναι γνωστό ότι η άλλοτε κραταιά και «κυβερνώσα τα κύματα» Βρετανία δεν είναι σε θέση να αναπτύξει σε μάχιμη αποστολή περισσότερες από επτά φρεγάτες ταυτόχρονα.

 

Κάτι λιγότερο δηλαδή με αυτό που κουτσά-στραβά μπορεί να αναπτύξει η Τουρκία ή έστω η Ελλάδα (ας μη φαντασιωνόμαστε, μιλάμε για λίγο και για πολύ κοντά, οι περισσότερες από τις φρεγάτες τού καθ’ ημάς στόλου πλέουν για τον πρώτο μισόν αιώνα ζωής…) !

 

Η προφανής αυτή οικονομική στενότητα δεν εμποδίζει τις πάλαι ποτέ κραταιές μητροπόλεις, το Παρίσι και το Λονδίνο, να ονειρεύονται στόλους και στρατούς και να διαπραγματεύονται «επί του χάρτου» αεροπλανοφόρα και στρατιές υπερσύγχρονων «ράμπο». Είναι χαριτωμένα γνωστό πώς οι δύο χώρες σχεδιάζουν και ξανασχεδιάζουν από το 2003-2004 περίπου, ενίοτε από κοινού, ενίοτε η καθεμία για τον εαυτό της, αεροπλανοφόρα των 65.000 ή των 70.000 τόνων. Μέχρι τώρα, στις μακέτες φαίνονται όντως εντυπωσιακά αυτά τα πλοία! Αυτονόητα οι δύο ευρωπαϊκές μητροπόλεις σαλπίζουν πολεμόχαρα κάθε φορά που διαφαίνεται στο βάθος κάποια ευκαιρία πολέμου. Και καθώς ο τελευταίος δύσκολα μπορεί να γίνει με μακέτες πολεμικών πλοίων, εγκαλούν την Ουάσινγκτον να «ηγηθεί», να αναλάβει δηλαδή τη διεξαγωγή του πολέμου.

 

Στην τελευταία πρωτεύουσα, πραγματική και όχι φαντασιακή μητρόπολη του κόσμου –όσον αφορά τη στρατιωτική ισχύ και τη δυνατότητα πολεμικής εμπλοκής– οι πολεμικές κινητοποιήσεις είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες, με ολοένα και μεγαλύτερο σκεπτικισμό στην πορεία. Μια πορεία που πέρασε ώς τώρα από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη… με τα γνωστά αποτελέσματα.

 

Σε σύγκριση με τις κατακτητικές εκστρατείες του αποικιακού 19ου αιώνα οι σημερινές εξορμήσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων διακρίνονται από μια βαθιά και απόλυτη διαφορά. Οι τότε εκστρατείες άπλωναν το καπιταλιστικό σύστημα στις εσχατιές της οικουμένης και ενοποιούσαν ιμπεριαλιστικά τον κόσμο κάτω από τα σκήπτρα του Κεφαλαίου. Δημιουργούσαν μια νέα κατάσταση δηλαδή.

 

Αυτό μπορούσαν να το κάνουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, πρώτον διότι αντιπροσώπευαν το 25% του τότε παγκόσμιου πληθυσμού, δεύτερον επειδή το πολιτιστικό τους υπόβαθρο μπορούσε να στηρίξει ένα νέο τρόπο ζωής, τρίτον επειδή διέθεταν στόλους και στρατούς ακαταμάχητους, ικανούς να νικήσουν τον οποιονδήποτε και επιπλέον διέθεταν κρατικούς μηχανισμούς, κράτη καλοοργανωμένα, που μπορούσαν να οργανώσουν τον κόσμο με τον τρόπο που ο καπιταλισμός, το Κεφάλαιο, επιθυμούσε.

 

Σήμερα τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύει. Η Ευρώπη, από κοινού με τις ΗΠΑ, τείνουν να περιοριστούν στο 10% του πληθυσμού της Γης. Οι περίφημες αξίες και τα κράτη με την αρχαία παράδοση έχουν ευτελιστεί και αυτοακυρωθεί μέσα στην αδιάκοπη τριβή που προκαλεί ο χωρίς όρους και όρια ανταγωνισμός των ισχυρών, ισχυρότερων των κρατών, μονοπωλίων.

 

Οι στρατοί του ιμπεριαλισμού σήμερα παραμένουν ισχυροί, αυτό όμως ελάχιστα αποκρύπτει την κραυγάζουσα αδυναμία τους: μπορούν με τη δύναμή τους μόνο να καταστρέψουν – ούτε να κατακτήσουν μπορούν, ούτε να οικοδομήσουν τίποτα πάνω στα ερείπια της όποιας νίκης τους.

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο πόλεμος ολοένα και λιγότερο αλλάζει τη δυναμική του κόσμου. Αυτές οι εξορμήσεις με τα «Τόμαχοουκ» και τις «έξυπνες βόμβες» μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με πόλεμο αντιποίνων όπως εκείνον που εφάρμοζε η ναζιστική Γερμανία όταν κάθε πιθανότητα νίκης για τον Αξονα, είχε χαθεί.

 

Οι μητροπόλεις του άλλοτε κραταιού ιμπεριαλισμού «τιμωρούν» απλά και μόνο έναν κόσμο που δεν μπορούν να ελέγξουν, να κατακτήσουν, να υποτάξουν. Τα πλέον απίθανα στον αναχρονισμό τους κινήματα, όπως οι Ταλιμπάν, μένουν τελικά κυρίαρχα στο πεδίο της μάχης και στη χώρα τους. Θα έλεγε κανείς ότι ζούμε την αντιστροφή του 1898 και την καθυστερημένη εκδίκηση του Μαχντί…

 

Ο Μαλμπρού λοιπόν πάει στον πόλεμο. Και φυσικά κανείς δεν γνωρίζει πότε θα γυρίσει από αυτόν…

 

Scroll to top