Τελειόφοιτος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ήταν ο Χάρης Βλαβιανός το 1988 όταν έγινε εκεί καθηγητής ο Σέιμους Χίνι. Είχε την τύχη να τον γνωρίσει καλύτερα και να συζητήσει μαζί του αρκετές φορές: «Ηταν θερμός, πολύ άμεσος, δεν είχε επιτήδευση», θυμάται ο Ελληνας ομότεχνός του. Ξανασυναντήθηκαν στην Αθήνα για λίγο, όταν έγινε η ανακοίνωση του Νόμπελ λογοτεχνίας. «Τότε μου είχε διηγηθεί κάτι που αποδείχτηκε προφητικό. Μια μέρα πριν έρθει η είδηση από τη Σουηδική Ακαδημία ταξίδευαν με τη σύζυγό του στην Πελοπόννησο. Μπροστά τους ήταν ένα φορτηγό με μήλα. Ξαφνικά άνοιξε η καρότσα και ξεχύθηκαν τα μήλα. “Θεϊκό σημάδι, σύμβολο ευφορίας”, σχολίασαν…».
Αλληλογραφία, αφιερώσεις σε συλλογές, μεταφράσεις των ποιημάτων του Χίνι σφράγισαν τη φιλία τους, ενώ η κοινή συμμετοχή τους σε διεθνές συνέδριο στους Δελφούς έδωσε την έκδοση «Η ελληνική εμπειρία». Ενα από τα τελευταία του που μετέφρασε έχει τίτλο «Ο Σεφέρης στον Κάτω Κόσμο», βασίζεται στο «Επί ασπαλάθων», κύκνειο άσμα του Ελληνα νομπελίστα, και αφορά τον Σεφέρη και τη χούντα.
«Η ποίηση μας κάνει πιο δυνατούς επιβεβαιώνοντας τον ανορθωτικό της ρόλο», λέει ο Χ. Βλαβιανός. «Αυτό που διαπερνά όλο το έργο του, είναι το βαθύ ενδιαφέρον του για την αιματηρή και πολυτάραχη ιστορία του τόπου του, καθώς και η αγωνία του να μιλήσει για αυτήν αλλά και για τη “διχασμένη” του ταυτότητα, με λόγο νηφάλιο και ανεπιτήδευτο, που να μην ενδίδει στα κελεύσματα ενός φτηνού και ρηχού πατριωτισμού».
Σε δική του μετάφραση είναι και το απόσπασμα από το δοκίμιο του Ιρλανδού νομπελίστα που ακολουθεί – φιλοξενήθηκε για πρώτη το 2004, στο περιοδικό «Ποίηση» και εκφράζει την πεποίθηση του Χίνι ότι η τεχνική ενός ποιητή φανερώνει όχι μόνο τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο αυτός χειρίζεται τη γλώσσα, αλλά και την προσωπική του αντίληψη για τη ζωή:
«Νομίζω ότι η τέχνη είναι διαφορετική από την τεχνική. Τέχνη είναι αυτό που μπορείς να μάθεις από τους στίχους άλλων. Τέχνη είναι η ικανότητα να φτιάχνεις. (…) Η τεχνική, όπως θα την όριζα εγώ, είναι κάτι περισσότερο από τη γλωσσική δεινότητα του ποιητή, ο τρόπος που χειρίζεται το μέτρο, τον ρυθμό και την υφή των λέξεων· προϋποθέτει και τον καθορισμό της στάσης του απέναντι στη ζωή, τον καθορισμό της δικής του πραγματικότητας. Προϋποθέτει την επινόηση τρόπων που θα του επιτρέψουν να υπερβεί τα οικεία γνωστικά του όρια και να εισβάλει στο άναρθρο: μια δυναμική εγρήγορση που μεσολαβεί ανάμεσα στις πηγές του συναισθήματος —όπως αυτές αποτυπώνονται στη μνήμη και την εμπειρία— και τα μορφικά τεχνάσματα μέσω των οποίων αυτές εκφράζονται στο έργο τέχνης.
Η τεχνική συνεπάγεται την εγγραφή, στην υφή των στίχων σου, του δικού σου τρόπου αντίληψης, ομιλίας και σκέψης· είναι η δημιουργική προσπάθεια του μυαλού και του σώματος να φέρει το νόημα της εμπειρίας στη δικαιοδοσία της μορφής. Η τεχνική είναι αυτό που μετατρέπει, σύμφωνα με τη ρήση του Γέιτς, “το συνονθύλευμα τυχαίων και ασυνάρτητων σκέψεων που έχει κανείς όταν ξυπνά” σε “μια ιδέα, κάτι σκόπιμο, ολοκληρωμένο” (…)».