Η είδηση για το Νόμπελ τον βρήκε σε διακοπές στην Ελλάδα, όπου συχνά επέστρεφε τόσο με τα ταξίδια του όσο και με το έργο του, που το διατρέχουν οι ελληνικοί μύθοι. Δεν ξέχασε ποτέ τον αγροτικό κόσμο της παιδικής του ηλικίας, αποτύπωσε όμως και έναν κόσμο γεμάτο βίαιες συγκρούσεις που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της Ιρλανδίας
Της Παρής Σπίνου
Το 1995 ο Σέιμους Χίνι βρισκόταν αμέριμνος σε διακοπές στην Πύλο μαζί με τη σύζυγό του, άγνωστος τότε στην Ελλάδα, όταν έγινε γνωστό πως επελέγη για το Νόμπελ λογοτεχνίας. Επί δύο ημέρες τα παιδιά του δεν μπορούσαν να τον εντοπίσουν. Ούτε και οι δημοσιογράφοι. Θυμάμαι πως τηλεφωνούσαμε σαν τρελοί σε ξενοδοχεία της Πελοποννήσου όπου μας έκλειναν το τηλέφωνο ή μας έβριζαν μόλις άκουγαν το επώνυμό του, νομίζοντας πως κάνουμε… σεξοφάρσες. Τελικά ο κορυφαίος Ιρλανδός ποιητής βρέθηκε και με ελικόπτερο μεταφέρθηκε στην Αθήνα, απ’ όπου πήρε το αεροπλάνο για το Δουβλίνο. Εκεί, έπεσαν πάνω του τα φλας και τα τηλεοπτικά συνεργεία και όταν τον ρώτησαν πώς αισθάνεται που θα έμπαινε στο πάνθεον με τους Ιρλανδούς νομπελίστες Γουίλιαμ Γέιτς, Μπέρναρντ Σο, Σάμιουελ Μπέκετ αυτός απάντησε διστακτικά πως νιώθει «σαν ένας μικρός λόφος κάτω από μια οροσειρά».
Ο Σέιμους Χίνι, που άφησε την τελευταία του πνοή την Παρασκευή σε ηλικία 74 ετών, επέστρεφε συχνά στην Ελλάδα, τόσο με τα ταξίδια όσο και με το έργο του, όπου οι μυθικοί ήρωες και οι αρχαίες τραγωδίες γίνονται αλληγορίες για τη σύγχρονη, ταραγμένη ιρλανδική ιστορία.
Στις συνεντεύξεις του αναφερόταν στην ικανοποίηση αλλά και το βάρος που συνόδευε το Νόμπελ. «Η είδηση ήρθε σαν σοκ. Ημουν σε διακοπές στην Ελλάδα, σε ένα μικρό ξενοδοχείο, κοντά στο λιμάνι της Πύλου, όπου κανείς δεν μας ήξερε. Μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές ήταν όταν στήθηκε γιορτή εκείνο το βράδυ στο λιμανάκι. Ανάμεσα στις μηχανότρατες, τις ταβέρνες, το φως των αστεριών και το ηλεκτρικό φως που αντανακλούσε στο νερό. Ενιωσα τόσο παράξενα… σαν να ήμουν ο Τηλέμαχος. Αλλά εκείνος είχε τον σοφό Νέστορα να τον συμβουλεύει, ενώ εγώ δεν είχα κανέναν να μου πει πώς να χειριστώ τη γενναιοδωρία της Σουηδικής Ακαδημίας».
Κι όμως ξεκίνησε από πολύ χαμηλά για να φτάσει πολύ ψηλά. Το πρώτο από τα εννιά παιδιά μιας αγροτικής καθολικής οικογένειας της Βόρειας Ιρλανδίας, γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1939, στην επαρχία Μόσμπον και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Queen’s στο Μπέλφαστ. Το 1972 εγκαταστάθηκε στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αργότερα μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στο Δουβλίνο και την Αμερική, καθώς δίδασκε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Επίσης διετέλεσε καθηγητής Ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης από το 1989 έως το 1994.
Ασχολήθηκε με τη μετάφραση και την πεζογραφία, ωστόσο η ποίησή του αποτελεί σημείο αναφοράς, για το εύρος της, τη σταθερή ποιότητα και τον αντίκτυπό της σε όλο τον κόσμο: έγραψε ποιήματα αγάπης, επικά, για τον φυσικό κόσμο, για τη μνήμη και το παρελθόν, ποιήματα για την εμφύλια σύγκρουση, για φίλους που σκοτώθηκαν, ποιήματα που ανέδειξαν τις δυνατότητες της γλώσσας.
Δεν ξέχασε τις ρίζες του, την αγροτική ζωή, έναν κόσμο δεμένο με τη γη: «Μου άρεσε η σκοτεινή πτώση, ο παγιδευμένος ουρανός, οι μυρωδιές / φύκια, μύκητες και βρύα υγρά», γράφει στο ποίημα «Personal Helicon». Σε ένα από τα πρώτα του με τίτλο «Digging», περιγράφει τον πατέρα του να σκάβει για πατάτες και τον παππού του να σκάβει το χωράφι, αλλά καταλήγει πως ο ίδιος κρατάει πένα στο χέρι του και θα σκάψει με αυτήν.
Πέρασε μια ζωή σκάβοντας με την πένα του, έξω από ρητορείες, για να εκφράσει την αλήθεια που μόνον η τέχνη μπορεί να ανιχνεύσει. Επέστρεφε στην κοινωνία της παιδικής ηλικίας του σε ένα τοπίο γεωργικό όπου υπήρχαν τριβές μεταξύ προτεσταντών και καθολικών. Αποτύπωσε όμως με αλληγορίες κι έναν κόσμο σκότους και κατάθλιψης γεμάτο βίαιες συγκρούσεις, εξεγέρσεις, αιματοχυσίες, που ταλάνισαν για πολλά χρόνια την πατρίδα του.
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του 1975 «Act of Union» όπου δημιουργεί μια εικόνα με τον χάρτη της Βρετανίας και της Ιρλανδίας σαν ένα παντρεμένο ζευγάρι ξαπλωμένο στο κρεβάτι: η «θηλυκή» Ιρλανδία πολιορκείται και κυριαρχείται από την «αρσενική» Βρετανία. «Είμαστε μια κενή γη ή το χειρότερο, η γη των κολασμένων», έλεγε τότε σε μια συνέντευξή του στο ΙΤV. Ωστόσο υπήρξε μια ψύχραιμη φωνή, αποφεύγοντας να υποστηρίξει τον εξτρεμισμό και την εκδίκηση.
Εψαχνε απεγνωσμένα τις αιτίες των συγκρούσεων, έσκυβε πάνω από τα θύματα, αναζητούσε το φως μέσα στο σκοτάδι. Υπερασπίστηκε το δικαίωμα των ποιητών να είναι απολιτικοί και αναρωτιόταν κατά πόσο μπορεί η ποίηση να δεσμευτεί ότι είναι ικανή να επηρεάσει την πορεία της Ιστορίας, σύμφωνα με τον μελετητή του Μπλέικ Μόρισον. Και όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 όλα άρχισαν να καταλαγιάζουν, οι στίχοι του έγιναν το «σάουντρακ» της ειρήνης.
Ακόμα και για τον συμπατριώτη του Μπόνο των U2 τα έργα του Χίνι ήταν η Βίβλος του, όπως δηλώνει στην Guardian και μέχρι σήμερα συνεχίζει να τα χαρίζει σε πάπες, πρωθυπουργούς και προέδρους.
«Ο Χίνι ήταν μαζί μου σε κάθε ταξίδι, και υπήρξαν φορές που οι λέξεις του με κράτησαν στη ζωή. Ηταν η πιο ήσυχη καταιγίδα που σάρωσε ποτέ την πόλη. Μερικές από τις φράσεις του είναι σαν τατουάζ για μένα, πολύ κοντά στην καρδιά».
Ο Σέιμους Χίνι πίστευε στη φόρμα του ποιήματος. «Θέλω να νιώθω ότι η φωνή μου βρίσκεται στις ράγες, σε καλό δρόμο, αυτό γίνεται με ένα έμμετρο σχήμα που καταλήγει σε ένα μελωδικό σύνολο ή με έναν λιγότερο οργανωμένο τρόπο, σε ελεύθερη μορφή». Οι λέξεις και ο ήχος τους ήταν ζωτικής σημασίας. «Είναι το κλειδί για να ξεκινήσω. Δεν εννοώ τον ήχο ως διακοσμητικό στοιχείο ή ως λεκτική μαγεία, έχει να κάνει με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί μυϊκό σύστημα του λόγου».
Το 1996 βραβεύτηκε με Whitbread για τη μετάφραση του έπους Beowulf, που αποτελεί σημείο αναφοράς. Το 2009 τιμήθηκε με το βραβείο David Cohen για το σύνολο του έργου του και το 2006 με το βραβείο T.S. Eliot για την ποίησή του. Υπήρξε μέλος της ιρλανδικής θεατρικής ομάδας Field Day του γνωστού δραματουργού Μπράιαν Φρίελ και του ηθοποιού Στίβεν Ρία, η οποία το 1990 παρουσίασε το έργο «The Cure at Troy», βασισμένο στη μετάφρασή του για τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Μάλιστα λίγες μέρες πριν ανακοινωθεί το όνομά του για το Νόμπελ λογοτεχνίας ο Μπιλ Κλίντον, σε επίσημο δείπνο στο Κάστρο του Δουβλίνου, απήγγειλε τις τελευταίες σειρές από το «The Cure at Troy», καθώς η Ιρλανδία όδευε διστακτικά προς την ειρήνη.
………………………………………………………………………………………………..
INFO: Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του Σέιμους Χίνι: «Τα ποιήματα του βάλτου» (Καστανιώτης, 1996), «Το αλφάδι» (Ερμής, 1999), «Η κυβέρνηση της γλώσσας» (Πατάκης, 2008). Επίσης, «Τα αλφάβητα του Seamus Heaney» (Ιστός, 2000), «H ελληνική εμπειρία» (συλλογικό, Νεφέλη, 2006), «Σέιμους Χίνι» (Καστανιώτης, 1996).
……………………………………………………………………………………………………….
Ονειρο ζήλιας
Περπατούσα μ’ εσένα και μια φίλη
σε πάρκο πυκνοφυτεμένο· το γρασίδι ψιθυρίζοντας
διέτρεχε με τα δάχτυλά του τη γεμάτη εικασίες σιωπή μας
και τα δέντρα δημιουργούσαν ένα σκιερό
απρόσμενο ξέφωτο όπου καθίσαμε.
Η ειλικρίνεια πιστεύω του φωτός μάς συντάραξε.
Μιλούσαμε για το τι σημαίνει να ποθείς και να ζηλεύεις,
η συζήτησή μας ένα άνετο φόρεμα,
ή ένα λευκό τραπεζομάντιλο που απλωνόταν
σαν βιβλίο καλών τρόπων στην άγρια φύση.
«Δείξε μου», είπα σ’ αυτήν που μας συνόδευε,
«αυτό που τόσο λαχταρώ, το μοβ αστέρι του στήθους σου».
Και εκείνη δέχτηκε. Αχ, ούτε οι στίχοι αυτοί
ούτε η περίσκεψή μου, αγάπη, μπορούν να γιατρέψουν
το πληγωμένο βλέμμα σου.
Από την «Ανθολογία ερωτικής ποίησης» (Πατάκης), μτφρ.: Χάρης Βλαβιανός