ΑΠΟΨΗ
Tου Τάση Παπαϊωάννου
Στο δώμα της απέναντι πολυκατοικίας, δίπλα σε κεραίες και ηλιακούς θερμοσίφωνες, απλωμένα τα ρούχα μιας μπουγάδας. Πολύχρωμα σημαιάκια κυματίζουν το ένα δίπλα στο άλλο. Μια γυναίκα σκουπίζει τη βεράντα του ρετιρέ, σκύβει, σηκώνεται, πάει παραπέρα, ξανασκύβει, χάνεται πίσω από το στηθαίο.
Λίγο πιο κάτω, στον 5ο όροφο, ένας άνδρας επιδιορθώνει μια καρέκλα στο στενό μπαλκόνι. Πάνω του μια σκισμένη τέντα ανεμίζει στον αέρα, σαν πολύπαθο λάβαρο. Ακριβώς από κάτω, στον 4ο, ένας άλλος ποτίζει τις λιγοστές γλάστρες. Δίπλα του ένα μεταλλικό γκρίζο ντουλάπι, ράφια, ένα σκαμνί, κάτι σωλήνες. Ο,τι δεν χωράει στο σπίτι βγαίνει στο μικρό μπαλκόνι.
Κάνουν τις δουλειές τους ο ένας πάνω από τον άλλο, χωρίς όμως ο ένας να βλέπει τον άλλο, χωρίς να μπορούν να ανταλλάξουν μια κουβέντα. Ζουν τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά. Χωρισμένοι από πλάκες σε ανεξάρτητες οριζόντιες φέτες που η μια δεν έχει καμία επαφή με τις άλλες. Στοιβαγμένοι σε διαμερίσματα κουτιά. Μικρά κουτάκια, μέσα σε μεγαλύτερα, κι αυτά μέσα σ' άλλα και σ' άλλα. Το κουτί του 5ου, το κουτί του 3ου, το κουτί…
Σαν να βρίσκονται τοποθετημένα στα ράφια ενός φανταστικού σουπερμάρκετ, τακτοποιημένα ανά κατηγορίες, έτοιμα προς κατανάλωση. Ολη η πόλη ένα συνονθύλευμα κουτιών. Ζούμε κρεμασμένοι σε πλάκες που η μια επικάθεται πάνω στην άλλη και κάθε τόσο αναρριχώμαστε όλο και ψηλότερα. Μέσα εκεί, σε κάποιον όροφο, «ξετυλίγεται» η ζωή μας. Εγκλωβισμένοι για πάντα μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα των μικρών δωματίων, των σκοτεινών διαδρόμων, των στριφογυριστών κλιμακοστασίων.
Λεπτές επιδερμίδες οι εξωτερικοί τοίχοι, απομονώνουν το μέσα με το έξω χωρίς να μεσολαβεί κάποιος μεταβατικός ενδιάμεσος χώρος. Η επαφή με το ύπαιθρο γίνεται μέσα από τυποποιημένα επαναλαμβανόμενα ανοίγματα, ίδιου ύψους, ίδιου πλάτους, μικρές πανομοιότυπες τρύπες. Μοναδική οπτική επαφή το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας, τα ρολά των παραθύρων, τα ξεθωριασμένα χρώματα των τοίχων, οι πλαστικές καρέκλες που χωράνε στριμωχτά η μια δίπλα στην άλλη. Γνωρίζουμε πιο πολύ τον απέναντι από τους ενοίκους της δικής μας πολυκατοικίας. Μ' αυτόν τουλάχιστον μπορούμε να ανταλλάξουμε ένα νεύμα, μια καλημέρα.
Η μόνη διέξοδος το στενό μπαλκόνι, εκεί νιώθουμε μια κάποια ελευθερία. Από εκεί τουλάχιστον μπορούμε να παρατηρήσουμε την πόλη, τα δώματα που συνεχίζουν σ' άλλα δώματα, κι άλλα, ώς εκεί που φτάνει το βλέμμα, αλλά και τον δρόμο που βρίσκεται μπροστά μας, τη ζωή που συντελείται στην πόλη. Βλέπουμε τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται, τα παιδιά που φωνάζουν, τα αυτοκίνητα που κορνάρουν, τις μηχανές που στριγκλίζουν, ακούμε τους ήχους και τη βουή της πόλης, αισθανόμαστε τις μυρωδιές της. Είναι ο τρόπος που ζούμε που μας κάνει μοναχικούς ή το χτισμένο περιβάλλον της πόλης; Ή μην τυχόν ισχύουν και τα δυο μαζί, σαν τις όψεις του ίδιου νομίσματος;
Σ' έναν κόσμο που σου δίνει σήμερα τη δυνατότητα να επικοινωνήσεις με οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, την ίδια στιγμή σε απομονώνει έτσι που δεν μπορείς να γνωρίζεις τι κάνει ο γείτονάς σου. Υποτίθεται ότι ενημερώνεσαι την ίδια στιγμή που συμβαίνουν τα γεγονότα, στην πραγματικότητα όμως δεν έχεις καμία σχέση με αυτά, δεν συμμετέχεις, αφού είσαι απλώς ένας παθητικός και απόμακρος τηλε-θεατής.
Αποτέλεσμα, να κλείνεται καθένας μας ακόμη περισσότερο στο προσωπικό του κουτί, ακόμη περισσότερο στο Εγώ του. Ολοένα λιγοστεύει η ανθρώπινη επικοινωνία, μαζί και η αλληλεγγύη. Ετσι, ενώ στην επιφάνεια υπάρχει όλη αυτή η φασαρία, στο βάθος επικρατεί μια σκοτεινή και απειλητική σιωπή.
Πώς στ' αλήθεια μπορεί να φωλιάσει τόση σιωπή μέσα στην πολύβουη πόλη, τόση ερημία στην οχλοβοή; Πώς μπορεί να υπάρχει τόση μοναξιά ανάμεσα σε τόσο πολλούς ανθρώπους; «Στους πολυσύχναστους τόπους είναι οι πιο μεγάλες σιωπές, στους τόπους τους συχναζόμενους από απήδαλους το μεσημέρι», για να θυμηθούμε τον στίχο της «Ανάβασης» του ποιητή Saint-John Perse.
Είναι σούρουπο. Σιγά σιγά σκοτεινιάζει. Σε λίγο ανάβουν τα φώτα. Ενα στον 2ο, άλλο ένα στον 4ο, άλλο ένα μακριά στο βάθος. Φώτα που όσο περνά η ώρα πολλαπλασιάζονται. Αλλα θερμά και άλλα ψυχρά, έντονα ή θολά, μικρά ή μεγάλα, τετράγωνα, μακρόστενα, στρογγυλά. Μπορείς να διακρίνεις πάμπολλα σχήματα. Μικρά φωτεινά στίγματα, σαν φαναράκια που κρέμονται μέσα στη νύχτα. Αλλα σβήνουν, άλλα ανάβουν.
Ο όγκος των κτιρίων χάνεται μέσα στο σκοτάδι και μένουν μόνο τα φωτισμένα τους παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες να αιωρούνται στο κενό. Τώρα φωτίζονται από το εσωτερικό των διαμερισμάτων, αντιστρέφοντας την εικόνα της ημέρας, τότε που ήταν σκοτεινά και σκούρα πάνω στις φωτεινές επιφάνειες των τοίχων. Μετατρέπονται σε φωτεινές οθόνες. Πού και πού σκιές ανθρώπων περνάνε μέσα τους για να χαθούν και πάλι στο εσωτερικό των διαμερισμάτων. Το μέσα βγαίνει έξω και αποκαλύπτεται μέσα στο σκοτάδι.
Η στενή μπαλκονόπορτα είναι τελικά η μικρή μας οθόνη μέσα από την οποία παρατηρούμε την πόλη. Τώρα οι απέναντι φαίνονται καθαρά, θαρρείς και βλέπεις ηθοποιούς να παίζουν σε μια φανταστική ταινία και την ίδια στιγμή που τους παρατηρείς, γίνεσαι και εσύ ένας «ηθοποιός» γι' αυτούς, μέσα από το δικό σου παράθυρο.
Μακρύτερα στο βάθος ένα φως πίσω από μια κατεβασμένη τέντα τη μετατρέπει σε μπερντέ καραγκιοζοπαίχτη, έτσι που οι άνθρωποι-σκιές κινούνται κάθε τόσο από πίσω της. Ενα στρογγυλό χάρτινο φωτιστικό μέσα από ένα κατεβασμένο ρολό, ίδιο με φεγγάρι φυλακισμένο πίσω από τις γρίλιες. Η πόλη το βράδυ μετατρέπεται σε κάτι άλλο, ονειρικό, μυθικό, μυστηριώδες.
Οσο περνά η ώρα σβήνουν το ένα μετά το άλλο τα φώτα και η πόλη σκοτεινιάζει. Μένουν μόνο τα φώτα στους δρόμους. Η πόλη τώρα φωτίζεται αντίστροφα, από κάτω προς τα πάνω. Τα κτίρια όπως ορθώνονται μέσα στη νύχτα χάνουν σιγά σιγά την υλικότητά τους και η κορυφογραμμή τους γίνεται ένα με το σκοτάδι. Η πόλη ησυχάζει, ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Αύριο ξημερώνει μια νέα μέρα.