Ο απεσταλμένος της εφημερίδας στα γυρίσματα του «Ξενία» μιλά για μια σχιζοφρενική Ελλάδα, που «από λαμπερή μήτρα της ιστορίας μας έγινε εργαστήριο κατασκευής του σκοτεινού μέλλοντός μας». Ηρωες του Πάνου Κούτρα, δύο νέα παιδιά με μητέρα Αλβανή και πατέρα Ελληνα, που αναζητούν, σε μια χώρα που δεν τα θέλει, σπίτι και ιθαγένεια
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Οχι ότι αποτελεί έκπληξη το δισέλιδο και κολακευτικό δημοσίευμα της «Liberation» (4 Σεπτεμβρίου) για τον Πάνο Κούτρα και τη νέα του ταινία, «Ξενία», για την οποία έστειλε απεσταλμένο στην Ελλάδα, τον Ολιβιέ Σεγκιρέ, να παρακολουθήσει γυρίσματα. Τίτλος του: «Στην Αθήνα, πάνω σε ένα μεθυσμένο πλατό». Δεν ξεχνάμε ότι η γαλλική εφημερίδα είχε αναλάβει χορηγός επικοινωνίας στην προηγούμενη ταινία του, τη «Στρέλλα», όταν βγήκε το 2009 στις γαλλικές αίθουσες με εξαιρετικές κριτικές.
Αυτή τη φορά, πάντως, η «Libe» ξεπέρασε τον εαυτό της για χάρη του «Ελληνα Αλμοδόβαρ», όπως τον χαρακτηρίζει, αν και έναν Αλμοδόβαρ χωρίς αντίστοιχη ανταπόκριση στην ελληνική πραγματικότητα, αφού «τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα βλέπει να φεύγουν ή να εξαφανίζονται οι πιο ζωντανές καλλιτεχνικές της δυνάμεις».
Δεν έχει δίκιο η «Liberation», άλλωστε τον Κούτρα εδώ τον βρήκε να παλεύει να ολοκληρώσει την ταινία του. Το «μαύρο» στην ΕΡΤ, στο οποίο η εφημερίδα αναφέρεται, και το πάγωμα των οικονομικών της υποχρεώσεων προς το ελληνικό σινεμά κόστισαν πολύ στον σκηνοθέτη και την παραγωγό του Ελένη Κοσυφίδου (Synthetic). To «Ξενία» έχει Γάλλο συμπαραγωγό την MPM Film και Βέλγους συμπαραστάτες στο post production. Αυτή τη στιγμή, όμως, όλες οι ελπίδες για την οικονομική στήριξη της ταινίας είναι η πώλησή της για διανομή στη Γαλλία και αλλού.
Εγινε, με λίγα λόγια, το «Ξενία» ένα κινηματογραφικό σύμβολο της κρίσης. Οπως επισημαίνει η «Liberation», η «Ελλάδα τού σήμερα είναι το κυρίαρχο μοτίβο της ταινίας». Μια Ελλάδα πολύ διαφορετική από τον γνωστό κάποτε τουριστικό προορισμό.
«Η χώρα των διακοπών μας έγινε και η χώρα της αγωνίας μας», γράφει ο Ολιβιέ Σεγκιρέ. «Βλέπουμε πάνω της το καλύτερο και το χειρότερο. Ο ήλιος, τα νησιά, το Αιγαίο πέλαγος, η Ακρόπολη, η γέννηση της φιλοσοφίας και όλα αυτά τα ωραία κλισέ, στα οποία κολυμπάει το «λίκνο του πολιτισμού μας», είναι πια συνδεδεμένα με την οικονομική κρίση, τη δυστυχία που φέρνει, τις κοινωνικές εκρήξεις που προκαλεί, την άκρα Δεξιά που πριμοδοτεί. Ερχεσαι στην Ελλάδα ψάχνοντας ατομική ξεκούραση και βρίσκεις υλικό για συλλογική σκέψη, που συχνά καταλήγει στην ερώτηση: Αυτή η χώρα, η λαμπερή μήτρα της ιστορίας μας, έγινε εργαστήριο κατασκευής του σκοτεινού μέλλοντός μας;».
Παρ' όλα αυτά, ο Γάλλος δημοσιογράφος, που φαίνεται να έχει διαβάσει το σενάριο (Κούτρας και Παναγιώτης Ευαγγελίδης), διαπιστώνει: «Στο «Ξενία» έχεις την αίσθηση ότι καίει μια φωτιά νεανική, επική, αισθησιακή, χαρούμενη και την ίδια στιγμή κοινωνική και πολιτική. Η κρίση και το φρικτό της πρόσωπο, όχι μόνο δεν πνίγουν τον σκηνοθέτη, αλλά αντίθετα τον κινητοποιούν». Και εκφράζει την άποψη ότι ο Κούτρας, από την πρώτη του ταινία, την «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» (2000), που είναι καλτ πλέον για τους Γάλλους, μέχρι σήμερα, «δεν έπαψε να εκφράζει μια περίεργη ποίηση, στην οποία ταξιδεύουν παραληρηματικές και γκροτέσκες φαντασιώσεις, αλλά πάντα λίγο πικρές, σαν να έχουν ξεφύγει από τα όνειρα ενός παιδιού που ψήνεται στον πυρετό».
Το στόρι του «Ξενία», την οποία ο Κούτρας χαρακτηρίζει στη «Λιμπερασιόν» ως «την ταινία με την οποία αποχαιρετά τη νεότητά του» και «έναν ύμνο στην αδελφική αγάπη», είναι τολμηρό. Ηρωές του, δύο αδέλφια, 16 και 18 χρόνων, γεννημένα στην Κρήτη από μητέρα Αλβανή και πατέρα Ελληνα, που όμως δεν τον έχουν ποτέ δει γιατί δεν τα έχει αναγνωρίσει. Οταν η μητέρα τους πεθαίνει, οι δύο νέοι ξεκινούν μια πορεία αναζήτησής του, για να του υπενθυμίσουν το καθήκον του απέναντί τους, αλλά και για να καταφέρουν να αποκτήσουν ελληνική υπηκοότητα. Ο νεότερος είναι ο γκέι και εκκεντρικός Ντάνυ, ο μεγαλύτερος, ο πιο σκοτεινός και εσωστρεφής Οδυσσέας.
Το ταξίδι τούς οδηγεί προς τη Θεσσαλονίκη, όπου σύμφωνα με πληροφορίες ζει ο πατέρας τους. Στον δρόμο τους συναντάνε κάθε παθογένεια της σημερινής Ελλάδας, μέχρι τους φασίστες της Χρυσής Αυγής, που επιχειρούν να τους λιντσάρουν.
Οσο για την ίδια την οικονομική κρίση, αυτή εκπροσωπείται από ένα ερειπωμένο «Ξενία», το οποίο καταλαμβάνουν και προσπαθούν να το κάνουν κατοικήσιμο. Το ξενοδοχείο, που δίνει στην ταινία τον τίτλο της, είναι, όπως γράφει και η «Λιμπερασιόν», «μέλος μιας κρατικής αλυσίδας, που συμβολίζει την ίδια στιγμή την περίοδο ανάπτυξης της χώρας και την τουριστική της μεταμόρφωση, αλλά και τη σταδιακή παρακμή της. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα «Ξενία» είναι σήμερα κλειστά και καταδικασμένα».
Και, ναι, η λέξη «Ξενία» παραπέμπει στη φιλοξενία. Αυτήν που τα δύο αδέλφια αναζητούν σε μια χώρα που τα αρνείται.