akis-tsoxatzopoulos-diki

08/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το ζεϊμπέκικο του Ακη

Ενας σκηνοθέτης που θέλησε ένα ζεϊμπέκικο να μοιάζει με τροπάριο. Ενας συνθέτης που δεν φαντάστηκε αμέσως την επιτυχία της μελωδίας του. Ενας ρεμπέτης από τη Λέσβο που την έπαιξε στον τζουρά του με το μυαλό του στον μικρό του γιο, που έτρωγε κουλούρια. Ενας τελευταίος χορός από τον γερο-σκηνοθέτη που φώναζε «πούστη θεέ, πάρε με». Κι ένας.
      Pin It

Ενας σκηνοθέτης που θέλησε ένα ζεϊμπέκικο να μοιάζει με τροπάριο. Ενας συνθέτης που δεν φαντάστηκε αμέσως την επιτυχία της μελωδίας του. Ενας ρεμπέτης από τη Λέσβο που την έπαιξε στον τζουρά του με το μυαλό του στον μικρό του γιο, που έτρωγε κουλούρια. Ενας τελευταίος χορός από τον γερο-σκηνοθέτη που φώναζε «πούστη θεέ, πάρε με». Κι ένας πολιτικός που θεωρούσε το ζεϊμπέκικο ευκαιρία για αποθέωση

 

Tου Λάκη Παπαστάθη*

 

Θα σας για μιλήσω για τη διαδρομή μιας μελωδίας τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Ο μικρός Αλέξης την πρωτοάκουσε από τον πατέρα του που ήταν ψάλτης. Ηταν ένα εκκλησιαστικό μοτίβο που το έψελνε σαν να είναι ρεμπέτικο τραγούδι. Ηθελε να διδάξει στον γιο του πως ο τρόπος που τραγουδάς ένα τραγούδι ή έναν ύμνο σχετίζεται με αυτό που αισθάνεσαι. Ετσι, η ιερή ψαλμωδία «αι χείρες σου εποίησάν με και έπλασάν με, συνέτισόν με και μαθήσομαι τας εντολάς σου, ελέησόν με Κύριε» μπορεί να ακουστεί και με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που ακούμε στην εκκλησία. Να μοιάζει, δηλαδή, κάπως με δημοτικό τραγούδι ή με ρεμπέτικο.

 

Διευκρίνιζε πως είναι αδύνατον να το πεις σαν ελαφρό τραγούδι, γιατί ο κορμός και το ήθος της μελωδίας δεν θα το άντεχε. Θα έμοιαζε παρωδία.

 

Ο πατέρας προτίμησε το ρεμπέτικο γιατί, όπως θυμόταν ο γιος του, έδινε κίνηση στη μελωδία κρατώντας την ιερότητα και τον μεταφυσικό της χαρακτήρα. Σε όλη του τη ζωή ο Αλέξης έψαλλε τα τροπάρια όπως του τα 'μαθε ο πατέρας του. Τα μετέδιδε και στα δικά του παιδιά. Οταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, σκέφτηκε πως στο κέντρο των ταινιών του ήταν το αίσθημα και το βάθος των τροπαρίων.

 

Ηθελε τις ψαλμωδίες αυτές να ακούγονται στη σύγχρονη ζωή μεταπλασμένες από σύγχρονα μουσικά όργανα για να εκφράσουν κάτι από την ψυχή των ηρώων του, αλλά και για να αποκτήσει το βλέμμα του πάνω στη φύση και τα πρόσωπα συναισθηματική ακρίβεια και πνευματικότητα. Επειδή δεν καλογνώριζε την τεχνική και όλα τα πρακτικά του κινηματογράφου, ήθελε να ακουστεί μέσα στην ταινία το τροπάριο ως κρούση και όχι ως υπόκρουση.

 

Δηλαδή να μην είναι κάτω από τη δράση, αλλά το ίδιο να είναι δράση, άκουσμα που να αφηγείται μόνο του, έχοντας σημαντικό μερίδιο στην όλη εξέλιξη του έργου.

 

Υπέδειξε στον συνθέτη της ταινίας το τροπάριο και αυτός το έκανε ζεϊμπέκικο χορό, όπως ο πατέρας του Αλέξη. Βρήκε και το κατάλληλο όργανο να σολάρει, που ήταν ο τζουράς, που έμοιαζε με μικρό μπουζούκι ή μεγάλο μπαγλαμά, αλλά είχε δικό του ήχο. Τον τζουρά τον έπαιξε ο παλιός ρεμπέτης Μουφλουζέλλης από τη Λέσβο, που ήρθε στο στούντιο του Σμυρναίου στην οδό Σκαραμαγκά απέναντι από το Μουσείο, μαζί με τον ανήλικο γιο του. Εμαθε τη μελωδία αμέσως, σαν να την είχε μέσα του, και τα πρώτα ακούσματα ένιωθες πως έκλειναν εντός τους κάτι πρωτάκουστο. Εκ των υστέρων -όταν η μελωδία ηχογραφήθηκε ολόκληρη- συνειδητοποιούσες πως έφταναν οι λίγοι αρχικοί ήχοι για να νιώσεις το ήθος όλης της μελωδίας.

 

Ο συνθέτης διεύθυνε την ορχήστρα με πολύ συγκρατημένες κινήσεις των χεριών του και έναν μόλις διακρινόμενο χορευτικό ρυθμό στο σώμα του. Ο Αλέξης κάπνιζε συνεχώς πίσω από το τζάμι και πού και πού κατέβαινε στον χώρο των μουσικών για να πει κάτι στ’ αυτί του συνθέτη. Στα μικρά διαλείμματα ο μικρός Μουφλουζέλλης έτρεχε και αγκάλιαζε τον πατέρα του κι αυτός του 'λεγε «πεινάς; πεινάς; πάρε ένα τάλιρο να πας στο καψιμί να φας!». Το στούντιο είχε ένα μικρό κυλικείο με σάντουιτς, κουλούρια και αναψυκτικά. Ο πατέρας μέχρι τις τρεις δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του και κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ακουμπώντας το πακέτο και τον αναπτήρα στην τραγιάσκα του, που την είχε αφήσει σε μια καρέκλα δίπλα του.

 

Οταν μετά από ώρες ολοκληρώθηκε η ηχοληψία και ακούστηκε ολοκληρωμένο το ζεϊμπέκικο, ο Αλέξης σηκώθηκε και φίλησε τον Μάνο, τον συνθέτη, αγκαλιάζοντάς τον. Και αυτός τον κοιτούσε με τα μεγάλα μάτια του κι ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Εκείνη την ημέρα κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την επιτυχία της μελωδίας, μολονότι πολλοί ένιωσαν αυτόν τον ιερό ερωτικό στροβιλισμό της.

 

Τελευταία εικόνα από την ηχογράφηση ήταν του Μουφλουζέλλη, που έφευγε προς την Πατησίων κρατώντας με το ένα χέρι τον τζουρά και με το άλλο τον γιο του. Είχε προηγηθεί ένα «γεια χαρα-νταν, εμείς όποτε χρειαστείτε εδώ είμαστε» και μετά φωνάζοντας τον γιο του «πάμε, μωρέλι μου, έφαγες, δεν έφαγες;».

 

Η σκηνή για την οποία προοριζόταν το ζεϊμπέκικο είχε γυριστεί πάνω στο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη «Ηθελα να σ’ αντάμωνα να σου 'λεγα καμπόσα». Ομως κατά τη διάρκεια του γυρίσματος -σε μια ταβέρνα που ήταν και χασάπικο στη Νέα Ερυθραία- συνειδητοποιούσες πως ο τρόπος που διδάχτηκε από τον Αλέξη ο χορός, εξέφραζε κάτι που δεν το «άντεχε» το τραγούδι του Μάρκου. Ακραία τόλμη και διεκδίκηση της επιθυμίας από τους δύο βασικούς ήρωες, αρχαιοελληνικό στήσιμο και βυζαντινά πρόσωπα σε ένταση, κίνδυνος και αίμα, ο έρωτας που τολμάει. Κι όλα αυτά μαζί τέμνονται με τα άρβυλα, που χτυπάνε δυνατά το χώμα για να επικοινωνήσουν οι ζωντανοί με τους νεκρούς. Παρά τη βία, ένα έντονο θρησκευτικό αίσθημα πλανάται στην ατμόσφαιρα της ταβέρνας, που συμπάσχει με τους αντιμαχόμενους, πονώντας για τη μοίρα τους και θαυμάζοντας τα νιάτα τους. Επρεπε λοιπόν να γραφτεί καινούργια μουσική για τη σκηνή και να προσαρμοστεί στον ρυθμό και τον τρόπο που γυρίστηκε. Τότε ο Αλέξης ξαναθυμήθηκε τα τροπάρια του πατέρα του.

 

Με τα χρόνια το ζεϊμπέκικο έγινε πανελλήνια επιτυχία, χορευόταν παντού. Ο κάθε χορευτής το ερμήνευε με τον δικό του τρόπο. Οταν ο Αλέξης ξαναγύρισε στην παιδική του ηλικία με τη γεροντική άνοια, που τον απομόνωσε από τον κόσμο, συνέβη κάτι που αποδεικνύει πως σ’ αυτή την αρρώστια οι ρυθμοί και οι μελωδίες δεν ξεχνιούνται όπως τα πρόσωπα και τα πράγματα.

 

Ενα βράδυ, λοιπόν, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του και κάποιους φίλους, παρακολουθούσε μια λαϊκή συναυλία στο τέλος ενός φεστιβάλ όπου ήταν προσκεκλημένος. Οι μπουζουκτσήδες, είτε επειδή ήταν στο πρόγραμμα είτε επειδή τον είδαν, έπαιξαν το ζεϊμπέκικο της παιδικής ηλικίας. Ο Αλέξης, που μέχρι τότε ήταν αδιάφορος για τα τραγούδια που ακούγονταν, πετάχτηκε όρθιος φωνάζοντας… «το δικό μου είναι». Ξέφυγε από το τραπεζάκι με την παρέα και βγήκε στην πίστα χορεύοντας το πιο εκφραστικό ζεϊμπέκικο που είδαν τα μάτια μου. Τα χέρια έκαναν με το σώμα του σταυρό και τα πέλματα χτυπούσαν με δύναμη το χώμα. Στο μέσον της μελωδίας, που έμοιαζε σαν ταξίδι, υψώνοντας το κεφάλι στον ουρανό φώναξε… «πούστη θεέ, πάρε με».

 

Το ζεϊμπέκικο χορευόταν ολοένα και περισσότερο στην Ελλάδα. Μάλιστα, κάποιος πολιτικός του κυβερνώντος τότε κόμματος το θεωρούσε δικό του, τον εξέφραζε, γι' αυτό και όταν το χόρευε στις ταβέρνες όλοι οι άλλοι που ήταν οπαδοί του κόμματός του έκαναν κύκλο γύρω του και του χτυπούσαν παλαμάκια. Δεν τολμούσε να χορέψει κανείς άλλος μαζί του. Η πίστα ήταν ελεύθερη γι’ αυτόν, ήταν το ζεϊμπέκικο του Ακη. Πετούσε τη γραβάτα, έβγαζε το σακάκι του, ανέβαζε τα μανίκια και μέσα σε αποθέωση των οπαδών, που περίμεναν τη στιγμή, έβγαινε στον κύκλο με το κεφάλι σκυμμένο. Το χόρευε με τον δικό του τρόπο σαν να έλεγε «πάμε μπροστά, θριαμβεύουμε, τίποτα δεν μας σταματά». Σαν η μελωδία να ήταν κάτι που τον έσπρωχνε να διεκδικεί αενάως την επιτυχία, τη νίκη. Ο πολιτικός, έλεγαν οι άλλοι, με τη λαϊκότητα και τη λεβεντιά!

 

Μετά από χρόνια ο πολιτικός αυτός κλείστηκε στη φυλακή για σκάνδαλα. Ισως τώρα –είπε κάποιος, χωρίς ίχνος εκδικητικότητας και μάλλον συγκινημένος- να το χορεύει στο κελί μουγκρίζοντάς το, εκ βαθέων. Μπορεί να κατανοεί και τη βαθύτερη ουσία του, τώρα που η ζωή του, μέσα από πόνο και οδύνη, οδεύει προς το τέλος.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Σκηνοθέτης και συγγραφέας διηγημάτων. Μνημειώδες θα μείνει το βιβλίο του «Οταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία» (εκδόσεις Πατάκη), από το οποίο και πήραμε τις φωτογραφίες. Ο Λάκης Παπαστάθης ήταν βοηθός τού Αλέξη Δαμιανού από το 1968 ώς το 1971 και φίλος του στενός μέχρι το τέλος της ζωής του

 

Scroll to top