08/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Weekend Stories

Ω δικέ μου…

Δεν μάθαμε ποτέ να μοιραζόμαστε. Μάθαμε όμως να καίμε, να καταστρέφουμε, να καταπατούμε.
      Pin It

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*

 

Δεν μάθαμε ποτέ να μοιραζόμαστε. Μάθαμε όμως να καίμε, να καταστρέφουμε, να καταπατούμε

 

Οπου και να γυρίσεις βρίσκεις έναν γνωστό. Ιδίως τώρα τα καλοκαίρια που οι άνθρωποι ξαναγυρίζουν σε τόπους καταγωγής, αγαπημένες γωνιές της χώρας αλλά και σε πρωτόγνωρα τουριστικά μέρη, εύκολα εντοπίζεται ο γνωστός του γνωστού, ω γνωστέ. Και οι περισσότεροι θέλουν να τον εντοπίσουν, διότι πέρα από το μικρόσχημο της χώρας μας και τον πεπερασμένο αριθμό κοινωνικών συναπαντημάτων, από τη στιγμή που μόνο τα τελευταία 20 χρόνια εισρέει σε αυτήν μη ελληνικό αίμα, είναι και η μεσογειακή ιδιοσυστασία που θέλει τον Ελληνα, ιδίως όταν χαλαρώνει, να ξανανοίγει σαν οστρακοειδές, να γίνεται κοινωνικός και φιλόξενος, ιδίως ως προς το εξωτερικό περίβλημα. Πολύ γρήγορα οι παρέες σε μια ταβέρνα γίνονται μία, τα ζευγάρια με παιδιά μιλούν στις ξαπλώστρες για τις παιδικές «ασθένειες» που αντιμετωπίζουν, οι εργένηδες έχουν διάθεση να κεράσουν ένα ποτό αλλά και να μοιράσουν και να μοιραστούν τον μοναχικό εαυτό τους. Οι γιαγιάδες στα χωριά δίνουν απλόχερα τα αυγά από τις κότες τους στους Αθηναίους παραθεριστές και τα κλειδιά εξοχικών σπιτιών παραμένουν ως κοινό μυστικό στις γλάστρες ή κάτω από χαλάκια, χωρίς ίχνος ανησυχίας. Μπορεί να μη ζούμε τα καλοκαίρια παλιότερων δεκαετιών από άποψη ασφάλειας, εντούτοις η Ελλάδα ακόμα, ιδίως τους θερινούς μήνες, δίνει την αίσθηση μιας μεγάλης φιλόξενης μητρικής γυάλας.

 

Αυτό το αίσθημα οικειότητας είναι εξαιρετικά αναγκαίο και βοηθητικό για όλους μας, έστω για μερικές στιγμές, είτε το έχουμε ανάγκη είτε όχι. Το ζήτημα, όμως, που ανακύπτει σε αυτήν τη χώρα είναι ότι τα φαινόμενα θετικού προσήμου, πολύ εύκολα καταντούν επιθετικά και αρνητικά για μεγάλη μερίδα του κόσμου. Η χρήση του δικού μου, του γνωστού μου, της οικογένειάς μου, της συνήθειάς μου και του χώρου μου γίνεται από κεκτημένη ταχύτητα πολλές φορές καταχρηστικά έναντι των υπολοίπων. Και το χειρότερο είναι ότι η αίσθηση του «δικού» μου δίνεται ως άλλοθι για να δικαιολογήσεις παρανομίες, αυθαιρεσίες και καταπατήσεις.

 

Πόσοι δεν πάνε ανάποδα στον δρόμο, παραβιάζοντας τη μονοδρόμησή του, επειδή «μένουν εκεί δίπλα»… Ή «πηδούν» τη σειρά αναμονής γιατί ο ταμίας τούς γνωρίζει. Σε ταχύπλοο που ταξιδεύει στις Κυκλάδες, ο εργαζόμενος στη στάθμευση των οχημάτων ακινητοποίησε την κανονική ροή εξόδου των οχημάτων στο λιμάνι, για να βγει «ένας δικός του», δημιουργώντας μεγάλη αναταραχή. Για να μη μιλήσω για τους πεζοδρόμους, τις προσλήψεις και τις κάθε είδους διευκολύνσεις σε γιατρούς, Ταμεία και υπηρεσίες… Σε μεγάλη εφημερίδα είχε προσληφθεί υπεύθυνος διόρθωσης ένας κύριος που σχεδόν δεν ήξερε γράμματα, πολλώ δε μάλλον να διαβάζει εφημερίδες, επειδή ήταν καλός (!) άνθρωπος και φίλος… Τα «δικά μας» παιδιά είναι το μεταπολιτευτικό μότο μιας κυβέρνησης που ονομάτισε πάγια τριαντακονταετή τακτική επιλογής εργαζομένων.

 

Οι πεζόδρομοι που είναι πολύ της μόδας τελευταία, κάνοντας τις γειτονιές να φαίνονται πιο ανθρώπινες, καταπατούνται κανονικά από μηχανές και αυτοκίνητα, κάνοντας τους ανθρώπους να φαίνονται ενοχλητικοί που τολμούν να περπατούν εκεί. Στην ερώτηση που έκανα σε έναν «γιατί μπαίνει με το τζιπ στον πεζόδρομο», η αποστομωτική απάντηση ήταν «αφού εδώ μένω…». Κοίταξα προσεκτικά και ευτυχώς για εκείνον είχε τα πόδια του και μάλλον θα μπορούσε σχετικά εύκολα να περπατήσει δυο λεπτά δρόμο από το να παρκάρει αναιδώς πάνω στον πεζόδρομο και κάτω από τη βεράντα του.

 

«Δικό μου είναι, ό,τι θέλω το κάνω» λέει τούτος ο λαός αναζητώντας το δικό του μερίδιο ύπαρξης σε μια μικρή πίτα που προορίζεται να μοιραστεί σε πολλούς που θέλουν το ίδιο. Και από τη στιγμή που δεν μάθαμε ποτέ να μοιραζόμαστε, μάθαμε να καίμε. Αφού δεν μπορώ να το έχω ολόδικό μου, τότε θα το καταστρέψω και για τους υπόλοιπους. Θα το καταπατήσω. Θα χρησιμοποιήσω τους τίτλους συγγένειας, εκλεκτικής και αίματος, του κόμματος, του χρώματος και της φυλής, αντί για τους αιωνίως επιθυμητούς αλλά άγνωστους στα καθ’ ημάς τίτλους ευγενείας, για να βροντοφωνάξω τη διαφορετικότητά μου, την καπατσοσύνη και τη μοναδικότητά μου μέσα σε ένα πλήθος βαρετά και βαρετών τελικά ομοίων. Οπου όλοι εποφθαλμιούν το ίδιο πράγμα, αναζητώντας μία μόνο λέξη, ένα μόνο νεύμα του άρχοντα για να αξιωθούν ως τελευταίοι να βρεθούν πρώτοι. Μία μόνο λέξη για να πατήσουν περήφανα πάνω στους άλλους. Μία μόνο λέξη που θα ξεπλύνει τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη, την αναίδεια και τη μικρότητα. Μία μόνο λέξη, με το κτητικό «μου», για να κάνει τον όποιον μικρό να νιώσει μεγαλύτερος… «Δικέ μου».

 

 

* Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια

 

[email protected]

 

Scroll to top