08/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δημητράκης ο θυμόσοφος ΙΧ

      Pin It

Μου ζητάτε αρκετοί να επαναλάβω πόθεν προκύπτουν τα παράξενα ονόματα των πρωταγωνιστών στις ιστορίες απ’ το χωριό μου, με τις οποίες σας ταλαιπωρώ κάθε Σάββατο. Οπως, επί παραδείγματι, του Μπεολοθέτη. Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τα περισσότερα ονοματεπώνυμα, με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα, δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα.

 

Ηδη όμως από τον μεσαίωνα χρησιμοποιούνται, πλάι στα βαφτιστικά, παρωνύμια που θυμίζουν τα νεοελληνικά οικογενειακά. Το Μπέης είναι ένα τέτοιο παρατσούκλι, που επιζεί ακόμα και σήμερα στ’ Απεράθου, παρ’ ότι η οικογένεια από πολλών ετών έχει πολιτογραφηθεί με το επίθετο Πολυκρέτης. Το βαφτιστικό Λογοθέτης λοιπόν κολλάει στο προσωνύμιο Μπέης και να σου ολοζώντανος μπροστά μας ο Μπεολοθέτης.

 

Τι απέγινε όμως η συλλαβή «γο»; Οπως στα αρχαία ελληνικά έτσι και στο ιδίωμα της Απειράνθου, η έντονη εκφορά του «γ» ανάμεσα σε δύο φωνήεντα θεωρείται βαρβαρισμός. Στις περιστάσεις αυτές το τρίτο γράμμα της αλφαβήτου προφέρεται αμυδρά, ανεπαίσθητα, ίσα ίσα ν’ ακούγεται ή μάλλον ίσα ίσα να μην ακούγεται. Την ίδια τύχη έχει το «γ» όταν βρίσκεται στην αρχή μιας λέξης και ακολουθεί φωνήεν.

 

Στην περίπτωση της Κυριακής Αυγερινού ωστόσο δεν ισχύει ο παραπάνω κανόνας. Στο Αυγερινός το «γ» προφέρεται γενναιοφρόνως, όπως στα κοινά νεοελληνικά. Αλλά αυτό είχε μικρή σημασία για την ίδια, επειδή αφ’ ότου παντρεύτηκε τον Ζευγωλοδημήτρη (Δημήτρη Ζευγώλη), γνωστότερο ως Μήτσο, όλος ο κόσμος την αποκαλούσε πια Μήτσαινα.

 

Αρχοντογυναίκα. Ευτραφής, καλοσυνάτη και πανέξυπνη, η Μήτσαινα διέθετε υψηλή αίσθηση του χιούμορ· ήξερε να αυτοσαρκάζεται. Ο σύζυγός της ήταν διευθυντής στα σμυριδωρυχεία, θέση σημαντική προπολεμικά καθώς έξι χωριά της ορεινής Νάξου βάσιζαν την οικονομία τους στην εξόρυξη του σμυριγλιού. Ο Μήτσος απουσίαζε κατ’ εξακολούθησιν απ’ το σπίτι σ’ ένα συνεχές ταξίδι για δουλειά.

 

Ισχυρίζονταν οι κακές γλώσσες ότι συνδύαζε τις πολυήμερες επισκέψεις του στον Τριάκαθα, τον Λυώνα, τον Σκαδό, την Κεραμωτή και την Κόρωνο, με ανεξάντλητες ερωτικές περιπέτειες. Η φήμη του αμετανόητου γυναικά, που επαξίως κατείχε, ενοχλούσε τη Μήτσαινα. Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Υπέμενε στωικά τις παρασπονδίες του άντρα της.

 

Νόθα παιδιά έλεγαν οι φαρμακόγλωσσοι πως έχει στα όμορα χωριά κι αν έβλεπαν κανένα να ψηλώνει πολύ μεγαλώνοντας, δεν αμφέβαλλαν για τον πραγματικό του πατέρα. Βεγγερίζοντας ένα δειλινό οι γειτόνισσες στον μαχαλά της Κυριακής, η κουβέντα ήρθε στους άντρες που δεν βοηθούν στις δουλειές του σπιτιού, που την αράζουν με τις ώρες στα καφενεία, που, που, που…

 

Αθεμίτως εξελίχθηκε σ’ ένα ιδιότυπο φεμινιστικό κρεσέντο που κάποτε ξεπέρασε τα όρια της υπερβολής. «Ακόμα και τσι πόνοι τση (γ)έννας γιάντα να τσι περνούμε μοναχές; Οντε (γ)εννούμε πρέπει κανονικά να πονούσι κι οι άντρες» κάνει στα σοβαρά μια. «Ας μου ’λειπε δα να (γ)εννούσιν οι Κορωνιδιάτισσες και να κοιλοπονά ο Μήτσος στο σπίτι» την κεραυνοβολεί η Μήτσαινα.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top