Της Μαριάννας Τόλια
Τις προάλλες έπεσε στα χέρια μου ένα οικονομικό άρθρο του 1999 σχετικά με τις ρόδινες προοπτικές της ευρωζώνης. Το άρθρο είχε δημοσιευτεί λίγους μήνες μετά την 1η Ιανουαρίου 1999, ημέρα κατά την οποία κλείδωσαν οι ισοτιμίες των 11 αρχικών κρατών-μελών της ευρωζώνης σηματοδοτώντας το τελικό βήμα προς το ευρώ. Κινούμενοι στον αντίποδα της πλειοψηφίας των συναδέλφων τους, οι οποίοι εξέφραζαν απαισιοδοξία και σκεπτικισμό για το μέλλον της ΟΝΕ, οι οικονομολόγοι Michael Bordo και Lars Jonung που υπέγραφαν το συγκεκριμένο άρθρο ανήκαν στη μειοψηφία των αισιόδοξων. Αν και αναγνώριζαν πως η ΟΝΕ είχε σοβαρά κατασκευαστικά ελαττώματα και ότι θα μπορούσε να σημάνει περισσότερους κινδύνους παρά οφέλη για κάποια μέλη της, θεωρούσαν ότι η απαισιόδοξη προσέγγιση για τις προοπτικές της ήταν στατική και ανιστορική. Σε μια εξελικτική και ιστορική προσέγγιση, έγραφαν, οι προοπτικές της ΟΝΕ προβλέπονταν ρόδινες επειδή το σχέδιό της βασιζόταν στην πιο σημαντική παράμετρο για κάθε νομισματική ένωση: στην πολιτική βούληση για πολιτική ενοποίηση.
Αντλώντας στοιχεία από την ιστορία των νομισματικών ενώσεων του 18ου και του 19ου αιώνα, οι εκπρόσωποι της αισιόδοξης άποψης τόνιζαν πως η άνοδος και η πτώση κάθε νομισματικής ένωσης εξαρτιόνταν πάντα από πολιτικούς παράγοντες. Η αποδεδειγμένα ισχυρή μεταπολεμική πολιτική βούληση για πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που επενδυόταν στην ΟΝΕ και η ευελιξία της Ευρώπης –η οποία αποδείχτηκε όταν έγιναν δεκτές στην ευρωζώνη χώρες όπως π.χ. το Βέλγιο και η Ιταλία που δεν πληρούσαν τα κριτήρια του Μάαστριχτ– αποδείκνυαν ότι η Ευρώπη θα κατάφερνε να επιλύσει τα κατασκευαστικά της ελαττώματα όταν θα προέκυπτε ανάγκη. Η ΟΝΕ, κατέληγαν οι Bordo και Jonung, θα απειλούνταν μόνον αν θρυμματιζόταν η πολιτική βούληση για ενότητα. Κι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνον αν ένα μεγάλο εξωγενές σοκ έπληττε ανισόμετρα τις χώρες της Ευρώπης και εξαφάνιζε αυτήν τη βούληση.
Το ασύμμετρο σοκ, βεβαίως, ήρθε και ήταν διπλό. Ενα κομμάτι του, το εξωγενές, είχε να κάνει με τον ασύμμετρο τρόπο με τον οποίο επέδρασε στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης η ανάπτυξη σχέσεων με νέους εμπορικούς εταίρους, μετά την είσοδο των κρατών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης στην Ε.Ε. και την κατάργηση των δασμών με την Κίνα. Οι μείζονες αυτοί διεθνείς μετασχηματισμοί, που έλαβαν χώρα κατά τη δεκαετία του 2000, έπληξαν τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που λόγω του ακριβού τους ευρώ δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τον οξύ ανταγωνισμό των νέων εμπορικών εταίρων, που παρήγαν προϊόντα μεσαίας και χαμηλής τεχνολογίας σαν τα δικά τους αλλά είχαν εθνικά, φτηνότερα νομίσματα ή και κρατική υποστήριξη, ενώ, αντιθέτως, ωφέλησαν τη Γερμανία που το κύριο μέρος των εξαγωγών της αφορούσε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας προς τις χώρες αυτές. Ενα άλλο κομμάτι του, το ενδογενές, είχε να κάνει α) με τη μακροχρόνια παραμονή του επιτοκίου της ΕΚΤ σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στο διάστημα 2003-05 προκειμένου να στηριχτεί η Γερμανία, η οποία βρισκόταν τότε σε ύφεση με παράπλευρη καταστροφική συνέπεια τις φούσκες στα κράτη του Νότου και β) την ανόητη πολιτική του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού που αντί να χρηματοδοτεί με δάνεια μόνο την παραγωγή, βάλθηκε να χρηματοδοτήσει και την κατανάλωση.
Κάπως έτσι τα πλεονάσματα της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Γαλλίας ήρθαν κι έγιναν δάνεια προς την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία κ.λπ. Μέχρι που ήρθε η κρίση από την Αμερική, πέρασε τον Ατλαντικό, στέγνωσαν οι αγορές από χρήμα κι η Ευρώπη βρέθηκε χωρισμένη σε Βορρά και Νότο, σε χώρες πιστώτριες και χώρες δανειολήπτριες με αντιτιθέμενα οικονομικά συμφέροντα. Στο εξής οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν εξωθεσμικά από τους πιστωτές του Βορρά, θα επιβάλλονταν με εκβιασμούς και θα συνέτριβαν ολόκληρες χώρες…
Σήμερα, 14 χρόνια μετά τη δημιουργία της ΟΝΕ, ακόμη κι όσοι σταθήκαμε δύσπιστοι απέναντί της, θα ευχόμασταν οι αισιόδοξοι να μην έχουν διαψευστεί τόσο οικτρά. Δυστυχώς, την ώρα της ανάγκης, η Ευρώπη αποδείχτηκε κλειστή σε αλλαγές και αναθεωρήσεις. Οχι μόνο δεν επιδιόρθωσε τα κατασκευαστικά ελαττώματα της ΟΝΕ, αλλά και προχώρησε σε σκλήρυνση των παλαιών κανόνων του Μάαστριχτ και σε σχεδιασμούς για την τραπεζική ένωση που σημαίνουν καταστροφή για κάποιες χώρες-μέλη της (βλ. Κύπρος). Αλλά εκείνο που αξίζει να προσέξουμε περισσότερο –ιδίως όσοι πιστεύουν ακόμη στην Ευρώπη– είναι ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκαν κατηγορηματικά από τη Γερμανία οι προτάσεις για το ευρωομόλογο και την αλλαγή του ρόλου της ΕΚΤ που τόσοι και τόσοι Ευρωπαίοι οικονομολόγοι υποστήριξαν από την αρχή της κρίσης και που όντως θα την έλυναν οριστικά. Τυχόν υιοθέτηση αυτών των προτάσεων θα δρομολογούσε την ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση στην πράξη, αλλά το Βερολίνο δεν θέλει καθόλου την οριστική δέσμευσή του στην ενωμένη Ευρώπη. Με δυο λόγια, η πολιτική βούληση για ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση έχει πλέον εκλείψει.
Μπορεί η ευρωζώνη να παραμένει ακέραιη επειδή οι πολιτικές ηγεσίες του Νότου φοβούνται ότι το κόστος της εξόδου από το ευρώ είναι μεγαλύτερο από το κόστος της παραμονής σε αυτό –αν όχι για τους λαούς, σίγουρα για τις ίδιες–, όμως η ευρωζώνη πλέον αποσαθρώνεται και σαπίζει. Δυστυχώς μαζί της συμπαρασύρει και την παλαιά ιδέα της Ευρώπης ως ένωσης ισότιμων δημοκρατικών κοινωνιών.
……………………………………………………………………………………………………………………………………..
Eurounemployed.blogspot.gr