13/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Kαβαφικά

      Pin It

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο / πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι / πολίτης εις των ιδεών την πόλι. Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, / τούτο προσπάθησε τουλάχιστον / όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις. Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. / Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ / στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γην την χάλασες. Αλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει· / τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, / τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε. Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα / …Η μυστική βοή τούς έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων. Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή, / Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις. Αλλη καταστροφή που δεν την φανταζόμεθαν, / εξαφνική, / ραγδαία πέφτει πάνω μας, / κι ανέτοιμους -πού καιρός πια- μάς συνεπαίρνει. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, / αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι. / Χωρίς αυτήν δεν θα έβγαινες στον δρόμο. / Αλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Ειν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων. / …Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει, / η τόλμη κ’ η απόφασή μας χάνονται. Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή, / εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή. Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες, / τα «Πού οι Ελληνες;» και «Πού τα Ελληνικά»… / Ωστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα θαρρώ. Ο ένας τον άλλον σκουντά και σκουντουφλά / …γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη, / τα ένοιωσαν πια τα βήματα των Ερινύων. Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, / και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν / ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.

 

Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς / που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής. Μέσα στον έκλυτο της νεότητάς μου βίο / μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή. Ιδεώδης εν τη λύπη σου. Μα ποιοι ήσαν τούτοι δεν γνώριζε κανείς, / μήτε ποια η πατρίς του μες στο μέγα πανελλήνιον. Διαβάτη, αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή / του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπέρτατη. Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Αρμένιοι, Μήδοι. Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, / που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. Βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον / ολίγη αγαπημένη πολιτεία, / ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών. Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα / κάθονται των γερόντων η ψυχές. / Τι θλιβερές που είναι η πτωχές / και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε. / Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε. Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν / είναι πτωχοί, πάλι εις μικρόν γενναίοι, / πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε· / πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, / πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους. Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα / που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι / να πούνε. Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ / μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. / …Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. / Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. -Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα / να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους; / Γιατί οι βάρβαροι θα φτάσουν σήμερα· / κ’ αυτοί βαριούνται ευφράδειες και δημηγορίες.

 

Οταν ομιλούν οι ποιητές, ή η ποίησις είναι πολιτική.

 

[email protected]

 

Scroll to top