Θα παρουσιάσει την παράσταση με την οποία περιόδευε όλο το καλοκαίρι. Εχει τίτλο «Από τις Τρύπες στη Γελαστή Ανηφόρα, μια ίσια γραμμή σ’ έναν βρόμικο χάρτη», διότι, πολύ απλά, ακούγονται τραγούδια από τα πρώτα χρόνια με τις Τρύπες ώς τις πιο πρόσφατες απόπειρές του να αφουγκραστεί τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του
Της Μαρίνας Κουβέλη
Ανατρεπτικός και διανοούμενος, ποιητής και συνθέτης, ο Γιάννης Αγγελάκας αν μη τι άλλο είναι από τους πιο συνεπείς δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού. Δεν κρύφτηκε ποτέ, δεν μάσησε τα λόγια του, δεν φοβήθηκε την αυτοκριτική. Ούτε όταν μιλά ούτε όταν τραγουδά ούτε κι όταν γράφει τα ποιήματά του.
Καταλάβαινε άραγε πριν από 20 και πλέον χρόνια ότι τα τραγούδια που έγραφε θα συναγωνίζονταν σε δυναμική τη σύγχρονη δημιουργία; «Δεν νομίζω πως όταν κάποιος γράφει την αλήθεια του έχει το μυαλό του στην υστεροφημία του», λέει. «Τις στιγμές της δημιουργίας αποκαλύπτω το μέσα μου. Θα ήταν, λοιπόν, παράδοξο να ψάχνω συγχρόνως την επιτυχία σε μια τόση ειλικρινή εξομολόγηση. Υπάρχουν, βέβαια, στιγμές που καταλαβαίνεις ότι αυτό που λες θα αγγίξει κάποιους, αλλά το μέλλον γενικά δεν με αφορά».
Με τις Τρύπες ο Γιάννης Αγγελάκας έχει κυκλοφορήσει επτά άλμπουμ. Στη σόλο καριέρα του ηχογράφησε εννέα – με πιο πρόσφατο τη «Γελαστή ανηφόρα». Το παρελθόν έχει νόημα να το ξαναγγίζουμε; «Φυσικά. Eίναι μεγάλη ευτυχία να ανακαλύπτεις ξανά διαφορετικές πτυχές, να διαπιστώνεις ότι η δεύτερη ανάγνωση έχει μυστικά ακόμα να σου πει. Αφήστε που εγώ έχω εμμονές με μερικά τραγούδια, όπως το “Δεν χωράς πουθενά”, το “Ακούω την αγάπη”, το “Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι”, γιατί νομίζω ότι πάντα θα με περιγράφουν. Οπότε την έχω ανάγκη αυτή τη ματιά προς τα πίσω».
Τις επιθυμίες του κόσμου δεν τις λαμβάνει υπ' όψιν; «Αποφεύγω να τραγουδώ αυτά που μου ζητάνε διότι δεν θέλω να με καθοδηγεί η επιθυμία του κοινού ή η παρόρμηση της στιγμής. Η επιλογή που κάνω, όμως, εξαρτάται μόνο από αυτά που νιώθω. Τα παλιά ή νέα τα τραγούδια που βάζω σε ένα πρόγραμμα θέλω να με εκφράζουν την παρούσα στιγμή και να λειτουργούν λυτρωτικά».
Ο καίριος, σκληρός και πολλές φορές λυτρωτικός λόγος του σε συνδυασμό με μια διαρκή αναζήτηση νέων μουσικών δρόμων μοιάζει να περιγράφει χρόνια τώρα την ανθρώπινη περιπέτεια. Πιστεύει άραγε πως τέτοιες στιγμές ένας δημιουργός πρέπει να συμμετέχει στον σχολιασμό της πραγματικότητας; «Εγώ κατά καιρούς θέλω να μιλάω γιατί νιώθω την ανάγκη να απαντάω στη βλακεία που έχουμε μέσα και γύρω μας. Δυστυχώς, είχα την ατυχία ή την τύχη να βλέπω από παλιά πώς μορφώνεται το τέρας το οποίο θρέφαμε».
Προφανώς δεν είναι από εκείνους που πιστεύουν ότι η κρίση μάς έχει βοηθήσει. «Ημουν κι εγώ από εκείνους που έλπιζα ότι η ύφεση θα ήταν ένα χέρι βοηθείας για μια γενικότερη αναβάθμιση: ιδεολογική, πολιτική, αισθητική. Ομως, εμείς διαλέξαμε απερίσκεπτα να γίνουμε ακραίοι. Είναι τόσο θλιβερό πως ακόμα και τώρα η επιλογή μας ήταν ο εύκολος δρόμος. Η αναβάθμιση, η συλλογικότητα θέλει κόπο. Σε στιγμές βαθιάς κρίσης οι άνθρωποι αναγκάζονται να ξεγυμνωθούν, να δείξουν ποιοι πραγματικά είναι. Και τότε έρχεται η Ακροδεξιά και θολώνει τα νερά προκειμένου να εκμεταλλευτεί την απόγνωσή μας. Πατούν πάνω στην πίκρα μας και μας δείχνουν τους νέους φταίχτες, αντί να μας αφήσουν να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Αυτή, λοιπόν, είναι μια κρίση που δημιουργήσαμε μόνοι μας. Θέλω να πιστεύω ότι δεν έχουμε παραδοθεί όλοι άνευ όρων».
Ο ίδιος, πάντως, φαίνεται πως αντιστέκεται με κάθε τρόπο. Παρόλο που τον όρο πολιτικό τραγούδι δεν τον αποδέχτηκε ποτέ. «Αγαπώ και θέλω να υπηρετώ το υπαρξιακό τραγούδι. Να προτείνω, να αυτοσαρκάζομαι, να ειρωνεύομαι, να βγάζω τις μάσκες, να ψάχνω πειστικές απαντήσεις. Αδικούν και περιορίζουν την δουλειά μας όσοι την τοποθετούν κάτω από την πολιτική ομπρέλα. Υποφέραμε αρκετά επί δεκαετίες από τέτοιες ταμπέλες και αυτοπροσδιορισμούς. Δεν ζω για τη στιγμή που θα με αποκαλέσουν πολιτικό συνθέτη. Επίσης δεν χρειάζεται να δηλώνει κανείς πολιτικός δημιουργός για να διαχωρίζει τη θέση του από τη σαβούρα του σκυλάδικου, το οποίο ως γνωστόν υμνεί τα πιο χαμηλά μας ένστικτα και πλέον απροκάλυπτα δηλώνει τις ακροδεξιές του συμπάθειες. Υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να ξεχωρίζεις».
Ομως, η κοινωνία μοιάζει να την έχει ανάγκη την «παρηγοριά» της μουσικής. «Τα χρόνια που ζούμε είναι εξαιρετικά περίεργα. Και ξέρετε, δεν έχει μόνο ενδιαφέρον να παρατηρείς πόσο άλλαξε ο κόσμος από την πρώτη μέρα της κρίσης μέχρι σήμερα, αλλά να δεις την όλη πορεία. Οι μεταπτώσεις και οι αλλαγές στο συλλογικό ασυνείδητο και τα συναισθήματα είναι εντυπωσιακές. Εγώ παρατηρώ πάντα τους ανθρώπους. Την πρώτη χρονιά της κρίσης, για παράδειγμα, έβλεπες τον κόσμο σαστισμένο. Τη δεύτερη περάσαμε στην ελαφριά απόγνωση. Σήμερα οι αντιδράσεις και οι καταστάσεις ξεχειλίζουν οργή. Αυτό που ζούμε μοιάζει σαν μια βαθιά θάλασσα στην οποία πηγαίνουμε χωρίς να έχουμε ιδέα για τον προορισμό. Η απόγνωση του κόσμου είναι εμφανής από τον τρόπο που με προσεγγίζει πια στις συναυλίες. Παλαιότερα έρχονταν στα παρασκήνια για να μου πουν αν και τι τους άρεσε. Σήμερα οι συναυλίες έγιναν τόπος εξομολογήσεων. Είναι συγκινητικό να βλέπεις ανθρώπους που διψούν να μοιραστούν την ανησυχία, την τρέλα, την αγωνία τους».
Υποθέτω, λοιπόν, ότι αν βρισκόταν στη θέση του Σωκράτη Μάλαμα, θα επέτρεπε στους καθηγητές να ανέβουν στη σκηνή και να διαβάσουν το κείμενο διαμαρτυρίας τους. «Δεν μπορώ να πάρω ξεκάθαρη θέση, διότι δεν έχω μιλήσει με τον Σωκράτη για να μου πει το σκεπτικό του. Μου έχει τύχει, ωστόσο, να έχουν ανέβει διάφοροι στη σκηνή για να πάρουν τον λόγο. Νομίζω ότι εγώ θα τους επέτρεπα, διότι στις εποχές που ζούμε πρέπει να αφήνουμε χώρο σε όλους. Με ενδιαφέρει πολύ το μουσικό κομμάτι της ζωής. Οι συναυλίες, είπαμε, έχουν ξεφύγει πια από τα στενά καλλιτεχνικά πλαίσια».
Και κάτι ακόμα: αυτός ο μοναδικός τρόπος που έχει να προσεγγίζει τους νέους είναι κληρονομιά από τις Τρύπες; «Εχει να κάνει με τον τρόπο που σκέφτομαι, με το πώς διαχειρίζομαι τις εντάσεις, με το γεγονός ότι παραμένω ανήσυχος. Υπάρχει μια λατρεία στα νιάτα, αλλά η νεότητα είναι state of mind. Είναι δηλαδή μια πνευματική κατάσταση. Υπερασπίζομαι την ελεύθερη σκέψη ανεξαρτήτως ηλικίας. Δεν είναι πάντα όλοι οι νέοι ιδανικοί ακροατές. Μην ξεχνάμε ότι κάποιοι 18άρηδες ακούνε Πάολα».
Ιnfo: Κυριακή 22/9. Ωρα έναρξης: 21.00. Τιμή εισιτηρίου: Στην προπώληση 10€, την ημέρα της συναυλίας στα ταμεία του Θεάτρου Βράχων:12€.