15/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Από τη «Χειμάρρα» στη «Φαλκονέρα» και πάλι πίσω

Παναγής Παναγιωτόπουλος «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000» Πόλις, 2013, 483 σελ.
      Pin It

Παναγής Παναγιωτόπουλος
«Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000»
Πόλις, 2013, 483 σελ.

 

 

 

Του Γιάννη Τσίρμπα

 

Σε μια εποχή που όλα είναι υπέρ το δέον πολιτικοποιημένα, το να καταπιάνεσαι με κάτι εκ πρώτης όψεως μη πολιτικό, όπως οι τεχνολογικές καταστροφές -και μάλιστα με τελευταίο χρονικό σημείο το 2000- μοιάζει ανεπίκαιρο. Και μάλλον είναι. Χωρίς, όμως, τελικά αυτό να αποτελεί μειονέκτημα. Αντίθετα, ανοίγοντας μια «πίσω πόρτα» σε γεγονότα και φαινόμενα του παρελθόντος, των οποίων το νήμα με το παρόν δεν έχει κοπεί, δύναται κανείς να ανακαλύψει ενδιαφέρουσες ερμηνείες πτυχών του κοινωνικού φαινομένου.

 

Αυτή είναι η ερευνητική στρατηγική που ακολουθεί στο νέο του βιβλίο «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου» ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγής Παναγιωτόπουλος, αν και δεν αντιστέκεται τελικά στον πειρασμό να κάνει «προσωρινά» σχόλια από το «παρόν» της κρίσης, που τελικά δεν προσθέτουν κάτι στη συμπαγή ερευνητική δουλειά του. Ο Παναγιωτόπουλος εξετάζει τρία ναυάγια στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα και τον τρόπο αντιμετώπισής τους από το κράτος και την κοινωνία: του «Χειμάρρα» το 1947, του «Ηράκλειον» το 1966, που έχει μείνει γνωστό στη συλλογική μνήμη ως «Φαλκονέρα» από το σημείο όπου συνέβη, και του «Σάμινα» το 2000.

 

Τα ναυάγια και οι καταστροφές εν γένει δημιουργούν οιονεί πειραματικές συνθήκες, διαταράσσοντας τη ρουτίνα της κοινωνικής ζωής και επιτελώντας δύο βασικές λειτουργίες: αποτελούν ρήξεις που καταρρίπτουν τις συλλογικές ψευδαισθήσεις περί της γραμμικά ανοδικής πορείας των κοινωνιών και λειτουργούν ως καταλύτες εμφάνισης κοινωνικών συγκρούσεων και τάσεων που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν λανθάνουσες. Τα δυστυχήματα φέρνουν, δηλαδή, στο προσκήνιο «νέο» υλικό προς μελέτη και αυτό εκμεταλλεύεται ο Παναγιωτόπουλος.

 

Ο συγγραφέας κινείται στο πεδίο της κοινωνιολογίας της ανακλαστικής νεωτερικότητας και της μελέτης της σύγχρονης ατομικότητας, ενώ δανείζεται τη θεωρητική του αφετηρία από το έργο του γνωστού Γερμανού θεωρητικού Ούλριχ Μπεκ που έχει γράψει εκτενώς ήδη από τη δεκαετία του 1990 για την κοινωνία της διακινδύνευσης, για μια νέα προσέγγιση του κοινωνικού εκσυγχρονισμού και μια διαφορετική αντίληψη του πολιτικού. Ειδικότερα, η θεωρητική ανάλυση, που αναπτύσσεται διεξοδικά στο πρώτο μέρος, βασίζεται στην έννοια της «υπο-πολιτικής» του Μπεκ, δηλαδή των διαδικασιών εκείνων που συμβαίνουν παράλληλα στις κεντρικές πολιτικές διεργασίες και συχνά δημιουργούν νέες ταυτότητες και οργανώνουν τα άτομα σε νέες συλλογικότητες. Μέσω των τριών ναυαγίων (αλλά και άλλων καταστροφών), ως κατεξοχήν αφορμών παραγωγής «υποπολιτικής», διερευνώνται οι εξελίξεις στο επίπεδο της ατομικότητας και του κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Η κεντρική επιλογή τους δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά συνάδει με μια αδρή περιοδολόγηση της μεταπολεμικής Ελλάδας: η μετα-κατοχική χώρα της ανέχειας και του Εμφυλίου, η «ελεγχόμενη» δημοκρατία και αναπτυσσόμενη οικονομία της δεκαετίας του 1960 και η «εκσυγχρονιστική» αυγή της δεκαετίας του 2000.

 

Ο Παναγιωτόπουλος προτείνει μια ενδιαφέρουσα κατηγοριοποίηση πέντε «πεδίων παρατήρησης» των δυστυχημάτων ως κοινωνικών δεικτών, από τα οποία το πρώτο είναι, προφανώς, η εμπειρική-πραγματολογική προσέγγιση των συνθηκών του κάθε δυστυχήματος. Τα υπόλοιπα αφορούν τη θεσμική διερεύνηση των συνθηκών του δυστυχήματος, την εξατομικευμένη βίωση της συλλογικής καταστροφής, τις παραμέτρους μιας ενδεχόμενης δημόσιας καταγγελίας και του συλλογικού σκανδαλισμού που συνεπάγεται ένα δυστύχημα και, τέλος, την ανάπτυξη νέων ταυτοτήτων πάνω στο εύφορο έδαφος της ευρείας αίσθησης θυματοποίησης που επικρατεί έπειτα από τέτοια γεγονότα.

 

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, με χρήση πλούσιου ερευνητικού υλικού, χωρίς όμως να αποφεύγονται θεωρητικές επαναλήψεις από το πρώτο μέρος, αναλύεται κάθε ναυάγιο με βάση τα παραπάνω πεδία:

 

Το ναυάγιο του «Χειμάρρα» χαρακτηρίζεται από ουσιαστική απουσία διερεύνησης, ενώ η βαθιά εμφυλιοπολεμική διαίρεση αναπαρήχθη όχι μόνο κατά την αντιμετώπισή του στην πολιτική δημόσια σφαίρα, αλλά ακόμα και κατά τη διάρκεια του ναυαγίου. Η πρόσληψή του δεν ήταν εξατομικευμένη, δεν γέννησε κάποιο κοινωνικό αίτημα, δεν δημιούργησε νέες ταυτότητες, αλλά εντάχθηκε πλήρως στην κυρίαρχη διαίρεση. Τα θύματα δεν ήταν παρά πολεμικές απώλειες. Αντίθετα, το ναυάγιο του «Ηράκλειον», όχι μόνο διαλευκάνθηκε πλήρως, αλλά δημιούργησε συλλογικές ταυτότητες και αιτήματα εκσυγχρονισμού, ενώ, αν και συζητήθηκε και σε πολιτικό επίπεδο, αυτονομήθηκε από την κυριαρχία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Τέλος, το ναυάγιο του «Σάμινα» διερευνήθηκε μεν, απορροφήθηκε από την κεντρική πολιτική αφήγηση δε, σε μια εποχή αυξημένων απαιτήσεων από το κράτος και αυξημένης ισχύος των ΜΜΕ, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, αν και επιλέγει να μην ασχοληθεί συστηματικά με τις λειτουργίες που επιτελούν, κάτι που θα καθιστούσε ακόμα πιο πλήρη την ανάλυσή του.

 

Η χρησιμότητα της έρευνας του Παναγιωτόπουλου αναδεικνύεται αν κάποιος εφαρμόσει πειραματικά τη μεθοδολογία του σε πρόσφατα δυστυχήματα, άλλης βέβαια κλίμακας, όπως το τραγικό περιστατικό με τους φοιτητές που έχασαν τη ζωή τους στη Λάρισα τον Μάρτιο του 2013, χρησιμοποιώντας ένα μαγκάλι για να ζεσταθούν. Δεν χρειάζεται παρά μια σύντομη αναδρομή στον Τύπο και τις πολιτικές δηλώσεις της εποχής για να διαπιστωθεί ότι σήμερα βρισκόμαστε εγγύτερα σε συνθήκες «Χειμάρρας» παρά «Φαλκονέρας».

 

Τελικά, το συγκεκριμένο βιβλίο συμβάλλει στην κατανόηση ότι η κρίση –που κατά μία έννοια προσιδιάζει σε συλλογικό «δυστύχημα», αφού διέρρηξε βίαια μια σειρά βεβαιοτήτων– φαίνεται να είναι σύμφυτη με την κυριαρχία συμπαντικών αφηγήσεων. Για την επανεμφάνιση συνθηκών εκσυγχρονισμού, ατομικής χειραφέτησης και δημιουργίας νέων, «παράλληλων» συλλογικοτήτων, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κοινωνική ειρήνευση, ο δρόμος προς την οποία όμως κάθε άλλο παρά γνωστός και συμφωνημένος είναι.

 

Scroll to top