Η κατάργηση της υποχρέωσης αναγραφής χώρας προέλευσης σήμανε την έναρξη «κόντρας» μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών που διαγκωνίζονται σε μια αγορά 700 εκατ. ευρώ
Του Βασίλη Γεώργα
Οι Ελληνες πίνουμε εδώ και χρόνια το ακριβότερο γάλα σε όλη την Ευρώπη πληρώνοντας από 1,30 έως 1,60 ευρώ για κάθε λίτρο, ωστόσο κάθε φορά που κάποιος απειλεί να απογυμνώσει τη βιομηχανία γάλακτος από το προστατευτικό κουκούλι των ειδικών ρυθμίσεων, κτηνοτρόφοι και βιομήχανοι βγαίνουν στα κάγκελα για να υπερασπιστούν τον τζίρο των περίπου 700 εκατ. ευρώ που δημιουργείται γύρω από το γάλα.
Σε μια αγορά που φθίνει από πλευράς παραγωγής, που αντιμετωπίζει υπέρογκο λειτουργικό κόστος και έχει μάθει να λειτουργεί και να κερδίζει ως επί το πλείστον σε καθεστώς ελεγχόμενου ανταγωνισμού, οι εισαγωγές και οι πολυεθνικές αποτελούν «κόκκινο πανί».
Οι Ελληνες παραγωγοί και γαλακτοβιομήχανοι έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να μπλοκάρουν τις πολυεθνικές με δύο τρόπους για να προστατεύουν τα συμφέροντά τους:
• Με τη ρύθμιση που χαρακτηρίζει «φρέσκο γάλα» αυτό που πρέπει να καταναλωθεί εντός πέντε ημερών, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη το φρέσκο έχει διάρκεια 9-10 ημερών.
• Και με την υποχρεωτική αναγραφή σε όλες τις συσκευασίες γάλακτος της χώρας προέλευσης της πρώτης ύλης.
Στην πρώτη περίπτωση, οι εισαγωγές «φρέσκου» γάλακτος καθίστανται πρακτικά απαγορευτικές αφού το γάλα δεν προλαβαίνει να εισαχθεί, να διανεμηθεί και να καταναλωθεί μέσα σε πέντε ημέρες. Ετσι ωφελούνται οι Ελληνες παραγωγοί. Οσες προσπάθειες έγιναν στο παρελθόν να επιμηκυνθεί χρονικά η νομική διάρκεια ζωής του «φρέσκου» γάλακτος, με πρόφαση την πτώση των τιμών, πυροδότησαν θύελλα αντιδράσεων και έπεσαν στο κενό.
Κανένας έλεγχος
Στη δεύτερη περίπτωση, η υποχρεωτική αναγραφή της «εθνικότητας» λειτουργεί υπέρ των προϊόντων ελληνικής παραγωγής, λόγω της στροφής των καταναλωτών στην κατανάλωση εγχώριων προϊόντων. Την περασμένη εβδομάδα η ελληνική γαλακτοβιομηχανία «κλονίστηκε» όταν οι βιομήχανοι σήκωσαν ψηλά το θέμα της κατάργησης της «ελληνικότητας» του γάλακτος. Της υποχρέωσης δηλαδή που είχε επιβάλει το ελληνικό κράτος από το 2009, κόντρα στην κοινοτική νομοθεσία, να αναγράφεται σε όλες τις συσκευασίες η χώρα προέλευσης της πρώτης ύλης. Αν δηλαδή είναι «ελληνικό», «γερμανικό», «ολλανδικό» κ.ο.κ.
Η ρύθμιση αυτή έχει λειτουργήσει όλα αυτά τα χρόνια ως «όπλο» του marketing απέναντι στις εισαγωγές και στις πωλήσεις γάλακτος από το εξωτερικό. Το ίδιο το κράτος «αβαντάρισε» τη στροφή των καταναλωτών σε σήματα ελληνικής προέλευσης, στην πραγματικότητα ωστόσο ουδέποτε ήταν σε θέση -ελλείψει ελεγκτικών μηχανισμών και κανόνων πιστοποίησης- να διασφαλίσει ότι πράγματι το γάλα που αγοράζουμε είναι 100% «ελληνικής παραγωγής» ή αποτελεί προϊόν πρόσμιξης.
Η προστατευτική αυτή διάταξη καταργήθηκε πρόσφατα με το νέο αγορανομικό, αφού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει απορρίψει στο παρελθόν το σχετικό αίτημα χωρών, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία κ.ά., να είναι υποχρεωτική η αναγραφή της χώρας προέλευσης. Πλέον, όποιος θέλει μπορεί να το αναφέρει προαιρετικά, και όποιος δεν θέλει, δεν το κάνει. Η ολλανδική Friesland (ΝΟΥΝΟΥ) ήταν η πρώτη που έσπευσε ήδη από την άνοιξη να αφαιρέσει τη σήμανση της «εθνικότητας» των προϊόντων της από τις συσκευασίες της, μια εξέλιξη που αποτέλεσε αιτία πολέμου των ελληνικών γαλακτοβιομηχανιών με τις πολυεθνικές.
Οι πολυεθνικές
Η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου, ο όμιλος Vivartia (ΔΕΛΤΑ), αφού πρώτα συναντήθηκε σε επίπεδο κορυφής με τον υφυπουργό Ανάπτυξης Θανάση Σκορδά, στη συνέχεια κάλεσε δημοσίως σε συστράτευση κατά των πολυεθνικών:
«Η απόφαση [για τη μη αναγραφή της προέλευσης του γάλακτος] εξυπηρετεί συμφέροντα πολυεθνικών εταιρειών, που ωφελούνται από την κατάργηση της συγκεκριμένης διάταξης, για να μην έχουν την υποχρέωση να αποκαλύπτουν την προέλευση των πρώτων υλών που χρησιμοποιούν» υποστηρίζει σε ανακοίνωσή της, επισημαίνοντας πως «είναι πλέον εξαιρετικά κρίσιμο για το μέλλον του ελληνικού γάλακτος, των ελληνικών προϊόντων και της ελληνικής οικονομίας εν γένει, να υπάρξει συσπείρωση και αντίδραση της Πολιτείας, των ελληνικών επιχειρήσεων και παραγωγών, αλλά και των καταναλωτών, ώστε μέσα στο καθεστώς της ευρωπαϊκής νομιμότητας να βρεθούν άλλοι τρόποι αντίδρασης και προάσπισης των ελληνικών συμφερόντων».
«Ελληνικό σήμα»
Ανάλογη θέση υιοθέτησε και ο ΣΥΡΙΖΑ, που υποστήριξε πως η απόφαση ευνοεί συγκεκριμένες πολυεθνικές, αναφέροντας χαρακτηριστικά τη Nestle, η οποία ανταπάντησε πως δεν δραστηριοποιείται στην αγορά γάλακτος στην Ελλάδα (έχει πουλήσει τη μονάδα της στη Vivartia).
Με μεγάλη καθυστέρηση, η κυβέρνηση προσπαθεί τώρα να δημιουργήσει τη διάδοχη κατάσταση που ακούει στο όνομα «ελληνικό σήμα». Η χρήση του θα είναι προαιρετική από τις βιομηχανίες, αλλά μόνο από εκείνες που έχουν πιστοποιηθεί. Το «μυστικό» θα είναι στα κριτήρια που θα ισχύσουν, αφού οι ελληνικές βιομηχανίες ασκούν ισχυρές πιέσεις ώστε οι ξένες πολυεθνικές να μην μπορούν να το χρησιμοποιήσουν, ακόμη και αν διαθέτουν εγκαταστάσεις παραγωγής στην Ελλάδα. Μερικά από τα βασικά κριτήρια που «διέρρευσαν» από το ΥΠΑΝ είναι η υποχρεωτική αναγραφή της «ελληνικής» προέλευσης της πρώτης ύλης σε όλα τα συνοδευτικά έγγραφα, η τήρηση αρχείου προμηθευτών, η ιχνηλασιμότητα σε όλα τα στάδια από τον παραγωγό μέχρι τον έμπορο, η υποχρεωτική παραγωγή και επεξεργασία του γάλακτος σε μονάδες που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα κ.ά.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Το πληρώνουμε μέχρι και 50% ακριβότερα
Στην Ελλάδα ένα λίτρο γάλακτος κοστίζει μέχρι και 40-50% ακριβότερα από όσο στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι καταναλωτές πληρώνουν λιγότερο από 1 ευρώ. Αιτία είναι, σύμφωνα με τους βιομηχάνους και τους παραγωγούς, το υψηλό κόστος και όχι τα μεγάλα περιθώρια κέρδους ή η απουσία ανταγωνισμού και οι περιορισμένες εισαγωγές, ειδικά στο «φρέσκο» γάλα.
Η αλυσίδα της ακρίβειας ξεκινά από τις τιμές παραγωγού, αφού στην Ελλάδα οι κτηνοτρόφοι είναι από τους πιο καλοπληρωμένους σε όλη την Ευρώπη (μετά την Κύπρο, τη Μάλτα και τη Φινλανδία) λαμβάνοντας, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΟΓΑΚ (Ιούνιος), περί τα 44 λεπτά για κάθε λίτρο γάλακτος που πωλούν, όταν η μέση τιμή παραγωγού στην Ε.Ε. των 27 είναι 0,35 λεπτά.
Μέχρι τα ράφια των σούπερ μάρκετ έχουν προστεθεί στην τιμή τουλάχιστον 1 έως 1,2 ευρώ επιπλέον από τη βιομηχανία και τους λιανέμπορους, που υποστηρίζουν πως είναι πολύ υψηλά τα κόστη συλλογής, επεξεργασίας και διάθεσης (μεταφορικά, ενεργειακό κόστος, επιστροφές κ.ά).
Παρά τις υψηλές τιμές, πάντως, η κτηνοτροφία φθίνει σταθερά στη χώρα μας. Η ετήσια παραγωγή υποχωρεί με ρυθμό 3-5% τα τελευταία χρόνια και έχει μειωθεί σήμερα στα επίπεδα των 600.000 τόνων, όταν η ποσόστωση που δικαιούται η Ελλάδα φτάνει στους 850.000 τόνους. Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των κτηνοτρόφων που απασχολούνται επαγγελματικά με την παραγωγή γάλακτος έχει συρρικνωθεί δραματικά (σ.σ. και λόγω της μεγέθυνσης των μονάδων) και από τους 11.000 το 2001 φτάνουν σήμερα τους 3.100.