30/12/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το τελευταίο ποδαρικό

      Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Aνέκδοτο διήγημα του βραβευμένου πεοζγράφου Γιώργου Συμπάρδη

 

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 

 

Το βράδυ της παραμονής, στο τραπέζι της κουζίνας μετά το φαΐ, οι τέσσερίς μας παίζαμε τριάντα ένα. Συνήθως κέρδιζε ο πατέρας μου, κάποτε κι ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός μου, σπάνια η μητέρα μου, σπάνια κι εγώ. Ο πατέρας μου αναγάλλιαζε. Το νέο έτος, το ερχόμενο στρουμπουλό ροζ αγοράκι, έμοιαζε να του χαμογελάει κι εκείνος, που σώριαζε σε ομοιόμορφες μικρές στοίβες τα πενηνταράκια της συντροφιάς, προσώρας μαλάκωνε.

 

Εβαζαν ύστερα εμάς τα παιδιά για ύπνο κι υποδεχόντουσαν τον καινούργιο χρόνο μόνοι τους. Ηξερα ότι λίγο μετά τα μεσάνυχτα ο πατέρας μου έβγαινε κι έκανε μια βόλτα στην αυλή και μέχρι έξω στον δρόμο. Υστερα ξανάμπαινε στο σπίτι, γιατί κανέναν άλλο δεν εμπιστευόταν, και μας έκανε ποδαρικό.

 

Πέντε ώρες αργότερα άναβε το φως, μια γυμνή λάμπα ψηλά πάνω από το κεφάλι μου, και ξυπνούσα. Με σκούνταγε η μητέρα μου που ήταν ακόμα με το νυχτικό. Εφερνε μια καθαρή αλλαξιά και τα παπούτσια τα πρωτοφορεμένα τα Χριστούγεννα και με έβιαζε να πλυθώ και να ντυθώ. Μετά καθόταν απέναντί μου στο τραπέζι. «Θα κατέβεις ίσια κάτω τη Νικολαΐδου και στην παραλία θα στρίψεις αριστερά, όχι από τα σκοτεινά – απ' τα φώτα θα πηγαίνεις κι από το πεζοδρόμιο». Ξέρω, ξέρω, της απαντούσα. «Ξέρεις, αλλά κάνεις πάντα του κεφαλιού σου».

 

Μέχρι να τελειώσω το κολατσιό -ένα φλιτζάνι τσάι και μια φέτα ψωμί- εκείνη γέμιζε το καλύτερο πιάτο της πιατοθήκης της με κουριαμπιέδες και μελομακάρονα. Στο κέντρο της ίδιας πάντοτε κολλαρισμένης άσπρης πετσέτας τοποθετούσε το πιάτο. Ορθωνε ύστερα και ένωνε τις τέσσερις γωνιές της πετσέτας σε λαβή και μου την έδινε στο χέρι.

 

Αν δεν ήμουν υποχρεωμένος να κοιτάζω συνέχεια μπροστά για να προσέχω το πιάτο «σαν τα μάτια μου», όπως μου 'τρωγε τ' αυτιά η μάνα μου, κι αν μπορούσα να ρίξω μια τελευταία κλεφτή ματιά πίσω, θα την έβλεπα να στέκεται με το νυχτικό στην εξώπορτα και να με σταυρώνει.

 

Από το σπίτι μας μέχρι το πατρικό της σπίτι μπροστά στη θάλασσα, όποια διαδρομή και να επέλεγα, μιας γεμάτης ώρας δρόμο έκανα. Στο διάβα μου συναντούσα αρκετά κάπως μεγαλύτερα αγόρια αλλά και μερικούς συνομήλικους καθώς και κάνα δυο θαρραλέα κορίτσια που ακολουθούσαν την ίδια ή αντίστροφη πορεία και κρατούσαν παρόμοια πεσκέσια. Νύχτα είχα ξεκινήσει και νύχτα έφτανα, με τον ουρανό ακόμα γεμάτον αστέρια.

 

Τη χαραυγή του 1957, την τρίτη στη συνέχεια Πρωτοχρονιά που τους χτυπούσα την πόρτα, αντί για τον παππού μού άνοιξε η γιαγιά. Μπήκα, όπως ήξερα, με το δεξί, πρόφερα τις ευχές που με είχαν ορμηνέψει και, με το πιάτο στο ξυλιασμένο χέρι, υπέμεινα τα φιλιά της.

 

Ρώτησα «πού είναι ο παππούς ο Χρίστος» -έτσι τον έλεγα- και μου έδειξε την κλειστή πόρτα που οδηγούσε στη σάλα. Ανοιξα και τον είδα καθισμένο στην κεφαλή του τραπεζιού και ντυμένο για άλλη μια φορά, για προτελευταία φορά, με τα καλά του: καινούργια παπούτσια, κοστούμι, κάτασπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα.

 

Ο παππούς ο Χρίστος δεν με φιλούσε – μου χάιδευε το κοντοκουρεμένο κεφάλι. Εγώ του φιλούσα το χέρι. «Αχ, μωρέ», έλεγε με παράπονο στη μάνα μου, «τόσο πολύ που μου μοιάζει αυτό το παιδί, γιατί δεν μου το βγάλατε Χρίστο;».

 

Η μόνη ομοιότητα που μπορούσα να διακρίνω εγώ τότε ήταν τα στραβά κανιά και των δυο μας. Παιδικές φωτογραφίες του δεν υπήρχαν για να κάνω τη σύγκριση κι έπρεπε να ενηλικιωθώ για να διαπιστώσω ότι μοιάζαμε. Στο μεταξύ, μου αρκούσαν οι μαρτυρίες των συγγενών αλλά κι ο μποναμάς. Γιατί το χαρτονόμισμα που μου 'βαζε στην τσέπη, σαν έφευγα, ήταν σημάδι της αγάπης ανθρώπου που μεροληπτούσε.

 

Το πιάτο ξαναγύριζε στο σπίτι μας γεμάτο με τις δίπλες που μόνον η γιαγιά ήξερε να φτιάχνει. Τέτοιες δίπλες δεν ξαναφάγαμε. Τον Φεβρουάριο του ’57 ο παππούς χειρουργήθηκε για προστάτη. Πέθανε πέντε μέρες αργότερα κι η γιαγιά, που μετακόμισε στην άλλη κόρη της, έπαψε να τις φτιάχνει.

 

Λίγο μετά την εγχείρηση, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν και σφάδαζε, όταν τον ρώτησα πού πονάει, ο παππούς ο Χρίστος δεν δίστασε, «στη φύση, αγόρι μου» απάντησε, λέξεις που τις θυμάμαι. Στα νιάτα του υπήρξε κεραμέας και στην Κατοχή ψάρευε και ζούσαν. Υστερα δούλεψε σε οικοδομές και φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι. Οταν το λιμάνι έκλεισε, αγόρασε μια βάρκα και ξαναέγινε ψαράς.

 

Γ. Συμπάρδης

 

Scroll to top