Pin It

της Αναστασίας Τσουκαλά*

Ο Alfredo Romano είναι καλλιτέχνης. Όχι επειδή μπορεί να δημιουργεί αισθητικά άρτια έργα. Αλλά επειδή αντέχει να βουλιάζει βαθιά μέσα του για να φέρει τον υπαρξιακό του πόνο στο φως, μετουσιώνοντάς τον βάσει αυστηρών αισθητικών κανόνων σε εικόνες που αγγίζουν το κοινό του μέσα από υπόγειες διαδρομές. Ο Alfredo Romano ενσαρκώνει την τέχνη γιατί η εικαστική του γλώσσα είναι βουτηγμένη στην αλήθεια της δικής του οδύνης πριν ανιχνεύσει την οδύνη των ανθρώπων – αυτών για τους οποίους θρηνεί, και αυτών στους οποίους απευθύνεται.

Ο Romano διαμόρφωσε το εικαστικό του βλέμμα χωρίς να δεσμευτεί από τα όρια των κυρίαρχων ρευμάτων της τέχνης. Με την άνεση του γνώστη των θεωρητικών προβληματισμών και λειτουργικών προκλήσεων των διαφόρων σχολών και τάσεων, δεν διστάζει να διατρέξει όλο το πεδίο της σύγχρονης τέχνης, παίρνοντας στοιχεία από την Arte Povera, τον μινιμαλισμό και την εννοιολογική τέχνη, και να τα παντρέψει με διαχρονικές επιρροές που ξεκινούν από τη σικελική εικαστική παράδοση, περνούν από τον Goya και φτάνουν ώς τον Joseph Beus. Ο εικαστικός λόγος του, ψυχρά εγκεφαλικός αλλά και απελπισμένα συναισθηματικός, εξελίσσεται από τη μιά έκθεση στην άλλη, λες και ο καλλιτέχνης θέλει να δαμάσει ολοένα και περισσότερα εκφραστικά μέσα. Αρθρώνεται εξίσου ισχυρά μέσα από πίνακες, γλυπτά και εγκαταστάσεις όσο και μέσα από την ποίηση. Η δραματικότητά του εκφέρεται όμως πάντα βίαια χάρη σε ένα παιγνίδι αντιθέσεων. Η ουσία των πραγμάτων γίνεται νοητή και ορατή μόνο όταν τίθεται κανείς στο όριο, στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του είναι και του μη-είναι, εκεί όπου το ίδιον δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το αντίθετό του, εκεί όπου συντελείται η ακύρωση των αντιθέσεων. Άλλοτε είναι το θερμό που συνυπάρχει με το ψυχρό, και άλλοτε είναι ο θόρυβος που γίνεται ένα με τη σιωπή, το φως που εναρμονίζεται με το σκοτάδι, η παρουσία που ολοκληρώνεται από την απουσία, η ζωή που πραγματώνεται με τον θάνατο.

Άρρηκτα δεμένος με τη Σικελία, τον γενέθλιο τόπο του που λειτουργεί μόνιμα ως υπόβαθρο και πλαίσιο της εικαστικής και ποιητικής του δημιουργίας, ο Romano αναπτύσσει έναν αέναο διάλογο με τον χώρο και τον χρόνο αποκρυπτογραφώντας την πραγματικότητα με σύμβολα. Βασισμένα σε χρώματα ιερατικά – μαύρο, χρυσό, πορφυρό – που παραπέμπουν στην έννοια της θυσίας και της κάθαρσης, τα εικαστικά του περιβάλλοντα δομούνται πάνω σε θραύσματα εικόνων και λόγων που, λόγω ακριβώς της ασυνέχειάς τους, δημιουργούν την αίσθηση της συνέχειας. Μιας συνέχειας που απορρέει από επαναλαμβανόμενα αρχετυπικά σχήματα, τελετουργικά διευθετημένα μέσα στον χώρο προκειμένου να αναδείξουν την ιερότητα της ανθρώπινης υπόστασης και της ιστορίας της, αναψηλαφώντας την μέσα από τα ίχνη της μνήμης. Όχι οποιασδήποτε μνήμης. Της μνήμης της οδύνης.

Η αίσθηση θανάτου που πλανιέται πάνω από κάθε έργο, η υπόκωφη αγωνία που διατρέχει όλη την απόπειρα διατύπωσης του άφατου, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μορφές καταγραφής του πόνου, της βίας, του εύθραυστου της ζωής. Ο Romano έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη δεν σταματάει στην αναζήτηση αισθητικών λύσεων αλλά οφείλει να αποκτά μια ηθική διάσταση διότι απώτερος σκοπός του είναι η ανάδειξη του μεγαλείου της ανθρώπινης υπόστασης. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μόνο όταν η τέχνη οδηγεί στο χτίσιμο μιας νοερής γέφυρας μεταξύ του Εγώ και του Άλλου. Η συνειδητοποίηση του ανθρώπινου πόνου και η καταγγελία του, η αλληλεγγύη, η ενσυναίσθηση – αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία του καλλιτέχνη που έχει την αξίωση να ζήσει πλήρως στην εποχή του. Η αποδοχή ότι το Εγώ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον Άλλον δεν τίθεται σε μεταφυσικά πλαίσια, ούτε υιοθετεί ιδεολογικά κριτήρια. Αναπτύσσεται οντολογικά, σχεδόν βιωματικά, μέσα από την ενσωμάτωση και μετουσίωση του καθημερινού πόνου. Τα θύματα των κοινωνικών αδικιών, όσοι βιώνουν την εξαθλίωση, όσοι στοχοποιούνται από μηχανισμoύς καταστολής, όσοι βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο, ή είναι αντιμέτωποι με ασθένειες και τον θάνατο, αυτοί είναι που συνοψίζουν την ανθρωπότητα που αγκαλιάζει ο Romano – για να καταγγείλει τα πάθη της, να μοιραστεί τον πόνο της, και να αναδείξει την ιερότητά της, ούτως ώστε να μπορέσει ο ίδιος να συνεχίσει να υπάρχει την επόμενη μέρα. Ούτως ώστε να βρεθεί, ή να επανεφευρεθεί, ένα κέντρο, ένα σημείο αναφοράς, μια ενότητα μέσα στη διασπαστική λειτουργία της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας.

Αυτό που αποτυπώνει ο Romano δεν είναι τα θύματα αυτά καθεαυτά, αλλά την πληγωμένη υπόστασή τους. Ακόμα και όταν επιλέγει να ψηλαφήσει την οδύνη μέσα από την απεικόνιση ανθρώπινων μορφών, οι εικόνες τους αναδύονται ακαθόριστα από ένα μισοσβησμένο παρελθόν. Άλλοτε χρησιμοποιείται αμιγώς φωτογραφικό υλικό και άλλοτε οι φωτογραφίες έχουν δεχτεί την επέμβασή του βάσει των προσωπικών του βιωμάτων, με γνώμονα τη δική του μνήμη. Το καταγεγραμμένο γεγονός διατηρεί την αυτοτέλειά του αλλά, καθώς ταυτόχρονα μετατρέπεται σε προσωπική εμπειρία, αυτό που παρουσιάζεται στο κοινό είναι ένα κράμα προσωπικού-συλλογικού βιώματος. Μια αναπαράσταση της μνήμης της οδύνης έξω από την ιστορία, η οποία βυθίζει τον θεατή σε μια άχρονη διάσταση πέρα από τον χώρο του συνειδητού για να τον οδηγήσει στην υπόμνηση μιας αρχέγονης συμπαντικής τάξης πραγμάτων.

Η υπαρξιακή αγωνία του Romano και η υπέρβασή της μέσα από το άνοιγμα του ατόμου προς την ετερότητα τέμνονται αβίαστα με τις αξίες που υποτείνουν το έργο της Διεθνούς Αμνηστίας. Η συνεργασία του με το δίκτυο «Ασφάλεια με ανθρώπινα δικαιώματα. Αστυνομική βία και αυθαιρεσία» του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας, για τη διοργάνωση σχετικής έκθεσης/συζήτησης, εμπλουτίζει τον λόγο-καταγγελία της Διεθνούς Αμνηστίας απεικονίζοντας την άρρητη οδύνη του ανθρώπου μπροστά στην ανεξέλεγκτη κρατική βία.

Alfredo Romano - «Μια γενιά λιγότερη. Ανάμεσα στα φώτα και τις σκιές»

Camp : Ευπόλιδος 4 & Απελλού 2, Πλατεία Κοτζιά 19-21 Σεπτεμβρίου 2013 (14.00 – 21.00)

* αναπλ. καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Πανεπιστήμιο Paris XI

Scroll to top