Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Το παρατσούκλι του είναι Γκάιγκερ, όπως ο ανιχνευτής της ραδιενέργειας: μια μεταφορά για τον συγγραφέα που ψάχνει και ψάχνεται. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το τοπίο είναι τόσο «ραδιενεργό», που το έξυπνο μηχάνημα έχει βραχυκυκλωθεί. Κι ο συγγραφέας, σαν να έχει γίνει πολλοί που παρασύρονται να ψάχνουν ο καθένας κάτι διαφορετικό. Ποιος είναι εντέλει ο πραγματικός εαυτός του, ποιος ο καινούργιος ρόλος του και πόσο ελεύθερος είναι να τον πραγματώσει στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και του facebook, που τόσο πολύ επηρεάζουν τη συνείδηση και την υποκειμενικότητά μας. Μήπως τελικά το είδος αυτό του ανήσυχου συγγραφέα είναι λίγο soft για την εποχή μας;
Ο «Γκάιγκερ» είναι ο Ανδρέας Αριθμέντης, αλλοτινό παιδί-θαύμα, αρχιτέκτονας και συγγραφέας, γιος και αδελφός φιλόδοξων συγγραφέων, αφηγητής και ενορχηστρωτής αφηγήσεων στη Μοναδική οικογένεια (εκδ. Πόλις), το πρώτο μυθιστόρημα του Λευτέρη Καλοσπύρου.
Αυτός ο 33χρονος διοπτροφόρος που διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών, κάνει την είσοδό του στα ελληνικά γράμματα εστιάζοντας σε ένα θέμα απαιτητικό και οικουμενικό που το πραγματεύεται με έναν σύνθετο τρόπο και αξιοσημείωτη αφηγηματική μαεστρία. Είναι ο ηθικός ρόλος του συγγραφέα στις σύγχρονες κοινωνίες του 21ου αιώνα. «Είναι πιο δύσκολο σήμερα, να κρατήσουμε τον έλεγχο του εαυτού μας ενώ ακολουθούμε τη σκέψη ενός πλήθους «φίλων»», μου σχολίαζε ο Καλοσπύρος. «Ο σύγχρονος άνθρωπος που κολυμπά σε πληροφορίες μπορεί να είναι πιο έξυπνος αλλά δεν καταφέρνει να ζει καλύτερα. Μπορεί να επινοεί εναλλακτικά προφίλ αλλά δεν προλαβαίνει να σκεφτεί τον εαυτό του. Ομως για μένα, μια ζωή ανεξερεύνητη, δεν αξίζει να βιωθεί».
Ο Αριθμέντης ειδικότερα, σχεδιάζει να αυτοκτονήσει γι’ αυτό θέλει να ανακατασκευάσει την εικόνα του. Τη διαθλά λοιπόν σε μια σειρά ετερόκλιτων αφηγήσεων που εγκιβωτίζονται η μία μέσα στην άλλη, και που θα συγκροτήσουν υποτίθεται την παρακαταθήκη του. Πρόκειται για ένα παζλ αλληγορικών ιστοριών για οικογενειακές συγκρούσεις που αποτυπώνουν με έναν λοξό τρόπο την πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής και τη διάστασή της με τη σοβαρή τέχνη. Ολες τους έχουν διαφορετικό ύφος, βρίθουν από παρεκβάσεις, αποσπασματικές σκέψεις ή άχρηστες συχνά πληροφορίες, και διαθέτουν πολλούς ήρωες που είτε δηλώνουν συγγραφείς είτε σχολιάζουν τη στάση ζωής διαφόρων συγγραφέων, υπαρκτών (όπως ο εχθρός της δημοσιότητας Πίντσον) ή φανταστικών.
Η μεγαλύτερη ιστορία είναι το θεατρικό έργο «Η μοναδική οικογένεια» (η ταύτιση των τίτλων παραπέμπει στα προσωπεία του συγγραφέα) όπου πρωταγωνιστεί η «μοναδική οικογένεια που δεν έπαιξε στο χρηματιστήριο»… αλλά υποκύπτει στην πολιτικώς ορθή αρπαχτή. Ο πατέρας είναι ένας ευνουχισμένος συγγραφέας, ο οποίος έχει γίνει πλούσιος γράφοντας με ψευδώνυμο ρομάντζα, ωστόσο βασανίζεται προσπαθώντας να ολοκληρώσει ένα έργο υψηλής λογοτεχνίας. Η μητέρα εργάζεται ως τηλεφωνήτρια σε γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης, και η 9χρονη κόρη είναι ένα παιδί-θαύμα το οποίο επινοεί φανταστικούς φίλους και θα οδηγηθεί από τους γονείς της να συμμετάσχει επί χρήμασι σε τηλεδιαγωνισμούς εξυπνάδας!
Με αυτό το εγχείρημα, ο Καλοσπύρος ανανεώνει τη μετα-μεταμοντέρνα λογοτεχνία εισάγοντας σε συζήτηση φιλόδοξα ερωτήματα: για τα ηθικά ζητήματα που θέτει η άσκηση της σύγχρονης λογοτεχνίας, για τον «θάνατο» του συγγραφέα στην εποχή μας εφόσον αυτός δεν καταφέρνει πια «να αλλάξει το εσωτερικό γίγνεσθαι του πολιτισμού», για τη λεηλασία του καλλιτέχνη από το κοινό του, για τον ελιτισμό και τον ναρκισσισμό κάποιας αριστερής διανόησης, για την πόλωση που διαβρώνει τον πυρήνα της κοινωνίας, για την προβληματική σχέση της ευφυΐας με τη λογοτεχνία, με την έμπνευση, με την ελευθερία της σκέψης και της δράσης, με την αλήθεια…
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Εκλεκτικές συγγένειες
Δεν κρύβει τις λογοτεχνικές επιρροές του ο Καλοσπύρος -τον Καλβίνο (Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης), τον Ντε Λίλο (Μάο ΙΙ), τον Πολ Οστερ (Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων), τον Φράνζεν (Διορθώσεις)- αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι τις αναδιαπραγματεύεται. Επιπλέον, θα 'λεγε κανείς πως παίρνει το νήμα και από κάποιους λίγο μεγαλύτερους ομότεχνούς του συγγραφείς: τον Αστερίου (Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη), τον Μιχάλη Μιχαηλίδη (Πινακοθήκη τεράτων), τον Νίκο Παναγιωτόπουλο που με το Γονίδιο της αμφιβολίας (1999) τοποθέτησε τη συζήτηση για τον αυθεντικό δημιουργό στις αρχές του 21ου αιώνα, και βέβαια τον Αντονά (Ο φλογοκρύπτης, Ο χειριστής) που στοχάζεται τη συνθήκη του σύγχρονου ανθρώπου στην ψηφιακή εποχή. Ωστόσο ο Καλοσπύρος δεν είναι πολύ αισιόδοξος για το νεότερο δυναμικό της ελληνικής λογοτεχνίας. «Αν υπάρχει μια έλλειψη, είναι η έλλειψη της φιλοδοξίας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυριαρχεί μια τάση απλούστευσης στη φόρμα, στα θέματα, στη γλώσσα. Νομίζω λοιπόν πως για να συντηρηθεί η φλόγα, πρέπει με κάθε τίμημα να δημιουργηθούν στις Φιλολογικές Σχολές Τμήματα Δημιουργικής Γραφής τα οποία, ουσιαστικά, όπως συμβαίνει στα αμερικανικά πανεπιστήμια, θα είναι Τμήματα Δημιουργικής Ανάγνωσης».
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
«Ας πειραματιστούμε»
Τι περιμένει λοιπόν στην Ελλάδα της κρίσης ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας; «Τίποτα», λέει ο Καλοσπύρος. «Ούτε δόξα ούτε χρήματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ελληνική Πολιτεία δεν έδωσε ποτέ ούτε υποτροφίες ούτε επιδοτήσεις στους νέους συγγραφείς. Ποτέ δεν τους αντιμετώπισε ως φορείς πολιτισμού. Ωστόσο, γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους πιστεύω πως αυτή είναι η καλύτερη εποχή για να δοκιμαστεί ένας νέος. Διότι μπορεί να πειραματιστεί. Με καινούργιους τρόπους σε κλασικά θέματα, ή με καινούργια θέματα που θα τα προσεγγίσει με πρωτότυπο τρόπο, κι ας αποτύχει!». Υπάρχει άραγε κοινό για τέτοιες απόπειρες; «Νομίζω πως διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο όπου θα επιβιώσουν είτε τα λαϊκά μυθιστορήματα του κιλού είτε τα απαιτητικά σε περιεχόμενο-μορφή-τεχνική που θα απευθύνονται σε ένα μικρό, αφοσιωμένο, σκληροπυρηνικό κοινό, και δεν θα πουλάνε αλλά θα συζητιούνται ευρέως». Ανατέλλει δηλαδή ένας ελιτισμός; «Μάλλον για ρεαλισμός μού φαίνεται, σε μια χώρα όπου ο σοβαρός συγγραφέας έχει περιθωριοποιηθεί».