Pin It

Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού

 

Ο κόσμος στην Κλαυθμώνος, που παρακολουθούσε τη βραδιά ποίησης και μουσικής, φεύγει στα βιαστικά, αφήνοντας μισοάδεια την πλατεία, για να προλάβει το τελευταίο μετρό. Στη διαδρομή μέχρι το Σύνταγμα οι βιαστικοί διαβάτες σκοντάφτουν σε σώματα αστέγων που κοιμούνται στα κατώφλια των κτιρίων ή άλλων που δεν έχουν ακόμη κοιμηθεί, αλλά κάθονται κουλουριασμένοι στις γωνιές, με το χέρι απλωμένο. Η ευεξία της Κλαυθμώνος δίνει τη θέση της στο σφίξιμο που φέρνουν η αμηχανία, η αδυναμία, ο φόβος, και μετά στην ανακούφιση, όταν σε καταπίνει η φωτεινή τρύπα στο Σύνταγμα, προλαβαίνεις το τελευταίο τρένο και απολαμβάνεις την αίσθηση της ταχύτητας και την ψευδαίσθηση της ασφάλειας. Μακριά από τους σωριασμένους στον δρόμο, τα απλωμένα χέρια και τα σκοτεινά μάτια. Ο,τι δεν βλέπεις δεν μπορεί να σε πληγώσει.

 

Την ίδια ώρα στην άλλη άκρη της πόλης, στο Κερατσίνι, εκτυλίσσεται το άλλο άκρο της ίδιας ιστορίας. Καμιά τριανταριά τύποι με μαύρες μπλούζες και παντελόνια παραλλαγής επιτίθενται και δολοφονούν τον Παύλο Φύσσα, τον νεαρό ράπερ «Κίλα Π», τον άνθρωπο που τραγούδησε «σιγά μη φοβηθώ» και στάθηκε μόνος του να αντιμετωπίσει την άνιση επίθεση. Πώς να νικήσεις το μαχαίρι; Οταν μάλιστα ο αντίπαλος το χειρίζεται φονικά, το στρίβει μέσα στην πληγή για καλύτερα αποτελέσματα; Αυτό το άλλο άκρο αφηγείται την οριστική αναχώρηση από την εποχή της αθωότητας. Οποιοι παραμένουν αθώοι, ανίδεοι, είναι απλώς συνένοχοι. Οποιοι κλείνονται στα σπίτια τους φοβισμένοι είναι κι αυτοί συνένοχοι. Συνένοχοι και όσοι, ενώ το αίμα του καλλιτέχνη ποτίζει ακόμα το πεζοδρόμιο περιμένοντας το ασθενοφόρο που αργεί, χτίζουν πάνω στο αποτροπιαστικό σκηνικό έναν πολιτικό λόγο. Σαν τον ανιστόρητο εκείνον που ερμηνεύει τη Θεωρία των Ακρων με τον ίδιο κυνισμό με τον οποίο ερμηνεύει τη δική του, προσωπική ιστορία: ξεχνώντας, παρερμηνεύοντας, διαστρεβλώνοντας, αναδεικνύοντας μια οπτική του διχασμού, χωρίς κοινούς στόχους ή κοινωνική συνοχή.

 

Στο μεταξύ οι χρυσαυγίτες δολοφόνησαν τον Παύλο Φύσσα, επειδή τραγουδούσε ότι «πήρε τον κόσμο στα δυο του χέρια». Τον σκότωσαν με στόχο μετά τη σύγχυση να επιβάλουν τον φόβο. Δεν ήταν από τα συνηθισμένα τους θύματα, ξένος, λαθρομετανάστης, σαν αυτούς εναντίον των οποίων έστρεφαν μέχρι τώρα τη βία τους, με το σαθρό επιχείρημα ότι κλέβουν τη δουλειά των Ελλήνων – και πολλοί Ελληνες τους πίστεψαν κι άρχισαν να ονειρεύονται τον επίγειο παράδεισο των γηγενών που θα ξαναβρούν τη χαμένη ευημερία τους. Στον Παύλο ανήκει η θλιβερή τιμή να είναι το πρώτο θύμα μιας εφιαλτικής πολιτικής του μίσους, που κινδυνεύει να οδηγήσει και σε άλλες στυγνές δολοφονίες. Για να σκοτώσουν οι φασίστες αρκεί να «μη γουστάρουν». Και δεν γουστάρουν κανέναν που μπορεί να σηκώνει κεφάλι, να σκέφτεται ελεύθερα, να διεκδικεί το δικαίωμα να ονειρεύεται, όπως ο Παύλος, που ήθελε να χαρίσει στον γιο του ένα κομμάτι ουρανό.

 

Μένει σε όλους μας να αντισταθούμε μπροστά σ’ αυτό το κύμα που μπορεί να μας παρασύρει σε επικίνδυνα βάθη. Ολοι μαζί να ξεκαθαρίσουμε τη θολούρα με την οποία μέχρι τώρα σκεπάζαμε τα λόγια και τα έργα των χρυσαυγιτών, έτσι ώστε εύκολα να μπορούμε να τα παραμερίσουμε, να τα αγνοήσουμε ή ακόμη και να τα εξωραΐσουμε. Τώρα μένει να αναδείξουμε το αληθινό τους πρόσωπο και να εμποδίσουμε την προέλασή τους. Σαράντα χρόνια μετά την επιστροφή της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ποιος να το 'λεγε ότι θα φτάναμε σήμερα εδώ;

 

Scroll to top