Μια ιστορία με τέλος και αρχή
Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη
«Αλεπούδες στην πλαγιά» νουβέλα, Πατάκης
Καλοκαίρι του 2009 ξεκινάνε οι «Αλεπούδες στην πλαγιά», καλοκαίρι του 2009 ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο. Ημουν στην παραλία του Δρεπάνου στην Ηπειρο, τότε που δεν είχε ακόμα γήπεδα για ρακέτες, beach bar και κάμπινγκ με πολιτικές νεολαίες. Μια παραλία τόσο ήσυχη και νωχελική που έμοιαζε ιδανική για σκηνικό σε μια άδοξη ερωτική ιστορία. Εγραψα το πρώτο κεφάλαιο μέσα σε λίγες μέρες. Ο άντρας, λέκτορας στο πανεπιστήμιο, συναντάει την παλιά του συμφοιτήτρια που παραθερίζει με τα τρία παιδιά της. Δεν ερωτεύονται, αλλά έχουν μόνο ο ένας τον άλλο, είναι καλοκαίρι και η σύμβαση απαιτεί κάτι περισσότερο. Αρκετά είπα.
Ο τίτλος έρχεται από ένα ποίημα του Wallace Stevens. «Τα παιδιά που θα βρουν τα κόκαλά μας δεν θα πιστέψουν ποτέ πως αυτά κάποτε ήταν γρήγορα σαν αλεπούδες στην πλαγιά». Δεν είναι ακόμα πολύ αργά στη ζωή τους, αλλά δεν είναι πια νωρίς και ό,τι έκαναν ώς τώρα μάλλον δεν θα αλλάξει ώς το τέλος. Η ιστορία τους είναι μαζί και η ιστορία των βιβλίων που μελέτησαν όσο ήταν νεαροί ερευνητές. Ο «Κλόουν» του Χάινριχ Μπελ εκτός από σπουδαίο μυθιστόρημα είναι και μια μελέτη για την εκούσια μοναξιά. Ο «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν δείχνει τους αυστηρούς κανόνες και τις θυσίες που απαιτεί η σάρκα. Και η «Μαντάμ Μποβαρί» του Γκιστάβ Φλομπέρ, ένα βιβλίο για την επιθυμία και την κρυφή ζωή φαινομενικά συνηθισμένων ανθρώπων.
Οι «Αλεπούδες στην πλαγιά» δεν έχουν καμία σχέση με όσα συμβαίνουν γύρω μας. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Ελλάδα από το 1997 ώς το 2009. Μια εποχή τόσο οικεία στις μέρες μας που ενίοτε το βιβλίο θυμίζει μυθιστόρημα εποχής. Ξεκινάει το 2009 και τελειώνει το 1997. Χωρίς την αρχή, το τέλος είναι ακατανόητο. Οι δύο πρωταγωνιστές γράφουν και ξαναγράφουν την ιστορία τους. Ξεχνάνε επιλεκτικά κομμάτια από το παρελθόν για να φτιάξουν το παρόν όπως θέλουν. Οι «Αλεπούδες στην πλαγιά» δεν έχουν καμία σχέση με όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ή μήπως όχι;
Πιστεύω ότι δεν έχουν ειπωθεί τα πάντα στη λογοτεχνία
Του Λευτέρη Καλοσπύρου
«Η μοναδική οικογένεια» μυθιστόρημα, Πόλις
Αρχισα να γράφω διότι είχα περισσότερες από μία ιστορίες να αφηγηθώ· όλες ασύγκριτα πιο ενδιαφέρουσες από την ιστορία της ζωής μου.
Από πολύ νωρίς είχε πακτωθεί στο μυαλό μου η ιδέα για ένα μυθιστόρημα γύρω από μια οικογένεια στην οποία ο πατέρας και οι δυο γιοι του θα ήταν αρχιτέκτονες και συγγραφείς, νευρωτικοί και ισχυρογνώμονες. Πέρασα περίπου τρία χρόνια ξοδεύοντας περισσότερες από 75.000 λέξεις στις περιγραφές των συνηθειών, τελετουργιών, εμμονών και νευρώσεων των μελών της οικογένειας, ορμώμενος από το νεανικό ιδεαλιστικό θράσος να καταπατήσω όλες εκείνες τις περιοχές της σύγχρονης εμπειρίας που οι θιασώτες τού «Τέλους της Λογοτεχνίας» έχουν σημαδέψει ως απαγορευμένες ζώνες. Πίστευα, κι ακόμη πιστεύω, ότι δεν έχουν ειπωθεί τα πάντα στη λογοτεχνία. Η τεχνολογία ειδικά έχει αλλάξει ριζικά το εσωτερικό γίγνεσθαι του πολιτισμού, τον χώρο που είχαν καταλάβει, εκτοπίζοντας τους συγγραφείς στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι κατασκευαστές όπλων και οι τρομοκράτες, «κάνοντας επιδρομές στην ανθρώπινη συνείδηση», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μπιλ Γκρέι στο MAO II του Ντον ΝτεΛίλο. Σήμερα είναι η τεχνολογία και η πληροφορία που κάνουν αντίστοιχες επιδρομές.
Επειτα από τρία χρόνια δουλειάς το μυθιστόρημά μου είχε ξεφύγει από τον έλεγχό μου· δεν είχα σκοπό να γράψω άλλη μια ρεαλιστική οικογενειακή σάγκα. Ωσπου μια μέρα ο ένας γιος της οικογένειας, ο Ανδρέας Αριθμέντης, που η μοίρα του έμελλε να ακολουθήσει την τραγική κατάληξη του Κουέντιν Κόμπσον και του Σέιμουρ Γκλας, άρχισε να γράφει ένα θεατρικό έργο με ηρωίδα μια εννιάχρονη ιδιοφυΐα που κατατρόπωνε κάθε βδομάδα τους ενήλικους συμπαίκτες της στο τηλεπαιχνίδι γνώσεων στο οποίο συμμετείχε κατ’ εξαίρεση. «Η μοναδική οικογένεια» δεν ήταν πλέον η ιστορία της οικογένειας Αριθμέντη, αλλά το βιβλίο του Ανδρέα Αριθμέντη και η ιστορία της οικογένειάς του διυλίστηκε στα κείμενα του ίδιου και του αδερφού του αλλά και στα αφηγήματα κάποιων κεντρικών ηρώων του θεατρικού. Το βιβλίο του Ανδρέα Αριθμέντη, του νεαρού πολυμαθούς και αυτόχειρα, που ενδιαφερόταν εξίσου για τα γονίδια της μίμησης και το κυνήγι μπεκάτσας, τον Καντ και τον σύγχρονο κορεατικό κινηματογράφο, τον Στρατή Τσίρκα και το ελληνικό θέατρο. Που είχε την ατυχία να μεγαλώσει σε μια οικογένεια συναδέλφων και ομοτέχνων του.
Το τσεκούρι
Του Αλέξανδρου Κυπριώτη
«Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι» διηγήματα, Ινδικτος
Διστακτικά κατέβηκε τη σκάλα. Οπως πάντα. Κάθε φορά φοβόταν. Ενα εξώφυλλο την τράβηξε. Κόκκινο και μαύρο. Την κάλεσε στον πάγκο. Ασπρα τα γράμματα. Πήρε το βιβλίο στα χέρια της και διάβασε τον τίτλο. «Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι». Κι από κάτω «Ιστορίες ανθρώπων». Θυμήθηκε το τσεκούρι της Γώγου που «πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει». Χαμογέλασε. Και το τσεκούρι της Γώγου τής θύμισε το τσεκούρι του Κάφκα. Την «παγωμένη θάλασσα». Θάλασσα έμοιαζε και το κόκκινο στο εξώφυλλο. Ανοιξε και κοίταξε το αυτί του βιβλίου. Διάβασε. «Θέμα εξωφύλλου: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ, Πόλη· λεπτομέρεια από το πολύπτυχο “Περιγραφή και Ερμηνεία των Απέναντι Σημείων”, 1988». Γύρισε και κοίταξε το οπισθόφυλλο. Διάβασε. «Μεταφράζει γερμανόφωνη λογοτεχνία (μεταξύ άλλων Τόμας Μαν, Φραντς Κάφκα, Τζένι Ερπενμπεκ, Ελφρίντε Γέλινεκ)», διάβασε για τον συγγραφέα. Χαμογέλασε. Δεν τον ήξερε. «Το “Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι” είναι το πρώτο του βιβλίο». Γύρισε και κοίταξε το εξώφυλλο πάλι. Ανοιξε το βιβλίο να διαβάσει την πρώτη πρόταση. Ετσι διάλεγε το βιβλίο που θα πάρει. «Αρχισε να ψάχνει πάλι τις τσέπες του για να βεβαιωθεί ότι είχε ακόμα τα κλειδιά του». Χαμογέλασε. Στην τύχη άνοιξε μία άλλη σελίδα, δεξιά. «Οποτε κάθεται να δουλέψει ανάβει πρώτα ένα τσιγάρο». Χαμογέλασε. Στην τύχη άνοιξε μία άλλη σελίδα, δεξιά. «Να σου γλείψω τα χέρια. Να σου γλείψω τα πόδια». Σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε γύρω της. Ολοι σκυμμένοι πάνω από ένα βιβλίο. Συνέχισε να διαβάζει. «Ετσι του είπε όταν τον έφερε σπίτι πρώτη φορά. Η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή». Δάγκωσε τα χείλια της. Πρώτα το κάτω. Μετά το πάνω. Εκλεισε το βιβλίο ανάποδα. Κοίταξε την τιμή. 8 ευρώ. 7 και 20 με την έκπτωση. Σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε γύρω της. Ολοι σκυμμένοι πάνω από ένα βιβλίο. Κι αυτή, με μία κίνηση ταχυδακτυλουργού, εξαφάνισε το βιβλίο στην τσάντα της. Ποτέ δεν αγόραζε βιβλία. Τα βιβλία τα αγαπούσε.
Φρόντισα, όπου κι αν έζησα, να έχω πάντα πλάι μου νερό…
Της Μαριλένας Παπαϊωάννου
«Νικήτας Δέλτα» μυθιστόρημα, Εστία
Γεννήθηκα προ τριακονταετίας στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσα. Το μεγαλεπήβολο παιδικό μου σχέδιο ήταν να σώσω τον κόσμο από κάθε είδους αρρώστια, από τη φτώχεια, την αδικία και γενικώς όλα τα δεινά. Πέραν αυτού, με ενθουσίαζε η θάλασσα. Κι επίσης, έβρισκα συναρπαστικό το να παρατηρώ ανθρώπους να χορεύουν˙ γενικώς, να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου και να ακούω τις ιστορίες του. Η ζωή μου εξελίχθηκε ελαφρώς διαφορετικά. Δεν έσωσα κανενός τη ζωή, ανακάλυψα όμως μερικά απ’ τα πιο ωραία μυστικά της σπουδάζοντας Μοριακή Βιολογία & Γενετική και δουλεύοντας ως ερευνήτρια. Επίσης, φρόντισα όπου κι αν έζησα, να έχω πάντα πλάι μου νερό ή έστω μακρινή θέα του. Και τέλος, αφού πέρασα αρκετό καιρό παρατηρώντας τους ανθρώπους και τις ζωές τους, άρχισα να καταγράφω αυτά που ακούω.
Κάπως έτσι γεννήθηκε ο Νικήτας Δέλτα. Ξεκίνησα να γράφω την ιστορία του προ οκταετίας, μα τον άφησα ημιτελή και άχαρο σε κάποιο συρτάρι για κάμποσο καιρό, μέχρι το 2012, οπότε και τον ξανάπιασα στα χέρια μου.
Η ιστορία του Νικήτα ξεκινά στη Σμύρνη, την εποχή του διωγμού. Μεγαλώνει στα χέρια μιας γυναίκας που δεν τον γέννησε, μα που τον αγάπησε βαθιά σαν μάνα του. Βιώνει σαν απλός παρατηρητής τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Δεν συμμετέχει ουσιαστικά. Του λείπει η βούληση, του λείπει και το κουράγιο. Τους ανθρώπους τούς κρατάει μακριά. Ωσπου εμφανίζεται η Καίτη. Καταμεσής της Κατοχής, έρχεται να του δώσει όνομα, ρίζα και λόγο ύπαρξης. Για λίγο όμως. Γιατί θα σκοτωθεί. Κι ο Νικήτας θα διαλυθεί. Θ’ αναζητήσει τον φταίχτη, αλλά σε λανθασμένα μέρη. Θα γελαστεί, γιατί άλλα θα του λέει η ψυχή κι άλλα το μυαλό του. Κι αργότερα, θα εμφανιστεί η μάνα της. Θα ψάξει. Εκείνη μόνο θα μάθει όλη την αλήθεια. Θα της την πουν οι άνθρωποι που τους έζησαν από κοντά. Ενας, ένας θα της αποκαλύψουν κι ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας τους. Μιας ιστορίας μες στην οποία οι άνθρωποι θ’ αποπειραθούν να σηκώσουν το κεφάλι και την καρδιά τους πιο ψηλά απ’ την Ιστορία. Ν’ αναμετρηθούν μ’ αυτήν. Και ν’ αφήσουν την αγάπη να κάνει τη δουλειά της˙ να μείνει ζωντανή ανάμεσα σε πεθαμένους, στάχτες κι αναμνήσεις.
Κληροδοτημένη διαμάχη ανάμεσα στο άρρεν και το θήλυ
Του Γιάννη Πλιάγκου
«Ενα τρίτο αλήθεια και δύο τρίτα ψέματα» μυθιστόρημα, Κέδρος
Ποια να 'ναι άραγε η μυστική συνταγή κάθε ιστορίας; Ποιος ο ρυθμός, ποια η αναλογία αλήθειας και ψέματος καθώς χτίζεται η πλοκή; Πώς το προσωπικό βίωμα μετουσιώνεται σε μυθοπλασία; Αυτές οι ερωτήσεις έδειξαν την κατεύθυνση, προτού καν ο ήρωας του βιβλίου ―ο Μιχάλης― αποκτήσει τη δική του φωνή. Κι αφότου υιοθέτησα τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του, ξεκίνησα να γράφω έχοντας κατά νου πως το «Ενα τρίτο αλήθεια και δύο τρίτα ψέματα» θα ανήκει περισσότερο σ’ εκείνον παρά σε εμένα ― κάπως σαν μια άτυπη εκδοχή της τεχνικής «βιβλίο μέσα σε βιβλίο», καθώς εκείνος που πλάθει το μύθο δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ήρωα του μυθιστορήματος.
Ετσι το νήμα της αφήγησης του Μιχάλη ξετυλίγεται πάνω στον άξονα του έρωτα και της απιστίας κι όσο εκείνος είναι απασχολημένος ν’ αναζητεί τον εραστή της συζύγου του ―έρμαιο μιας πλοκής που κάποιος άλλος έστησε για χάρη του― βρήκα κι εγώ την ευκαιρία με τη δανεική ματιά ενός άντρα, που το πιστοποιητικό γέννησής του αναγράφει 1975, να παραστήσω έναν πόλεμο που δεν έληξε ποτέ: την κληροδοτημένη διαμάχη ανάμεσα στο άρρεν και το θήλυ, όπου η ψυχή και το σώμα εκτελούν χρέη πεδίου μάχης και η σεξουαλικότητα λαμβάνει τα χαρακτηριστικά ανίατης νόσου.
Εχοντας φτάσει πια στο τέρμα της διαδρομής, ευελπιστώ πως πέρα από τον ήρωα και τις ιδιαιτερότητές του, περιέγραψα λίγο από τον αντρικό ψυχισμό. Απ’ όλες λοιπόν τις σκηνές του μυθιστορήματος επιλέγω εδώ μια φαινομενικά ασήμαντη για να κλείσω τις σκέψεις μου: η σύζυγος του πρωταγωνιστή αναζητεί απεγνωσμένα μέσα στα βιβλία της έναν στίχο του Μποντλέρ κι αναλογίζομαι πως η περιβόητη «ασθένεια του αιώνα»― όπως είπαν κάποτε για τον ρομαντισμό― το περίφημο αυτό «spleen» του μεγάλου ποιητή, θα μπορούσε σήμερα ―ή τουλάχιστον για όσο διαρκεί η αφήγηση του Μιχάλη― να ονομάζεται «sex».
Ο φόβος και η απάθεια μοιάζουν οι πιο πιθανοί προορισμοί…
Του Γιάννη Τσίρμπα
«Η Βικτώρια δεν υπάρχει» νουβέλα, Νεφέλη
«Αδεια καρέκλα δεν υπάρχει, πάντα κάποιον πρέπει να σηκώσεις για να κάτσεις» λέει κάπου ο Αλτουσέρ.
Η συγκεκριμένη φράση, με την οποία ξεκινά «Η Βικτώρια δεν υπάρχει», κατά μία έννοια συμπυκνώνει όλα όσα επειγόμουν να πω.
Ενιωσα την ανάγκη να συστηθώ από κοντά ―αφού πρώτα τον επινοήσω― με κάποιον από όλους αυτούς που η αποστροφή τους για τον «Αλλο» θεριεύει μέσα τους σιωπηλά, κοινότοπα, σχεδόν ύπουλα.
Με αφορμή τα μέρη που πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, γράφω για τη στριμωγμένη ταυτότητα ενός ανθρώπου που είναι γέννημα-θρέμμα της πλατείας Βικτωρίας.
Ο ήρωας αφηγείται σπαράγματα της ασφυκτικής καθημερινότητάς του και των βίαιων φαντασιώσεών του σε έναν άγνωστο συνταξιδιώτη του στο τρένο, καλυμμένος ίσως από τη βεβαιότητα ότι δεν θα ξανασυναντηθούν ποτέ.
Με μια ακανόνιστη προφορικότητα, η αφήγησή του κλιμακώνεται υπόγεια, έτσι που η κορύφωσή της δεν γίνεται αντιληπτή παρά μόνο όταν έχει πια συντελεστεί. Ακριβώς όπως ένα τρένο μπαίνει ξαφνικά στο σκοτάδι ενός τούνελ, προς το οποίο όμως ταξίδευε για ώρα, αναπόδραστα.
Σποραδικά στην αφήγηση παρεμβάλλονται ιστορίες ζορισμένων «βικτωριανών» από το παρελθόν, με διαφορετική μουσική και φωνές, θορυβώδεις ή νοσταλγικοί, άμεσοι ή εσωστρεφείς: ένας πρώην μάγκας-νυν χαφιές, ένας πειναλέος ζητιάνος, ένας εσωτερικός μετανάστης, ένας ασθμαίνων φυλακισμένος, μια ηλικιωμένη και το οικογενειακό της σφαγείο εντείνουν την εντύπωση του συνεχούς της βίας.
Ο δε μεσοαστός συνεπιβάτης-ακροατής, λουσμένος σε μια αβαθή και σχεδόν μονολεκτική εσωτερικότητα και ερχόμενος από πρώτο χέρι σε επαφή με μια σκοτεινή πραγματικότητα που έχει δει μόνο στην τηλεόραση, παλινδρομεί μεταξύ ηδονοβλεψίας και πολιτικής ορθότητας.
Από εκεί πια ο φόβος και η απάθεια μοιάζουν οι πιο πιθανοί προορισμοί…