22/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Weekend Stories

Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους

      Pin It

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*

 

Ενώ ο θυμός κάνει τα πλήκτρα να χτυπούν πιο γρήγορα, πυροδοτεί τις σκέψεις και ανάβει τις λέξεις, η θλίψη και η απόγνωση μπορούν να παγώσουν τη διάθεση γραφής. Από το πρωί που έγινε το περιστατικό της άγριας δολοφονίας του 34χρονου στο Κερατσίνι αισθάνομαι πολύ μεγάλη απόγνωση. Από αυτές που ανεβάζουν το δάκρυ μέχρι το παραθυρόφυλλο του ματιού και το παίρνουν πάλι πίσω χωρίς να ξεσπά. Σκέφτεσαι ότι αρκετοί γύρω σου ξεσπούν με κάθε τρόπο, πρέπει και κάποιοι να συγκρατούνται. Θυμάμαι τον εαυτό μου πέντε χρονών να κοιτά για πρώτη φορά την Γκερνίκα του Πικάσο και να λέω στη δασκάλα της ζωγραφικής «δεν μου αρέσει αυτός ο πίνακας, κυρία, τσακώνονται πολύ μέσα στο σπίτι».

 

Η ζωγραφική, η φωτογραφία, τα παραμύθια και, κυρίως, το θέατρο και ο κινηματογράφος βοηθούν πολύ στο να διαμεσολαβήσουν στην ψυχική αναπαράσταση όταν η πραγματικότητα, το βίωμα, το τραύμα μάς ξεπερνούν. Πολλοί ομαδικοί θεραπευτές χρησιμοποιούν την τέχνη σε καιρούς κρίσης για να δημιουργήσουν αυτό τον μεταβατικό χώρο όπου θα γεφυρωθούν τα δύο επίπεδα λογικής: ο εσωτερικός κόσμος με τον εξωτερικό. Ιδίως όταν ο δεύτερος γίνεται εξωφρενικά παράλογος. Ιδίως, όταν η δυνατότητα σύλληψης του συμβάντος είναι ελλιπής, οι άνθρωποι περισσότερο από ποτέ καλούνται να συγκρατήσουν τις ψυχικές συνέπειες που επιφέρουν οι εμπειρίες ρήξης και ασυνέχειας.

 

Είμαστε μπροστά σε ένα περιστατικό που μας ξεπερνά. Και δυστυχώς όχι σε ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ζούμε δραματικές και τραυματικές στιγμές, όπου η πάλη είναι μέσα στο σπίτι μας. Ο θυμός, η οργή, η επιθετικότητα, η στοχευμένη επίθεση αλλά και ο φόνος τείνουν να γίνουν μαξιλάρια που απορροφούν δυσλειτουργικά τους κραδασμούς των τραυμάτων μας.

 

Εμείς δεν είμαστε οι άλλοι. Δεν είναι όλοι ικανοί για φόνο, παρ' όλο που όλοι είμαστε ικανοί για οργή. Η πράξη δεν είναι η αυτονόητη συνέχεια της σκέψης. Το άλμα δεν γίνεται άμεσα, αβίαστα, άκοπα. Οπως και η αυτοκτονία απέχει από τη σκέψη περί αυτής. Είμαστε όμως πλάι σε περιστατικά ανθρώπων που νοσούν. Ο δολοφόνος, εκτός από εγκληματίας, είναι και ένας άνθρωπος τραυματισμένος και νοσηρός. Εξαρτάται από ποια σκοπιά τον διαβάζεις. Και εμείς είμαστε γύρω του. Αλλά μέσα στον καμβά. Καμωνόμαστε ότι είμαστε καλά. Παλεύουμε να είμαστε καλά. Οι περισσότεροι δίνουμε έναν σκληρό αγώνα για να κρατήσουμε την αξιοπρέπεια και την ψυχραιμία μας. Βλέπω καθημερινά με συγκίνηση ανθρώπους που πλήττονται και είναι εξαιρετικά αξιοπρεπείς, δίνοντας μαθήματα αυτοσυγκράτησης. Βλέπω, όμως, και άλλους που δεν έχουν πληγεί τόσο και έχουν μεταμορφωθεί σε αγρίμια, έχουν ενεργοποιήσει όλα τα ένστικτα της επιβίωσης. Δεν είναι όμως σαφές πού ανήκει ο καθένας. Οι ταμπέλες έχουν καταρρεύσει. Και έχουν ξανατοποθετηθεί στο μπλέντερ της ρήξης φτιάχνοντας ένα πάτσγουορκ από κομμένες συνειδήσεις και ακρωτηριασμένες συνέχειες. Οι άνθρωποι έχουν γίνει μέσα στις συνθήκες αυτές ή καλύτεροι ή χειρότεροι. Ανάλογα με το έρμα τους, τα αντανακλαστικά τους, τη δυνατότητα εσωτερικών ορίων και το άλλοθι που αναζητούν. Είμαι λυπημένη που οι τελευταίοι έγιναν πρώτοι.

 

Πολλές φορές στον κινηματογράφο βλέπεις ένα έγκλημα και αμέσως η σκηνοθεσία σε πάει χρόνια πίσω, να παρατηρήσεις βήμα βήμα την εξέλιξη του δολοφόνου, που ήταν θύτης και θύμα. Εντελώς τυχαία υπάρχουν πολλοί δικοί μου άνθρωποι που φοίτησαν κατά τύχη στα ίδια θρανία με μερικούς πρωταγωνιστές αυτής της άθλιας συμμορίας, που ούτε το όνομά της δεν μπορώ να προφέρω. Πώς ήταν άραγε τότε ως βυζανιάρικα; Μικρά, ανόητα παιδιά, με μικρή δυνατότητα κατανόησης του αφηρημένου, μέτριες έως κακές επιδόσεις στα μαθήματα και με μεγάλη ανάγκη να τους πει κάποιος ότι αξίζουν. Αυτοί οι σημερινοί γορίλες κάποτε ήταν μικρά γοριλάκια, τα οποία οι περισσότεροι απέφευγαν ως ανόητα αλλά ελάχιστοι φοβούνταν ότι είναι ικανά για κάτι αποτρόπαιο. Από τη δεκαετία του ’90, μου είπε φίλη μου, αυτό το πρωτοκλασάτο σήμερα στέλεχος της Χρυσής Αυγής κυνηγούσε στις φάπες έναν αναρχικό. Είκοσι χρόνια πέρασαν και ο Φόρεστ Γκαμπ συνεχίζει να τρέχει. Μόνο που γύρω του συσπειρώθηκαν κι άλλοι. Και μαζί κουβάλησαν κι άλλους. Και έφεραν και πυρομαχικά και όπλα. Και μπήκαν και στη Βουλή. Και βγήκαν στους δρόμους τις νύχτες και έκαναν τους αστυνόμους. Και τους σκουπιδιάρηδες αθώων ψυχών. Και τους μακελάρηδες όποιων διαφωνούν μαζί τους. Και ο μαραθώνιος ενός βλάκα έγινε λουτρό αίματος.

 

Και εμείς όλοι που ακόμα έχουμε μείνει στην υποτίμηση του Φόρεστ Γκαμπ με μπράτσα, κοιτάμε πλέον με τρόμο τον ήρωα του Χαβιέ Μπαρδέμ στην ταινία «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» να σκορπίζει τον τρόμο όπου σταθεί. Ολοι εμείς κοιτώντας άλλο έργο χάσαμε το κλικ της στιγμής όπου ο ένας ήρωας μεταμορφώθηκε στον άλλο.

 

Φοβάμαι τον άνθρωπο. Αλλά πιο πολύ φοβάμαι τη βλακεία του. Αυτή που σκάβει τον λάκκο ήσυχα, ύπουλα, ανατριχιαστικά, προκειμένου ο τελευταίος να έρθει πρώτος.

 

…………………………………………………..

 

* Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια

 

*[email protected]

 

Scroll to top