22/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δημητράκης ο θυμόσοφος ΧΙ

      Pin It

Επιδιώκοντας να ξεφύγουμε για λίγο από τον ζόφο στον οποίο βυθίζουν τη δημόσια ζωή τα τάγματα εφόδου των ναζιστών, καταφεύγουμε σε μια δοκιμασμένη συνταγή: τις απαράμιλλες απεραθίτικες ιστορίες που καθιερώθηκε πια να γράφουμε τα Σάββατα. Οι όρνιθες, όπως τις λένε ακόμα στ’ Απεράθου, αποτελούσαν τα παλαιότερα χρόνια θεμέλιο λίθο της οικιακής οικονομίας. Καθώς κυκλοφορούσαν ελεύθερες καλλώπιζαν ενίοτε τα σοκάκια με τα περιττώματά τους. Δεν είδε την κουτσουλιά μια μέρα που περπατούσε αμέριμνος ο Δημητράκης με αποτέλεσμα να την πατήσει και να σωριαστεί κατάχαμα φαρδύς πλατύς. Δεν χτύπησε πολύ και, συγχυσμένος με το πάθημά του, σηκώνεται βαρύθυμος, τινάζει τη βράκα του, κοιτάζει επίμονα την ακαθαρσία και της κάνει εμφορούμενος από αισθήματα αποστροφής: «Ηριξές με κάτω μα σε ξεκοίλιασα κι εώ».

 

Λαχείο την έκανε κάποτε ο Μπεολοθέτης, ο πρωτοξάδελφος του Δημητράκη -στον οποίο έχουμε αναφερθεί και άλλοτε-, όταν, παιδί ακόμα, σκαρφάλωνε σ’ ένα δώμα. Οι ταράτσες στ’ Απεράθου είναι επίπεδες και καθώς τα σπίτια βρίσκονται πολύ κοντά το ένα στο άλλο, οι μικροί παίζουν σαρταίνοντας από δώμα σε δώμα. Βάζοντας όμως το χέρι του απάνω-απάνω για να πιαστεί, νιώθει ανάμεσα στα δάχτυλα τη ζεστή και γλοιώδη υφή μιας ολόφρεσκης κουτσουλιάς. Αντιδρά παρατηρώντας για κάμποσα λεπτά την παλάμη του και λέει με έκδηλη σιχαμάρα: «Εκόντευγε να σε πιάσω».

 

Ισως πρέπει να ζητήσω συγγνώμη για την αηδή κουβέντα που ανοίγω σαββατιάτικα, αναγνωρίστε μου όμως το ελαφρυντικό ότι τα κάθε λογής αφοδεύματα προσιδιάζουν στην ψυχή των φασιστών. Η ελιά κι ο καρπός της, σε αντιδιαστολή με τη μισαλλοδοξία των χρυσαυγιτών, συμβολίζει ανέκαθεν την ειρήνη και την ευημερία. Το λάδι αποτελεί προϊόν εκ των ων ουκ άνευ για ένα σπίτι. Και τα λιομαζώματα είναι περίοδος χαράς, μολονότι απαιτούν κοπιαστική εργασία. Τα απεραθίτικα λιοΰρια βρίσκονται συνήθως σε μεγάλη απόσταση απ’ το χωριό κι έτσι άντρες, γυναίκες, αγόρια και κορίτσια διανυκτερεύουν εκεί όσο διαρκεί η συγκομιδή, μετατρέποντας την όλη διαδικασία σε πανηγύρι.

 

Ανεβασμένος σε ένα μεγάλο δέντρο, ο Μπεολοθέτης ραβδίζει τον καρπό. Στο διπλανό την ίδια δουλειά κάνει ο Γερμάνος. Τα δίχτυα δεν έχουν εφευρεθεί ακόμα και τα γυναικόπαιδα συλλέγουν μία μία τις ελιές απ’ το έδαφος. Ξαφνικά ακούγεται ένας δυνατός γδούπος κι όλοι βλέπουν τον δεύτερο ραβδιστή πεσμένο στο χώμα. Τρέχουν αγωνιωδώς, του δίνουν νερό και σκαμπίλια να ξετρομάξει, διαπιστώνουν ότι ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα και σε λίγο να τον ξανά πάνω στο κλαδί. Ολη αυτήν την ώρα ο Μπεολοθέτης ατάραχος στο πόστο του συνεχίζει το ράβδισμα. Κι όταν ο Γερμάνος ξαναπαίρνει θέση απέναντί του στρέφεται και του κάνει: «Αφού ήτονε να ξανανεβείς, ηντά ’θελες κι ήρχουσου κάτω».

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top