23/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Αγαμέμνων», ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης - Θέατρο Χαλανδρίου

Παράσταση χωρίς κέντρο και απογείωση

Δύσκολα θα απέρριπτε κανείς εξ ολοκλήρου ή θα λησμονούσε την παράσταση της Νικαίτης Κοντούρη. Ιδέες υπήρχαν, καλές ερμηνείες επίσης. Ελειπε, όμως, αυτό το κάτι που θα έκανε τα πράγματα να αποκτήσουν το αληθινό ενδιαφέρον τους.
      Pin It

Δύσκολα θα απέρριπτε κανείς εξ ολοκλήρου ή θα λησμονούσε την παράσταση της Νικαίτης Κοντούρη. Ιδέες υπήρχαν, καλές ερμηνείες επίσης. Ελειπε, όμως, αυτό το κάτι που θα έκανε τα πράγματα να αποκτήσουν το αληθινό ενδιαφέρον τους

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

μηνας χατζησαββας καρυοφυλλια καραμπετηΔιόλου ασήμαντη παράσταση. Και ίσως κάπως αδικημένη, φαντάζομαι. Υπήρξε μία από τις προτάσεις που, αν και ήταν φεστιβαλικές, βρέθηκαν εκτός Φεστιβάλ, χάνοντας έτσι μέρος της δυναμικής τους. Αν τον εξετάσει κανείς από τη μεριά της πρότασης και των ηθοποιών που τον απαρτίζουν, ο «Αγαμέμνων» της Κοντούρη ζητάει την ένταξή του στο πλαίσιο μιας ευέλικτης πρόσληψης, που να βλέπει πίσω από τα φαινόμενα: πρόσληψη τέλος πάντων, όπως αυτή ενός Φεστιβάλ. Ριγμένη αντίθετα από την αρχή στον στίβο της περιοδείας, των στενών δημοτικών θεάτρων, του κοινού που προσέρχεται όχι για το σύνολο αλλά για τα ονόματα -και εγκλωβίζεται σε αυτά-, η πρόταση της Νικαίτης Κοντούρη ήταν καταδικασμένη να κριθεί με κριτήρια άλλα από εκείνα με τα οποία ξεκίνησε.

 

Ωστόσο θα πρέπει να πω κι αυτό. Είδα την παράσταση προς το τέλος της, στο θέατρο της Ρεματιάς, φορτωμένος και ο ίδιος από την υπερβολική δόση αρχαίου δράματος που έρχεται στο τέλος της θερινής σεζόν. Δεν γνωρίζω επομένως κατά πόσο η κούραση που μου προκάλεσε οφείλεται εξ ολοκλήρου στην ίδια ή κατά ένα μέρος σε δικό μου κορεσμό. Το λέω αυτό γιατί έπιασα τον εαυτό μου να κουράζεται με θέματα, ιδέες και προτάσεις που όταν τις εξετάσω επί χάρτου, ορεξάτος για ανάλογα θεάματα, τις βρίσκω πάντα ενδιαφέρουσες. Κι όμως τώρα, στην πράξη, ένιωθα πως η μισή παράσταση ήταν δοσμένη στη φορμαλιστική επίδειξη. Προτιμώ να περιγράψω εδώ την άλλη μισή.

 

Για να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Ιδέες υπήρχαν, όπως και μια γερή μετάφραση και μια ασφαλής δραματολογική ανάλυση στα αμπάρια. Στο φως όμως της σκηνής έλειπε αυτό το κάτι, το κεντρικό και μεγάλο, που θα έκανε τα πράγματα να αποκτήσουν το αληθινό ενδιαφέρον τους. Υπήρχε ο Χορός, από τον οποίο -δεν είναι δα και τίποτα πρωτότυπο- αντλούνται τα «δευτερεύοντα» πρόσωπα του έργου, ο κήρυκας και ο φύλακας. Υπήρχε ένα παιχνίδι φωτός και σκότους, όπως και ένα παιχνίδι κρυφτού, που συνάδει με το αντιφατικό κλίμα φόβου και παρρησίας του έργου – αν και με τα νέον που κρατούν στα χέρια τα μέλη του Χορού και στα καπάκια στα οποία κρύβονται, τα πράγματα μοιραία συσκοτίζονται σε ένα πολύ αμφίβολο σκηνογραφικό γούστο.

 

Υποκριτική δεινότητα

 

Υπήρχε ακόμα και μια ευθεία, άμεση, καθαρή και γενναία απόδοση του κειμένου -που και αυτή δεν στηρίζεται κάπου αλλού, σε μια «ερμηνεία» του πρώτου μέρους της «Ορέστειας» που θα έκανε τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα, αλλά στην υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών. Σε ένα γενικό εξπρεσιονιστικό περιβάλλον –με στοιχεία που ακουμπούν ακόμα και το γκραν γκινιόλ-, οι γραμμές στις οποίες πατάνε οι τελευταίοι είναι οι ψυχολογικές, ρεαλιστικές και κάπως γενικόλογες ερμηνείες των ρόλων. Αν κάτι σώζει την αντίφαση είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι καταφέρνουν να γεμίσουν τα κενά με τη δική τους δεξιοτεχνία, να δώσουν προοπτική σε κάτι που θα έμενε αλλιώς επίπεδο και μετέωρο. Εχω την εντύπωση, για παράδειγμα, πως στον ρόλο του Αγαμέμνονα ο Μηνάς Χατζησάββας, ελεύθερος από κάθε άλλη επιδίωξη, δίνει έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ρόλους των τελευταίων χρόνων. Ο δικός του Αγαμέμνονας είναι περισσότερο πολιτικός παρά στρατιωτικός νους, ευέλικτος, πονηρός και δημαγωγός τύραννος. Είναι ένας συμπυκνωμένος ρόλος, με σωρευμένη στις φράσεις του την περιουσία του ηθοποιού όλα αυτά τα χρόνια.

 

Η Κλυταιμνήστρα αποδίδεται με τη γνωστή υπερένταση την οποία η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη διαθέτει στη φαρέτρα της. Το γεγονός μυρίζει μανιέρα και σκηνικό αυτοματισμό, ωστόσο σε μια μικρή παράσταση σαν κι αυτή δίνει φτερά. Και χαρίζει ίσως κάποιο βάθος: μοιάζει υστερική η Κλυταιμνήστρα της, όπως άλλωστε κάθε άνθρωπος που εμμόνως στρέφεται σε αρνητικά δεδομένα. Το ωραίο -και όχι συχνό- είναι πως η ηθοποιός την παρουσιάζει χωρίς να την υπερασπίζεται, χωρίς να την προστατεύει από την εξωτερική κριτική. Αυτή η αντικειμενική ερμηνεία γίνεται ένα από τα σημεία αναφοράς της παράστασης.

 

Οπως και η Κασσάνδρα της Θεοδώρας Τζήμου. Είναι με όλα τα κριτήρια μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αποδόσεις του αλαφροΐσκιωτου πλάσματος στο θέατρό μας. Εκτός από την πολύ ωραία υλακή, που η ηθοποιός έχει κατακτήσει ώστε να μη μοιάζει ψεύτικη στο στόμα της, η παρουσία της έχει μια όμορφη απλότητα και σαφήνεια, μια φυσική αυτοπεποίθηση που περνά από την ηθοποιό στον ρόλο. Αληθινά, η Κασσάνδρα διαπερνά το έργο σαν βέλος, σαν μεταφυσική πνοή, που όπως ήρθε ξαφνικά, έτσι ξαφνικά και χάνεται.

 

Με όλα αυτά, δύσκολα θα λησμονούσε κάποιος τον «Αγαμέμνονα» της Κοντούρη και ακόμα πιο δύσκολα θα τον απέρριπτε εξ ολοκλήρου. Συμπληρώστε, αν θέλετε, και τις αξιόλογες κατά μέρους ερμηνείες του Θέμη Πάνου ως Κήρυκα, του Βασίλη Χαλακατεβάκη ως Φύλακα και του Βασίλη Μπισμπίκη ως Αίγισθου. Προσθέστε ακόμα τις ωραίες, ήπιες και λειτουργικές μουσικές νότες της Σοφίας Καμαγιάννη, που πέρα από τη εισαγωγή και το κλίμα, φέρνουν στην παράσταση κάτι από τον χώρο της αφήγησης, την παραμυθική πλαισίωση του δράματος.

 

Τα πράγματα έτσι μοιάζουν καλά στα επιμέρους. Και ωστόσο, επαναλαμβάνω, η παράσταση χάνει στο σύνολο. Χάνει στη γενική αίσθηση και στη συνολική θεώρηση, που πρέπει να υπάρχουν για να πατήσουν εκεί τα πράγματα και να απογειωθούν στην πλατεία. Μια τέτοια παρατήρηση οπωσδήποτε δεν ευνοεί την παράσταση. Δεν αδικεί όμως την καλή της πρόθεση και την αληθινή της σημασία.

 

Scroll to top