23/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Από αύριο στα βιβλιοπωλεία η αυτοβιογραφία της Αλκης Ζέη

«Δεν θα 'θελα να έχω ζήσει μιαν άλλη ζωή»

Τα πρώτα 25 χρόνια, που τη διαμόρφωσαν, περιγράφει η αγαπημένη συγγραφέας στο βιβλίο της «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο». Από τότε που έφηβη, με το παρατσούκλι Κοτοκούλι, έγραφε τις ερωτικές επιστολές της υπηρέτριάς τους, μέχρι τον γάμο της με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου.
      Pin It

Τα πρώτα 25 χρόνια, που τη διαμόρφωσαν, περιγράφει η αγαπημένη συγγραφέας στο βιβλίο της «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο». Από τότε που έφηβη, με το παρατσούκλι Κοτοκούλι, έγραφε τις ερωτικές επιστολές της υπηρέτριάς τους, μέχρι τον γάμο της με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου

 

Της Παρής Σπίνου

 

«Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου». Με βάση αυτά τα δύο βασικά συστατικά, η Αλκη Ζέη, από τις κυρίαρχες πένες της Μεταπολίτευσης, που μεγάλωσε γενιές παιδιών μαθαίνοντάς τους μέσα από τις ιστορίες της τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, παραδίδει στα 88 της την αυτοβιογραφία της «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» (αύριο στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Μεταίχμιο).

 

Επίκεντρο τα πρώτα 25 χρόνια, που διαμόρφωσαν τη μετέπειτα πορεία της. Συνοδοιπόροι στα νεανικά βήματά της πολλές προσωπικότητες: η κολλητή φίλη της Ζωρζ Σαρή, η «θείτσα της» Διδώ Σωτηρίου, ο σύντροφος της ζωής της Γιώργος Σεβαστίκογλου, αλλά και ο Κάρολος Κουν, ο Νίκος Γκάτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Μάνος Χατζιδάκις… Μια ολόκληρη εποχή, ο Μεσοπόλεμος και η Κατοχή, ζωντανεύει με τη συναρπαστική, πάντα άμεση, πάντα έντιμη αφήγηση της πολυβραβευμένης συγγραφέως, που διανθίζεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

 

Αναφέρει χαρακτηριστικά η ίδια: «Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Οταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει. Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα, μου είπε: “Ετσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε”. “Τώρα” της λέω “που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ’θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;”. “Με τίποτα” μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. “Με τίποτα” συμπλήρωσα κι εγώ».

 

Η Αλκη Ζέη περιγράφει τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα και τη Σάμο, όπου πήγε κοντά στον παππού μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της τη Λενούλα, λόγω ασθένειας της μητέρας της –από εκείνη την εποχή είναι εμπνευσμένο το πρώτο της βιβλίο «Το καπλάνι της βιτρίνας» (1963).

 

Η περιπέτεια της γραφής για το Κοτοκούλι, όπως ήταν το παρατσούκλι της, ξεκίνησε στην εφηβεία, με ένα καλά ξυσμένο μολύβι Φάμπερ νούμερο δύο και μια κόλλα αλληλογραφίας, γράφοντας πάνω στο τραπέζι της κουζίνας επιστολές στον αγαπημένο της υπηρέτριάς τους, στη Σάμο. Ανακάτευε δικές της ιδέες με φράσεις από την Πηνελόπη Δέλτα και τον Ντοστογέφσκι προκαλώντας δάκρυα συγκίνησης στις υπηρέτριες της γειτονιάς.

 

Πάνω στο ίδιο τραπέζι θα γεννηθεί ο Κλούβιος, ο γνωστός ήρωας του κουκλοθέατρου «Μπαρμπα-Μυτούσης», που ανέπτυξε η Ελένη Περάκη. Ποιος θα το πίστευε πως την πρώτη παράσταση θα παρακολουθούσαν ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, ο Πλωρίτης, ο Γκάτσος, με τον οποίο η αδελφή της έζησε έναν νεανικό έρωτα, αλλά και ο Γιώργος Σεβαστίκογλου που έγινε σύζυγος της Αλκης Ζέη.

 

Η γνωριμία με τον Κουν, οι φιλίες που δέθηκαν στον νεοσύστατο εκδοτικό οίκο «Ικαρος», όπου μαζευόταν η αθηναϊκή καλλιτεχνική και πνευματική αφρόκρεμα (με τον Μάνο Χατζιδάκι να παίζει πιάνο), δίνουν ανάσα στις δύσκολες μέρες της Κατοχής: Η Ζέη αρρωσταίνει με οζώδες ερύθημα λόγω ασιτίας και η οικογένεια πουλάει το πιάνο για να την «αναστήσει». Η Διδώ Σωτηρίου μετατρέπει το σπίτι τους σε τόπο συνεδρίασης των γυναικείων ομάδων του ΕΑΜ. Και στα Δεκεμβριανά μια οβίδα των Αγγλων τραυματίζει τη Ζωρζ Σαρή στην Κυψέλη, που παραλίγο να χάσει το χέρι και το πόδι της.

 

Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες δεν λείπουν ακόμα κι όταν φεύγει με τον σύντροφό της για τη Λάρισα, όπου δοκιμάζει τις δυνάμεις της στο θέατρο μαζί με την Καίτη Ντιριντάουα και την Αλέκα Παΐζη. Ο γάμος τους –για βέρες είχαν τα χρυσά κρικάκια από την κουρτίνα της κουζίνας– ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο στην περιπετειώδη ζωής της, με αποκορύφωμα την περίοδο που είναι πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ενωση (1954 – 1964). Τα γράφει αυτά στην «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», και ακόμα και σήμερα διηγείται στα παιδιά και τα εγγόνια της το συναρπαστικό παραμύθι της ζωής της.

 

[email protected]

 

………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Καφές και φλερτ στου Λουμίδη

 

«Να τες στου Λουμίδη σκαστές από τον μπαμπά η Αλκη με την αδελφή της Λενούλα, να πίνουν «ένα θεόπικρο ζουμί που το λένε εσπρέσο»:

 

«Κοίταζα τη Λενούλα που έπινε αυτό το εσπρέσο χωρίς μορφασμό και τα μάτια κολλημένα στον Γκάτσο. Τον κοίταξα κι εγώ. Δεν ήτανε ωραίος, ήταν όμορφος. Πολύ ψηλός, μάτια σχιστά, αριστοκρατικά χέρια. Κατάμαυρα μαλλιά. Εμοιαζε με Ισπανό ευγενή. Πώς να μη μείνει με ανοιχτό στόμα η αδελφή μου. Μια στιγμή εκείνος σηκώθηκε κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μας.

 

–Τι καθίσατε πλάι πλάι, εδώ δεν είναι σχολείο. Δεσποινίς μου. Λέει στη Λενούλα και κάνει μια υπόκλιση σαν να ήθελε να τη ζητήσει σε χορό. Ελάτε να καθίσετε δίπλα μου, και της προτείνει το χέρι.

 

(…) Μια στιγμή ο Εμπειρίκος γυρίζει, την κοιτάζει και λέει: “Μη νομίζετε πως μου διέφυγαν αι ωραιόταται κάλτσαι που φορείτε”. Η Λενούλα φορούσε κάτι άσπρες ριγωτές βαμβακερές κάλτσες. Ητανε η μεγάλη μόδα της Κατοχής. Τις έπλενε και τις άφηνε στον ήλιο ν’ ασπρίζουν. Ηταν πολύ περήφανη γι’ αυτές. Δοκίμασα κι εγώ να φορέσω, μα σούρωναν στα αδύνατα πόδια μου και πάει όλη η γοητεία. Ετσι, πάλι σοσονάκι.

 

Υστερα από λίγο ο Εμπειρίκος βάλθηκε να πειράζει τον Γκάτσο.

 

–Εσύ δεν πρόσεξες τας κάλτσας;

 

–Εγώ Ανδρέα μου, προσέχω τους οφθαλμούς, απάντησε ατάραχος ο Γκάτσος».

 

 

Scroll to top