Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Χωρίς να έχω κάποια πρόσφατη στατιστική μπροστά μου, με μια πρόχειρη ματιά συμπεραίνω πως οι ήδη υπεράριθμες παιδικές σκηνές του θεάτρου μας («ανήλικων θεατών», όπως διατάσσει πλέον το ορθόν) έχουν τελευταία πολλαπλασιαστεί έως κορεσμού. Φαίνεται ότι το θέατρό μας γνωρίζει και αναλόγως επενδύει στο ότι το τελευταίο πράγμα που είναι διατεθειμένοι να περιορίσουν οι γονείς είναι οι έξοδοι των παιδιών τους.

 

Επόμενο είναι λοιπόν στην εποχή της κρίσης τα ένστικτα των θιάσων να στρέφονται αυτομάτως προς τους μικρότερους θεατές – και να λοξοκοιτούν ασφαλώς τη συνδρομή των ωριμότερων συνοδών τους.

 

Γνωστά αυτά. Αυτό που ενοχλεί είναι ότι πολύ όψιμα αρκετοί θίασοι θυμήθηκαν το παιδικό θέατρο, το ρεπερτόριο και την αισθητική του. Οι περισσότεροι έχουν γι’ αυτό μια αόριστη πρόθεση παραγωγής ενός διασκεδαστικού, ελαφριού, εκτονωτικού δίωρου με γεύση ποπκόρν, άρωμα λεμονάδας και ολίγον από νοοτροπία φουσκωτού παιδότοπου.

 

Ετσι όλοι μένουν ευχαριστημένοι: οι θεατρώνες γιατί βλέπουν το κοινό να συρρέει, και μάλιστα ώρες που κανονικά θεωρούνται «νεκρές», γονείς γιατί επιτελούν το γονεϊκό τους καθήκον και τα μικρά επειδή γλυκαίνονται καταναλώνοντας αυτό το είδος παιδικού βαριετέ.

 

Και τα παιδιά διαπαιδαγωγούνται αναλόγως, με τρόπους ανάρμοστους (συνήθως θεωρείται φυσικό και χαριτωμένο να ξεσαλώνουν…), και το χειρότερο ανακόλουθους σε ό,τι το σύγχρονο θέατρο εκπροσωπεί. Μας αρέσει ή όχι, ακολουθώντας εδώ και πολλά χρόνια το ρεύμα, το παιδικό θέατρο δεν λειτουργεί πλέον εκτονωτικά, σαν προέκταση της τηλεόρασης με ζωντανές κούκλες, ούτε διδακτικίστικα, σαν προέκταση του σχολείου με πιο «κουλ» τρόπους.

 

Το πιο σοβαρό μέρος του παιδικού θεάτρου είναι πλέον διαλεκτικό, σύνθετο, «δύσκολο» και αισθητικά απαιτητικό, ώστε να αποτελεί για το παιδί και τους γονείς όχι απλή πρόσκληση αλλά πρόκληση θεάματος.

 

Σε αυτό το πλαίσιο η Μικρή Πόρτα αποφάσισε να παρουσιάσει φέτος ένα διασκεδαστικό αλλά και απαιτητικό έργο, πολύ γνωστό αλλά και παρεξηγημένο, από τα χρωματιστά ονειροδράματα του Ντίσνεϊ. Η «Μικρή γοργόνα», γραμμένη το 1837 από τον Αντερσεν, διασκευασμένη σαν μεταδραματικό θέατρο από τον γνωστό και βραβευμένο Αγγλο συγγραφέα νεανικού θεάτρου Μάικ Κένι (μετάφραση της Ξένιας Καλογεροπούλου), δεν είναι έργο τυπικά εύκολο και κυρίως δεν είναι έργο απλοϊκά ευχάριστο.

 

Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, ανήκει στη μελαγχολική διάσταση ποιητικού ρεαλισμού, στην οποία εντάσσονται τα περισσότερα από τα αριστουργήματα του Δανού συγγραφέα. Αφαιρέστε από αυτό τα όποια στοιχεία παραβολής και έχετε μπροστά σας μια υπαρξιακή διατριβή παράλληλη τού επίσης Δανού, συγχρόνου και με πλάγιο τρόπο συνοδοιπόρου τού Αντερσεν, Κίρκεργκααρντ.

 

Τι λέει η μικρή γοργόνα με υπαρξιακούς όρους; Μια ύπαρξη ωθείται από τον έρωτά της να μεταμορφωθεί για να ανήκει στον άλλον. Ανταλλάσσει τα στοιχεία της ταυτότητάς της. Και επιλέγει στο τέλος τη δική της ζωή ως αντάλλαγμα μιας έλλογης θυσίας. Η μικρή μας γοργόνα μπορεί σαν γοργόνα να γίνεται αφρός στο κύμα, υπαρξιακά όμως διασώζεται.

 

Δυο παιδιά στον κόσμο του Αντερσεν

 

Αν επιμένω σε μια τέτοια βαρύγδουπη αναφορά, είναι για να επισημάνω τη διαφορά του θεάτρου αυτού από τα υπόλοιπα. Και για να τονίσω ότι το τέλος του παραμυθιού δεν είναι τόσο δυστυχές, τουλάχιστον για όσους θέλουν επέκταση των προβληματισμών τους πέραν του ευτυχούς τέλους των χολιγουντιανών μελοδραμάτων.

 

Στη Μικρή Πόρτα όλα, αντίθετα, κυλούν στο ύφος μιας ιστορίας που αφηγούνται δύο «παιδιά» καθώς αγωνίζονται να μιμηθούν αλλά και να καταλάβουν την ιστορία του Αντερσεν. Γι’ αυτό χρησιμοποιούν το παλιό εργαλείο κατανόησης του κόσμου: το θέατρο, τη μεταμόρφωση και το παιχνίδι του. Αναλαμβάνουν ρόλους, δίνουν σχήματα, χρησιμοποιούν τα εφέ του θεάτρου και της φαντασίας τους.

 

Είναι η πολλαπλή φορά που το γράφω αυτό για το θέατρο της Καλογεροπούλου: η παράσταση και η σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου στοχεύει σε μια γιορτή του θεάτρου, σε μια εκ νέου ανακάλυψή του, στην οποία οι ηθοποιοί και οι συντελεστές έχουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εμβαπτίσουν την τέχνη τους. Και μάλιστα μπροστά σε εκείνους που διεκδικούν το κλειδί της αυθεντικότητας, στα μάτια των παιδιών.

 

Αυτή τη φορά όμως υπάρχουν και στοιχεία κριτικής που θα ήθελα να επισημάνω. Για παράδειγμα, ο Γιώργος Οικονόμου έχει ασφαλώς πολύ κέφι, η εισαγωγή του όμως ως κομπέρ απευθύνεται μάλλον στους γονείς –τουλάχιστον στην παράσταση που παρακολούθησα-, με στοιχεία που αρμόζουν σε θέατρο πίστας και βρίσκονται εκτός των ορίων αντίληψης των μικρών παιδιών. Και η Μαρία Σκουλά δείχνει πάντα γλυκιά και ευπροσήγορη στα δικά μας μάτια, στα μάτια όμως των παιδιών ίσως να καταβάλλει προσπάθεια για να γίνεται πειστική κόντρα στο φιζίκ της.

 

Παραμένει μια εξαιρετική πρόταση, πρυτανεύουσα πιθανόν ανάμεσα στις άλλες της παιδικής μας σκηνής. Αλλά από την άποψη του ρυθμού και της μαγείας είναι μάλλον κατώτερη σε σχέση με παλιότερες εργασίες του θεάτρου. Ακόμα και το ίδιο το έργο του Κένι μοιάζει να τελειώνει απότομα, όταν είναι φανερό ότι ο πικρός επίλογος του Αντερσεν χρειάζεται περισσότερη επεξεργασία. Στο τέλος τέλος το αυθεντικό παραμύθι έχει να αντιμετωπίσει τόσο λούστρο από την κινηματογραφική διασκευή που το συνοδεύει…

 

Scroll to top