Pin It

Του Βασίλη Βασιλικού

 

στον Κώστα Καλφόπουλο

 

Το έργο του Γιάννη Μαρή (45, περίπου, αυτοτελή βιβλία) απαρτίζεται από πολλές συνιστώσες. Και σαν τον ΣΥΡΙΖΑ αύξησε απότομα το έτος 2012 τα αναγνωστικά ποσοστά του. Εγινε η αντιπολίτευση στην τριαδική κυβέρνηση λογοτεχνών-συγγραφέων και γραφομανών. Ανέκτησε τους πολυάριθμους αναγνώστες που είχε όταν δημοσίευσε τα ίδια αυτά βιβλία σε συνέχειες σ' εφημερίδες και περιοδικά. Και φέρει τη γοητεία του παρελθόντος που προσκομίζει στους τηλεθεατές ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος.

 

1η συνιστώσα: Το αναγκαίο πτώμα. Ο απαραίτητος φόνος.

 

2η συνιστώσα: Η εμπλοκή του πρωταγωνιστή από άσχετη με αυτό αιτία. (Ντεραπάρισμα αυτοκινήτου, λάστιχο, τυχαία συνάντηση, άσχετη διαδρομή, νευροφυτικές διαταραχές κ.τ.λ.).

 

Με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης, που έχει την ίδια άγνοια για τις συνθήκες του φόνου και για τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτόν, ταυτίζεται με τον πρωταγωνιστή και συμπάσχοντας με τις απορίες που γίνονται σταδιακά αγωνιώδη ερωτήματα, έχοντας τον ίδιο βαθμό πληροφόρησης με εκείνον, δαγκάνει το δόλωμα και πλέον ο επιδέξιος ψαράς που είναι ο Μαρής δεν τον ξαγκιστρώνει, παρά στις εντελώς τελευταίες σελίδες του κάθε βιβλίου του.

 

3η συνιστώσα: Ο έρωτας. Είναι βαθύτατα ερωτικός συγγραφέας ο Μαρής, γιατί η συνιστώσα του κεραυνοβόλου έρωτα που δεν επιδέχεται λογικές ή ψυχαναλυτικές εξηγήσεις, δίνει στον συγγραφέα την απαραίτητη δικαιολογία στην εγγενή αδυναμία σοβαρών και ευκατάστατων ανδρών, μέσης κατά προτίμηση ηλικίας, να μην μπορούν ν' αντιδράσουν σ' αυτό το ξαφνικό αίσθημα που γεννήθηκε μέσα τους, ως κεραυνός εν αιθρία.

 

4η συνιστώσα: Η ισοτιμία των φύλων. Ανδρες και γυναίκες στο έργο του είναι μοιρασμένοι σε ίσα ποσοστά. Fifty-fifty. Με τους καλούς-καλές, τους ομορφάντρες και τις καλλονές, τους φτωχούς και τις φτωχές, τους σατανικούς και τις σατανικές, τους αθώους και τις αθώες. Κι όπως υπάρχει μόνο η femme fatale και όχι ο homme fatal, ο Μαρής υποτάσσεται στον κανόνα.

 

5η συνιστώσα: Νομός προτίμησης: Αττικής, οι της Θεσσαλίας, Θεσσαλονίκης και περιχώρων, συμπεριλαμβανομένου και του ανεξάρτητου κρατιδίου του Αγίου Oρους.

 

6η συνιστώσα: Αμαρτίες γονέων επί Kατοχής παιδεύουσι τέκνα τις επόμενες δεκαετίες. Δωσίλογοι, γερμανοτσολιάδες που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, εξακολουθούν να συνεργάζονται με μεταλλαγμένους «ναζί» από άλλες χώρες και ηπείρους, ψάχνοντας ακόμα για «κρυμμένους θησαυρούς» εξοντωθέντων από τους ίδιους ελληνοεβραίων.

 

Στη συνιστώσα αυτή θα σταθώ λίγο περισσότερο για να εξηγήσω πώς αυτό τον «βολεύει» σαν συγγραφέα με αριστερή προέλευση, που δεν ασχολείται με το τραγικό παρόν της εποχής του (Εμφύλιος, κυνήγι ανελέητο αριστερών, εξορίες, αποστασίες, χούντα), αλλά βρίσκει στην περίοδο της Κατοχής τη δεξαμενή απ' όπου αντλεί το απαραίτητο βάθος πεδίου που πρέπει να έχει ένα καλό μυθιστόρημα. Ολοι οι «κακοί» στα βιβλία του υπήρξαν κάποτε δωσίλογοι, μεταμφιεσμένοι σε «έντιμους» μετακατοχικούς πολίτες. Τέτοιο κόλαφο κατά του δωσιλογισμού στην Ελλάδα δεν συνάντησα σε άλλον Ελληνα συγγραφέα, ούτε στους πιο ακραίους της Αριστεράς.

 

7η συνιστώσα: Η οικονομία του λόγου. Στα 45 μυθιστορήματά του (με τις νουβέλες και τα λιγοστά διηγήματα συμπεριλαμβανομένων σ' αυτά), δεν βρήκα ούτε μία (το τονίζω: ούτε μία) περιττή περιγραφή, ούτε μία ατάκα από τους κρυστάλλινους σε διαύγεια διαλόγους που θα μπορούσε να λείψει.

 

Οπως οι μεγάλοι τραγουδιστές της όπερας διαθέτουν ένα σπάνιο διάφραγμα που τους επιτρέπει να βγάλουν και τα πιανίσιμα και τις κορόνες αβίαστα, ο Μαρής διαθέτει το ίδιο διάφραγμα για τη συγγραφική αναπνοή. Από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα κάθε βιβλίου του ο αναγνώστης περπατά πάνω σε τεντωμένο σκοινί, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή, από τις συνεχείς ανατροπές, να γκρεμοτσακιστεί, αλλά ο μάγος-συγγραφέας επιδέξια τον προστατεύει. Μόνο, φτάνοντας στην άλλη άκρη του γκρεμού (δηλαδή κλείνοντας το βιβλίο) κοιτάζει το βάραθρο που μόλις πέρασε και γλυκαμένος αναζητά ένα άλλο μυθιστόρημά του να διαβάσει.

 

8η συνιστώσα: «Καλώς τον». Η συνιστώσα αυτή αφορά την εμφάνιση του αστυνόμου Μπέκα. Με την ίδια πάντα περιγραφή του μειλίχιου χαρακτήρα του και του φθαρμένου κοστουμιού του, είτε είναι εν ενεργεία είτε ως συνταξιούχος, τον καλωσόριζα μέσα μου, γιατί ήξερα πως θα τα καταφέρει, μέσα από τις συμπληγάδες της περίπλοκης ιστορίας, να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Εκτός από ένα μυθιστόρημα όπου στην τελευταία αράδα φαίνεται να αμφιβάλλει για το αν είναι Αυτός ή Εκείνη πραγματικός δολοφόνος. Κι εκεί ένιωσα ελαφρώς «σαν να με πρόδωσε».

 

9η: Η συνιστώσα αυτή της πλοκής είναι πολύ απλή: η κληρονομιά, οι κληρονόμοι, η μεταβίβαση της κληρονομιάς στη χήρα ή στον χήρο, ο αριβίστας-ζιγκολό, οι όμορφες ώριμες κυρίες, τα μοντέλα όπως θα λέγαμε σήμερα τις νεαρές καλλονές των βιβλίων του, οι γυμνασμένοι άντρες, οι αρσιβαρίστες, οι εκκεντρικοί ζωγράφοι και η καθησυχαστική για τον αναγνώστη φράση «λάιτ-μοτίφ» ότι «αυτά συμβαίνουν μόνο στα μυθιστορήματα». Αρα το μυθιστόρημα που διαβάζεις, αναγνώστη, δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι πραγματική ιστορία.

 

10η: Τελευταία συνιστώσα: η Αθήνα μας. Η «λιοπερίχυτη και λιόκαλη… η διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι». Ποτέ δεν λάτρεψα τόσο πολύ αυτή την πόλη όσο μέσα στα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή. Ακόμα κι όταν βρέχει, είναι «αγαπησιάρικη».

 

Κλείνοντας, αναρωτιέμαι πώς ο Μαρής θα έγραφε σήμερα τα μυθιστορήματά του με την τηλεόραση, τα κινητά, το DNA, το Διαδίκτυο, τα SMS, το twitter, πώς δηλαδή θα μετέτρεπε την τεχνολογία σε λογοτεχνία. Αραγε θα υπάρξει στο μέλλον «ο νέος Μαρής», όπως αναρωτήθηκα πολλές φορές αν θα υπάρξει στον τόπο μας ένας νέος Καζαντζάκης; Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω.

 

 

 

Ι

Scroll to top