Pin It

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

 

Με ένα πρόσφατο κείμενό του, ο Γιούργκεν Χάμπερμας παρεμβαίνει στη θεωρητική και πολιτική πολεμική για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο Γερμανός φιλόσοφος επικρίνει μια μερίδα της Αριστεράς επειδή παραμένει καθηλωμένη σε «νοσταλγικές» θέσεις, επαναλαμβάνοντας έτσι το εθνικιστικό λάθος των αρχών του εικοστού αιώνα. Την αφορμή για την παρέμβαση του Χάμπερμας την έδωσε το βιβλίο του κοινωνιολόγου Βόλφγκανγκ Στρέεκ «Gekaufte Zeit» (Suhrkamp, 2013). Ο Στρέεκ υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση ταυτίζεται σήμερα με τον πιο επιθετικό νεοφιλελευθερισμό και ότι ο ιδεαλισμός ενός αριστερού ευρωπαϊσμού τον οδήγησε να συμμετάσχει στην κατασκευή ενός τερατώδους οικοδομήματος. Κατά τον Χάμπερμας, αυτές οι θέσεις εκφράζουν μιαν υποχώρηση της Αριστεράς στις πιέσεις που της ασκούν οι λαϊκιστικές τάσεις της Δεξιάς και του κέντρου. Παρουσιάζουμε στη συνέχεια ένα απόσπασμα από το κείμενο του Γιούργκεν Χάμπερμας.

 

 

[…] Ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ δεν προτείνει να ολοκληρώσουμε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αλλά να το διαλύσουμε. Θέλει να επιστρέψουμε στα εθνικά οχυρά των δεκαετιών 1960 και 1970, με σκοπό να «υπερασπιστούμε και να αποκαταστήσουμε όσο είναι δυνατό τα κατάλοιπα εκείνων των πολιτικών θεσμών, χάρη στους οποίους θα μπορέσουμε να τροποποιήσουμε και να αντικαταστήσουμε τη δικαιοσύνη της αγοράς με την κοινωνική δικαιοσύνη». Αυτή η επιλογή νοσταλγικής περιχαράκωσης στην «κυρίαρχη» αδυναμία εθνών που έχουν ήδη υπερνικηθεί είναι παράδοξη, αν μάλιστα πάρουμε υπόψη μας τους ιστορικούς μετασχηματισμούς των εθνικών κρατών, τα οποία στο παρελθόν είχαν ακόμα τις αγορές της επικράτειάς τους υπό έλεγχο, ενώ σήμερα αντίθετα υποβαθμίζονται στον ρόλο αποδυναμωμένων παραγόντων, που με τη σειρά τους εντάσσονται στις παγκοσμιοποιημένες αγορές […].

 

Προφανώς η ικανότητα παρέμβασης εθνικών κρατών, που περιφρουρούν άγρυπνα μια κυριαρχία ήδη από καιρό στερούμενη περιεχομένου, δεν είναι αρκετή ώστε να μπορέσουν να αποφύγουν τις επιταγές ενός υπερτροφικού και δυσλειτουργικού πιστωτικού τομέα. Τα κράτη που δεν συνενώνονται σε υπερεθνικές ενώσεις και διαθέτουν μόνο το εργαλείο των διεθνών συμφωνιών αποτυγχάνουν μπροστά στην πολιτική πρόκληση να συντονίσουν αυτόν τον τομέα με τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας και να τον επαναφέρουν σε εξισορροπημένες και λειτουργικές διαστάσεις.

 

Βλέπουμε ότι ακόμα και τα κράτη της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης δοκιμάζονται μπροστά στο καθήκον να επαναφέρουν αμετάκλητα παγκοσμιοποιημένες αγορές στην ακτίνα δράσης μιας έμμεσης αλλά στοχευμένης πολιτικής παρέμβασης. Στην πραγματικότητα, η πολιτική τους για την αντιμετώπιση της κρίσης περιορίζεται στην ενίσχυση μιας κυριαρχίας των ειδικών και στη λήψη μέτρων που απλώς μεταθέτουν τα προβλήματα. Δίχως την ώθηση μιας ενεργητικής διαμόρφωσης της βούλησης μιας κοινωνίας πολιτών που μπορεί να κινητοποιείται πέρα από τα εθνικά σύνορα, στην εκτελεστική εξουσία των Βρυξελλών, η οποία έχει ήδη γίνει αυτοαναφορική, λείπουν η δύναμη και το συμφέρον για να ρυθμίσουν με μορφές κοινωνικά βιώσιμες τις αγορές που έχουν εγκαταλειφθεί στα ζωικά τους πνεύματα.

 

Καθώς ο Στρέεκ υπογραμμίζει επανειλημμένα «το οργανωτικό πλεονέκτημα των αγορών που ολοκληρώνονται σε παγκόσμια κλίμακα σε σύγκριση με τις κοινωνίες που είναι οργανωμένες σε εθνικά κράτη», θα νόμιζε κανείς ότι η ίδια η ανάλυσή του θα τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να δημιουργήσουμε σε υπερεθνικό επίπεδο εκείνη τη δύναμη που ρύθμιζε τις αγορές και που κάποτε συγκεντρωνόταν στη δημοκρατική νομοθεσία των εθνικών κρατών. Αντίθετα, αυτός σαλπίζει την υποχώρηση πίσω από τη γραμμή Μαζινό της εθνικής κυριαρχίας.

 

Ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ συμμερίζεται την υπόθεση ότι η εξισωτική ουσία του δημοκρατικού κράτους δικαίου μπορεί να πραγματωθεί μόνο με βάση την εθνική ένταξη και επομένως μόνον εντός των εδαφικών συνόρων ενός εθνικού κράτους, επειδή διαφορετικά θα ήταν αναπόφευκτη η περιθωριοποίηση των μειονοτικών πολιτισμών. Ακόμα και αν παραγνωρίσουμε την ευρεία συζήτηση για τα πολιτισμικά δικαιώματα, αυτή η υπόθεση, εξεταζόμενη από μια μακροπρόθεσμη προοπτική, είναι αυθαίρετη. Ηδη τα εθνικά κράτη βασίζονται στην εν πολλοίς τεχνητή μορφή μιας αλληλεγγύης μεταξύ ξένων, η οποία γεννιέται από τη νομική κατασκευή της ιδιότητας του πολίτη. Ακόμα και σε κοινωνίες ομοιογενείς από εθνική και γλωσσική άποψη, η εθνική συνείδηση δεν έχει τίποτα το φυσικό. Είναι μάλλον ένα προϊόν της ιστοριογραφίας, του τύπου και της στρατιωτικής θητείας […].

 

Ο Βόλφγκανγκ Στρέεκ φοβάται τα ενοποιητικά και ιακωβίνικα γνωρίσματα μιας υπερεθνικής δημοκρατίας, επειδή αυτή, βαδίζοντας στον δρόμο μιας διαρκούς περιθωριοποίησης των μειονοτήτων, δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε μιαν ισοπέδωση των κοινοτήτων που βασίζονται στην εδαφική γειτνίαση. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αυτός υποτιμά την ανανεωτική και δημιουργική φαντασία του δικαίου, που έχει ήδη εκδηλωθεί στους τωρινούς θεσμούς και στους ισχύοντες κανόνες. Ο νους μου πάει στην ευρηματική διαδικασία απόφασης της «διπλής πλειοψηφίας» και στην σταθμισμένη σύνθεση του ευρωκοινοβουλίου, η οποία, ακριβώς προκειμένου να πετύχει μιαν αναλογική αντιπροσώπευση, παίρνει υπόψη της τις μεγάλες αριθμητικές διαφορές μεταξύ των πληθυσμών των μεγαλύτερων και των μικρότερων χωρών […].

 

Το ομοσπονδιακό κράτος είναι το λαθεμένο μοντέλο. Πράγματι, οι προϋποθέσεις δημοκρατικής νομιμοποίησης μπορούν να ικανοποιηθούν και από μιαν υπερεθνική αλλά και υπερκρατική δημοκρατική κοινότητα, που θα καθιστά δυνατή μια κοινή διακυβέρνηση. Σε αυτήν όλες οι πολιτικές αποφάσεις θα νομιμοποιούνται από τους πολίτες με τον διπλό τους ρόλο των Ευρωπαίων πολιτών και των πολιτών των διάφορων κρατών-μελών. Σε μια τέτοια πολιτική ένωση, η οποία θα διαφέρει σαφώς από ένα «υπερκράτος», τα κράτη-μέλη, ως εγγυητές του επιπέδου δικαιωμάτων και ελευθεριών που αυτά εκπροσωπούν, θα διατηρούσαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο σε σύγκριση με τις υποεθνικές αρθρώσεις ενός ομοσπονδιακού κράτους. Η πολιτική ένωση θα μπορούσε να επισπευστεί αν τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα συνεργάζονταν πέρα από τα εθνικά σύνορα, για να προωθήσουν πολιτικές εκστρατείες ενάντια σε αυτήν την απατηλή μεταμόρφωση των κοινωνικών προβλημάτων σε εθνικά προβλήματα.

 

Τη θέση ότι «στη σημερινή Δυτική Ευρώπη ο εθνικισμός δεν είναι πλέον ο μεγαλύτερος κίνδυνος και λιγότερο από κάθε άλλη φορά ο γερμανικός εθνικισμός» τη θεωρώ πολιτικά ανόητη. Το γεγονός ότι σε όλες τις εθνικές δημόσιες σφαίρες λείπουν συγκρούσεις γνωμών γύρω από ορθά τοποθετημένες εναλλακτικές πολιτικές λύσεις μπορώ να το εξηγήσω μόνο με τους φόβους των δημοκρατικών κομμάτων απέναντι στην πολιτική δυναμική της Δεξιάς. Οι πολωτικές διαμάχες για την πολιτική της Ευρώπης μπορούν να είναι διαφωτιστικές μάλλον και όχι να πυροδοτούν εντάσεις, μόνον αν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη συναποδέχονται ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές στερούμενες κινδύνων ούτε και επιλογές χωρίς κανένα κόστος. Αντί να ανοίγουν λάθος μέτωπα κατά μήκος των εθνικών συνόρων, θα ήταν καθήκον αυτών των κομμάτων να διακρίνουν κερδισμένους και χαμένους της κρίσης με βάση τις κοινωνικές ομάδες που, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, καταλήγουν κάθε φορά να έχουν πληγεί λιγότερο ή περισσότερο από την κρίση. Τα αριστερά ευρωπαϊκά κόμματα είναι έτοιμα να επαναλάβουν τα ιστορικά τους λάθη του 1914. Ακόμα και σήμερα αυτά οπισθοχωρούν από φόβο μπροστά στην τάση του δεξιού λαϊκισμού, που είναι παρούσα στο κέντρο της κοινωνίας […].

 

Scroll to top