Pin It

Του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου*

 

Ηρθα πρώτη φορά σε επαφή με τη Χρυσή Αυγή όταν υπηρετούσα τη θητεία μου στον στρατό, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, τότε που η οργάνωση αυτή αντιμετωπιζόταν ακόμη ως ένας εσμός γραφικών «σκίνχεντ» που άκουγαν χέβι μέταλ, έλκονταν από το δωδεκάθεο και ήταν γενικώς «πυροβολημένοι». Η μοίρα με είχε ρίξει στη λεγόμενη «πινέζα», σε κάποιο από τα αφιλόξενα στρατόπεδα του βόρειου Εβρου, στα σύνορα Ελλάδας – Βουλγαρίας – Τουρκίας. Μια από τις υπηρεσίες της μονάδας μου ήταν τα καθημερινά περίπολα –με τις δεσμίδες πάνω στο όπλο– σε ένα από τα πυκνά δάση της περιοχής, παραλλήλως της συνοριακής γραμμής. Το περίπολο γινόταν από κοινού με άνδρες των ειδικών δυνάμεων, που αποτελούνταν συνήθως από 20χρονα πιτσιρίκια που την έβρισκαν άγρια με τα κουμπούρια και, σε αντίθεση με εμάς τους βαριεστημένους που βλαστημάγαμε όλη μέρα με την ατυχία που μας είχε βρει, γούσταραν τρελά τη στρατιωτική ζωή. Σε ένα τέτοιο περίπολο, μια παγωμένη νύχτα του Ιανουαρίου, μέσα σε ένα πυκνό χιονισμένο δάσος από οξιές, πέρασε σε απόσταση 100 περίπου μέτρων ένα αγριογούρουνο, για τα οποία είναι άλλωστε γνωστή η περιοχή στους κυνηγούς. Στην ομάδα μας υπήρχε ένα πιτσιρίκι των ειδικών δυνάμεων που, από την πρώτη στιγμή του περίπολου, μας είχε ζαλίσει τ' αυτιά με διάφορες στρατιωτικές ιστορίες, τις οποίες διηγούνταν με περίσσιο ενθουσιασμό και με προφορά που δήλωνε την επαρχιώτικη καταγωγή του.

 

Χωρίς να προειδοποιήσει κανέναν, ο στρατιώτης σήκωσε το όπλο του, σημάδεψε ήρεμα και πυροβόλησε προς τη μεριά του αγριογούρουνου, ταράσσοντας τη γαλήνια αταραξία της νύχτας. Πέσαμε κάτω τρομοκρατημένοι, χωρίς να έχουμε καταλάβει αν μας πυροβολούσε ο «εχθρός» ή αν είχε εκπυρσοκροτήσει κατά λάθος κάποιο όπλο μας. Στρέφοντας τα κεφάλια μας στο πιτσιρίκι που είχε μείνει όρθιο, τον είδαμε να χασκογελάει με υπερηφάνεια λέγοντας: «Πρέπει να το πέτυχα, ρε μαλάκες!» Ο αξιωματικός που ήταν επικεφαλής, μόλις συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, όρμησε καταπάνω του και άρχισε να τον καρπαζώνει, βρίζοντάς τον με φράσεις που δεν μεταφέρονται, καθώς ήδη τα φυλάκια των απέναντι είχαν φωταγωγήσει την περιοχή και βάραγαν τη σειρήνα τους. Ο μικρός βλαμμένος είχε καταφέρει να δημιουργήσει μίνι συνοριακό επεισόδιο.

 

Αφού έφαγε τις μάπες του, ο ίδιος έβαλε τα κλάματα. Δεν ήταν όμως από ενοχή. Με τα μάτια κόκκινα γύρισε και μας είπε ότι είμαστε όλοι «αδελφές» που τα έκαναν πάνω τους μόλις έπεσε η πρώτη τουφεκιά, και ότι τελικά οι μόνοι «πραγματικοί» Ελληνες που έχουν τα «απαυτά» να υπερασπιστούν τα ιερά μας εδάφη είναι μόνο οι «δικοί του». Τόλμησα να τον ρωτήσω ποιους εννοούσε, για να εισπράξω μια απάντηση που τότε φυσικά θεώρησα αστεία: «Η Χρυσή Αυγή, ρε γελοίε! Και να ξέρεις, κάποια μέρα θα έρθουμε στα πράγματα».

 

Εχω ξαναθυμηθεί φυσικά την ιστορία αυτή, με πολλές αφορμές έκτοτε, προσπαθώντας να κατανοήσω την «ανθρωπολογία» των μελών της Χ.Α., ένας στενός κύκλος εκ των οποίων παραμένει στρατευμένος οπαδός της εδώ και 20 χρόνια και πλέον – το πιτσιρίκι του Εβρου μάλλον θα είναι από αυτούς. Και ξανάφερα το επεισόδιο στο μυαλό μου, με την πρόσφατη ανακοίνωση των «εφέδρων» που ανακίνησαν μνήμες από τα στρατιωτικά πραξικοπήματα του παρελθόντος. Και μολονότι ξέρω ότι η φαιδρότητα μάλλον ταιριάζει περισσότερο ως χαρακτηρισμός σε τέτοιου είδους «κινηματίες» της συμφοράς, και ότι, από πολλές απόψεις, οι συνθήκες δεν είναι σήμερα πρόσφορες για τέτοια παρέμβαση από εξωπολιτικούς παράγοντες, θυμήθηκα κάτι που με έκανε να θορυβηθώ ακόμη περισσότερο για τον αναβιώνοντα μιλιταρισμό: εκείνη τη γνωστή φωτογραφία του συνταγματάρχη Παπαδόπουλου με έναν πράκτορα της CIA σε κάποιο δάσος του Εβρου, τον χειμώνα του 1965, που είχαν βρεθεί οι δυο τους για να κυνηγήσουν αγριογούρουνα – και όχι μόνο…

 

 

* Ο Δ. Π. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο ΤΕΙ Πελοποννήσου και διδάσκων ΠΜΣ στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο

 

Scroll to top