Pin It

ΙΔΕΕΣ ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ

 

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

 

Διακεκριμένη συγγραφέας και δημοσιογράφος, η Μπάρμπαρα Σπινέλι έχει γεννηθεί στη Ρώμη το 1946 και είναι κόρη του Ιταλού αντιφασίστα Αλτιέρο Σπινέλι (1907-1986), εξέχοντος φεντεραλιστή και υποστηρικτή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Σπινέλι αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα La Repubblica, όπου δημοσιεύτηκε και το άρθρο που ακολουθεί.

 

Λέγεται συχνά ότι η Ευρώπη έχει χάσει την ελκτική της δύναμη τώρα που οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν πλέον πολέμους. Είναι δύσκολο όμως να αποκαλέσουμε ειρήνη αυτό που ζούμε. Πολεμικός είναι ο τρόπος με τον οποίο εδώ και δύο χρόνια Ελληνες και Γερμανοί μιλούν μεταξύ τους. Πολεμικό είναι το κλίμα της ύφεσης και του φόβου. Πολεμική είναι κυρίως η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις υπερχρεωμένες χώρες, οι οποίες διόλου τυχαία αποκαλούνται Pigs,δηλαδή γουρούνια.

 

Θεωρούνται με άλλα λόγια σαν λαοί νικημένοι με τα όπλα, που πρέπει να εξοστρακιστούν, να τιμωρηθούν. Τα σχέδια λιτότητας, όπως ο πόλεμος κατά τον Κλαούζεβιτς, γίνονται η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα και η Ευρώπη, που συνδέεται με αυτά τα σχέδια, υφίσταται την ίδια μοίρα. Πράγμα που σημαίνει ότι η λιτότητα και το φιλοπόλεμο πνεύμα παραγκωνίζουν την πολιτική, την καταργούν.

 

Υπάρχει γερμανική κυριαρχία, αλλά ο ηγεμόνας δεν έχει σχέδια αναθεμελίωσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είναι τραγικά απούσα μια ευρωπαϊκή εξουσία δημοκρατικά νομιμοποιημένη, που θα αντιπροσωπεύει όλους και θα είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τα καλά και τα κακά ενδεχόμενα. Καιροφυλακτούν ισχυροί υπερεθνικοί θεσμοί, οι οποίοι στην κακοτυχία ενός κράτους διαβλέπουν την αποτυχία ολόκληρου του συστήματος.

 

Υπάρχουν αθώοι και ένοχοι, νικητές και ηττημένοι. Η ίδια η ιδέα της αλληλεγγύης, της ηθικής μάλλον παρά της πολιτικής αλληλεγγύης, συσκοτίζει επικίνδυνα το κοινό συμφέρον, τις κοινές ευθύνες και υποχρεώσεις. Ετσι αντιμετωπίστηκε η Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλιών του 1919 και γνωρίζουμε όσα ακολούθησαν, την εθνικιστική μνησικακία που υποκίνησε η τιμωρία. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε αυτή την αγανάκτηση, δίνοντας στον λαό όχι μόνο μια ανάπτυξη υποκινούμενη από τις στρατιωτικές δαπάνες αλλά και το χαμένο αίσθημα αξιοπρέπειας.

 

Λείπει σήμερα ένας Κέινς, που θα καταγγείλει τις συμφορές που προκαλούνται αναπόφευκτα από τιμωρητικές αποπληθωριστικές θεραπείες. «Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης» ήταν ο τίτλος του βιβλίου του Κέινς που δημοσιεύτηκε το 1919 και σήμερα θα μπορούσε να γραφεί ακριβώς το ίδιο, με τις περιφέρειες της Νότιας Ευρώπης στη θέση της Γερμανίας. Ο Κέινς είχε πάρει μέρος στη συνδιάσκεψη των Βερσαλιών ως εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών, αλλά στις 7 Ιουνίου 1919 παραιτήθηκε και έγραψε το βιβλίο του, που αποτελούσε μια καταγγελία.

 

Οι ιδέες του, που απορρίφθηκαν από τους νικητές, ήταν εξαιρετικά προφητικές: δεν μπορούμε να ζητάμε το ανέφικτο από έναν λαό ηττημένο, αποθαρρημένο, απελπισμένο και δεν μπορούμε να ονομάζουμε την επιβολή όρων συμφωνία. Δεν υπάρχει ειρήνη αν η κρίση δεν βιώνεται ως δράμα κοινό για οφειλέτες και δανειστές. Σε αυτές τις συνθήκες ήταν εμπαιγμός η δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον ότι το 1914-18 θα «τερμάτιζε όλους τους πολέμους». Και άλλες αναφλέξεις θα έρχονταν ρίχνοντας την Ευρώπη σε έναν τριακονταετή πόλεμο.

 

Οι αναμνήσεις παίζουν άσχημα παιχνίδια, ιδίως στη Γερμανία η οποία μετά το 1945 ανοικοδόμησε μια υποδειγματική δημοκρατία, σφυρηλατημένη από τις ενδοσκοπήσεις της πολιτικής της μνήμης. Αλλά με τον καιρό η μνήμη έγινε ημιπληγική. Λες και μόνον ένα μέρος της Ιστορίας έπρεπε να διατηρηθεί. Διατηρείται στη μνήμη η έμμονη ιδέα του υπερβολικά υψηλού πληθωρισμού της περιόδου 1914-1923, αλλά χάνεται η ανάμνηση του αποπληθωρισμού που άρχισε το 1929 και τέλειωσε με την έλευση του Χίτλερ.

 

Το ίδιο συμβαίνει και με τις πολεμικές αποζημιώσεις που διέλυσαν τη δημοκρατία της Βαϊμάρης και με την ήττα του Κέινς στις Βερσαλίες. Λησμονούν την όψιμη νίκη που γνώρισε ο Κέινς μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε η Ευρώπη και η Αμερική άλλαξαν πορεία. Γεννήθηκαν το Σχέδιο Μάρσαλ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η ευρωπαϊκή ενότητα. Νίκησε το New Deal του Ρούζβελτ και όχι ο τυφλός οπτιμισμός του Ουίλσον.

 

Για κανέναν πόλεμο δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι θα ήταν ο τελευταίος, αν μεταξύ των πρώην εμπόλεμων μερών δεν είχαν συμφωνηθεί κοινοί θεσμοί και κοινή ανάπτυξη, με την επίγνωση ότι πάντοτε μπορεί να εμφανιστεί κάποιος που προτιμάει άλλα μέσα και όχι την πολιτική. Η καγκελάριος της Γερμανίας φαίνεται να αδιαφορεί για τα μαθήματα της Ιστορίας ή να τα αγνοεί. Η ευρωπαϊκή κόπωση του λαού της είναι και δικό της έργο.

 

Οσο περισσότερο υποτάσσεται η Μέρκελ στη γερμανική Κεντρική Τράπεζα τόσο περισσότερο διαπνέεται από την παλιά θεωρία: πρώτα βάζουμε τάξη στο σπίτι μας κι έπειτα στην υπερεθνική μας κοινότητα. Η Bundesbank παίρνει τη ρεβάνς ενάντια στον διεθνισμό του Μπραντ, του Σμιτ κι έπειτα του Κολ, ο οποίος θέλησε το ενιαίο νόμισμα κόντρα στο ίδρυμα που θα το εξέδιδε. Η Ιστορία μετρούσε ακόμα εκείνη την εποχή: ο Κολ δήλωσε ότι έπρεπε «να απελευθερώσουμε την Ευρώπη από το γερμανικό πρόβλημα» και να δημιουργήσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, των οποίων το ενιαίο νόμισμα θα ήταν η αφετηριακή κινητήρια δύναμη.

 

Η συμφωνία του Μάαστριχτ όφειλε να προετοιμάσει πολύ πιο ριζικούς θεσμικούς μετασχηματισμούς και αν το σχέδιο ναυάγησε αυτό συνέβη επειδή –με ευθύνη του γαλλικού εθνικισμού- έμεινε στα μισά του δρόμου. Το ίδιο το Σύμφωνο Σταθερότητας, που εγκρίθηκε τον Μάρτιο από 25 κράτη, πειθαρχεί τις επιμέρους οικονομίες με νέες μεταβιβάσεις κυριαρχίας, αλλά δεν δημιουργεί ούτε τους κοινούς θεσμούς ούτε τα οικονομικά εργαλεία (ευρωομόλογα κ.ά.) που θα επέτρεπαν στην Ενωση να κάνει πολιτική και να ενώσει αυτό που έχει διαιρεθεί.

 

Ετσι η Ελλάδα έγινε αποδιοπομπαίος τράγος, το εσωτερικό κακό έγινε εξωτερικό και υψώθηκαν απατηλές γραμμές Μαζινό, προκειμένου να εμποδιστεί η ήδη συντελούμενη διάδοση της νόσου. Φυσικά είναι πολύ επικίνδυνο να τα βάζουμε μόνο με την Ευρώπη, αν μη τι άλλο επειδή είναι τα κράτη εκείνα που την καθορίζουν. Ακόμα και η Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως και η Αθήνα, κινδυνεύει να γίνει αποδιοπομπαίος τράγος, εξωτερικός εχθρός.

 

Η ανάπτυξη, που ζητούν ο Ολάντ και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, το ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα και ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα στην Αθήνα, θα πρέπει να προκύψει από ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες αλλά και από εθνικές μεταβολές, που είναι αναγκαίες σε μια παγκόσμια οικονομία στην οποία η Δύση δεν είναι πλέον το κέντρο. Γεγονός είναι ότι τα δύο πράγματα –η τακτοποίηση του σπιτιού και η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία- θα πρέπει να συμβαδίζουν.

 

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ευρωπαϊκοί θεσμοί που θα συμβάλλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας: με ευρωομόλογα, με κοινούς φόρους στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, με ένα σύμφωνο σαν αυτό που υπέδειξε το γερμανικό συμβούλιο οικονομικών εμπειρογνωμόνων. Αυτό προβλέπει ότι το μέρος των χρεών που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ θα γίνει χρέος της Ενωσης και θα το διαχειρίζεται ένα κοινό ταμείο 2,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ για τουλάχιστον 25 χρόνια (…).

 

Μπάρμπαρα Σπινέλι (ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ)

Scroll to top