06/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ενας συγγραφέας στον καιρό του

Βασίλης Βασιλικός: 60 χρόνια στη λογοτεχνία.
      Pin It

Βασίλης Βασιλικός: 60 χρόνια στη λογοτεχνία

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

βασιλης νασιλικος η διηγηση του ιασονα«Εξαιρετικά καλογραμμένο, με δουλεμένη, καθαρή και γάργαρη φράση και ύφος, που δεν στερείται καθόλου ποίηση» – μια από τις εγκωμιαστικές κριτικές με τις οποίες έγινε δεκτό το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού «Η διήγηση του Ιάσονα». Ενα βιβλίο που έγραψε στα 17 του και κυκλοφόρησε το 1953 –ήγουν πριν από 60 χρόνια– και επανεκδόθηκε πρόσφατα, με τη συνέχειά του, τις «Αναμνήσεις από τον Χείρωνα» (εκδ. Πατάκη).

 

Δεν ήταν το πρώτο του Βασιλικού. Ηδη, το 1949, είχε «σκάσει μύτη» με τρία ποιήματά του στην εφημερίδα «Μακεδονία», ενώ υπήρχαν και κάποια άλλα γραφτά του, μεταξύ των οποίων και το πεζογράφημα «Το σιλό», που εκδόθηκε αργότερα.

 

Εκτοτε είχε μια καλπάζουσα συγγραφική διαδρομή με 120 ώς σήμερα βιβλία, μεταξύ των οποίων το διάσημο «Ζ», που η μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Κώστα Γαβρά έκανε πιο προσιτή την ανά τον κόσμο αναγνώρισή του.

 

Για τον συντάκτη της παρούσας σελίδας, ο Βασιλικός υπήρξε και παραμένει, ως συγγραφέας και πολίτης, μια συνείδηση σε εγρήγορση γι’ αυτό τον τόπο, του οποίου τα πάθη έχει περάσει στο έργο του – και σε τι να πρωτοαναφερθώ σ’ αυτό τον περιορισμένο χώρο… Περνάω σε κάποιες σημερινές εκτιμήσεις του:

 

Βιβλία-τούβλα

 

* Πώς βλέπει ο Βασιλικός τον 17χρονο εαυτό του πρώτου βιβλίου του;

 

«Σαν κάποιον που είχε μια μαθητεία από πολύ νωρίς, κοντά στον μεγάλο δάσκαλο του ύφους (style), τον André Gide. Διαβάζοντας το 1951 τον “Θησέα” του (που του χάρισε και το Νόμπελ το 1946), έγραψα τον δικό μου “Ιάσονα”».

 

* Αντιλαμβανόταν τότε την εξέλιξή του;

 

«Ηξερα ότι ήμουν γεννημένος για να γράφω. Μόνο όταν έγραφα ήμουν ισορροπημένος. Οσο για την εξέλιξη, αυτήν δεν μπορεί κανείς να την ξέρει εκ των προτέρων. Θυμάμαι μια φράση που μου είχε πει το 1954 ο Γιώργος Θεοτοκάς: “Ο συγγραφέας δεν κρίνεται από το πρώτο βιβλίο του, αλλά από τη συνέχεια της πορείας”».

 

* Ποια θεωρεί την πιο γόνιμη περίοδό του;

 

«Την πρώτη (1961-1966), τη δεύτερη (1969-1973) και την τρίτη (1977-1987)».

 

* Μια εικόνα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, έτσι όπως την έχει βιώσει μέσα από την τηλεοπτική εκπομπή του «Αξιον Εστί»:

 

«Παρακολούθησα από το 1994 και μετά τη μεταστροφή της νέας λογοτεχνίας μας, από τον “εσωτερικό μονόλογο”, να μεταμορφώνεται σε “εξωστρεφή διάλογο” με την κοινωνία. Εγινε πιο ρεαλιστική, επηρεασμένη όμως άμεσα και από την τηλεόραση (π.χ. τον ρόλο του “κακού” που είχε παλιά ο βιομήχανος, τώρα τον κρατάει ο “καναλάρχης”). Ωσπου τα τελευταία χρόνια (όχι πάνω από 7) υπερκαλύφθηκε από την παραλογοτεχνία τύπου παλιού “Αρλεκιν” και “Νόρα”. Βέβαια οι εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν. Αλλά άλλαξε και το αναγνωστικό κοινό (κατά 97% γυναικείο). Χάθηκε η οικονομία του λόγου. Κυκλοφορούν πια βιβλία–τούβλα. Το χειρόγραφο κείμενο λειτουργούσε και ως φρένο. Με την ηλεκτρονική γραφή απαιτούνται “πάνες ακράτειας”».

 

Θα επιζήσουμε

 

* Η κρίση που διανύουμε με τα μνημόνια και τη Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα του «Ζ» και του «Κ»;

 

«Είμαι, λόγω της κρίσης, σε περίοδο μη δημιουργική. Ομως για άλλους νεότερους συναδέλφους μου ήδη αποτέλεσε πηγή έμπνευσης. Εκτός του Πέτρου Μάρκαρη, δυο νεότεροι συγγραφείς έδωσαν δυο πολύ αξιόλογα μυθιστορήματα: Ο Χρήστος Οικονόμου, προβλέποντας από το 2010 με το βιβλίο του “Κάτι θα γίνει, θα δεις”, όσα επρόκειτο να συμβούν (και τα οποία συνέβησαν) και ο Θόδωρος Γρηγοριάδης, με το μυθιστόρημά του “Το μυστικό της Ελλης”, όπου η κρίση είναι στο φόντο, αλλά χωρίς αυτήν οι ήρωές του θα λειτουργούσαν αλλιώς».

 

* Μ’ αυτά και μ’ αυτά υπάρχει ελπίδα για τον τόπο;

 

«Σκέφτομαι ότι για 3.000 χρόνια περάσαμε μύρια όσα δεινά. Κι όμως επιζήσαμε. Μιλάμε τουλάχιστον ακόμα την ίδια γλώσσα και κατοικούμε στον ίδιο τόπο, έστω και κατά το μισό της Magna Grecia. O άνθρωπος, όντας από τη φύση του ζώο μη αυτοκτονικό, έχει δυνατό το ένστικτο της επιβίωσης. Ακόμα κι όταν όλα ξεπουληθούν, οι αγοραστές θα μάθουν να μιλούν τη γλώσσα μας και όχι εμείς τη δική τους – η παντοδυναμία του ελληνικού αλφάβητου. Αν δεν πίστευα κάτι τέτοιο, θα γινόμουν ο συγγραφέας που εξακολουθώ να είμαι;»

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Στο πλαίσιο

 

Πριν από κάμποσα χρόνια, ώς την πτώση της χούντας, ο μεγαλύτερος εφιάλτης ενός πολίτη της ευλογημένης αυτής χώρας ήταν ένα σημείωμα από το αστυνομικό τμήμα: «Περάστε για υπόθεσή σας». Κι όταν με δέος δρασκέλιζε την είσοδο του εν λόγω, ήταν σαν να περνούσε την είσοδο της Κόλασης του Δάντη, καθώς δεν ήξερε τι τον περίμενε.

 

Η περίοδος εκείνη ευτυχώς (εκτός από κάποια υπολείμματα) αποτελεί παρελθόν. Εχει όμως αντικατασταθεί με παρεμφερή σημειώματα, από έναν άλλο εφιάλτη, που ελλοχεύει στο γραμματοκιβώτιο (εκεί που σε άλλους καιρούς έφτανε η επιστολή κάποιου προσφιλούς): αυτόν της εφορίας. Που μπορεί να είναι από το εκκαθαριστικό μέχρι πρόσκληση για κάποια πρόσθετα. Και ο εφιάλτης έρχεται να συμπληρωθεί με ανάλογα σημειώματα από δημόσιους ή άλλους οργανισμούς, με διάφορα χαράτσια. Τίποτα, εν πάση περιπτώσει, καλό για τον πανταχόθεν βαλλόμενο απλό πολίτη.

 

Αναφέρομαι στον απλό πολίτη –έμμισθο, συνταξιούχο ή άνεργο– ο οποίος, εκτός των άλλων, δεν είναι καν σε θέση να συντάξει τη φορολογική του δήλωση (είναι και οι τρομολάγνες συστάσεις από τα Μέσα για τις παγίδες που κρύβει), οπότε καταφεύγει σ’ έναν λογιστή – και ό,τι προκύψει. Αντίθετα, ο βολεψίας, με δέκα λογιστές και φοροτεχνικούς παραδίπλα, τι έχει να φοβηθεί; (Πού και πού πιάνεται βέβαια κάποιος, αλλά σταγόνα στον ωκεανό.) Κι από κοντά ο υπέρμετρος ζήλος των εφοριακών, που αναζητούν έσοδα για τις ανάγκες του μπατίρικου κράτους – όχι βέβαια εξαιτίας των μόνιμων θυμάτων του. Και το –χωρίς απάντηση– ερώτημα: Πού θα πάει το πράγμα;

 

ΚΑΙ… Σκουλήκια ρήμαξαν όλα τα φοινικόδεντρα. Αν τα είχαν προλάβει…

 

[email protected]

 

 

Scroll to top