06/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ανήθικη διαχείριση της ζωής

Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, στην εποχή των ελεύθερων αγορών, η παραδοσιακή ρατσιστική ευγονική μετεξελίχθηκε σε «ιδιωτική» και υποτίθεται «ελεύθερη» επιλογή κάθε πολίτη να γνωρίζει τη γενετική του ταυτότητα και να καθορίζει το βιολογικό μέλλον των παιδιών του. Οι πρωτόγνωρες βιοτεχνολογικές δυνατότητες της εποχής μας γεννούν.
      Pin It

Βιοηθική: κανόνες στις εφαρμογές της βιοτεχνολογίας

 

Οπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, στην εποχή των ελεύθερων αγορών, η παραδοσιακή ρατσιστική ευγονική μετεξελίχθηκε σε «ιδιωτική» και υποτίθεται «ελεύθερη» επιλογή κάθε πολίτη να γνωρίζει τη γενετική του ταυτότητα και να καθορίζει το βιολογικό μέλλον των παιδιών του. Οι πρωτόγνωρες βιοτεχνολογικές δυνατότητες της εποχής μας γεννούν μεγάλη ανησυχία για τα εφιαλτικά σενάρια του μέλλοντός μας: μιας νέας «φιλελεύθερης» αλλά πάντα ρατσιστικής ευγονικής ή, ακόμη χειρότερα, της αυτοκαταστροφής του ανθρώπινου είδους.
Σήμερα η δημιουργία ανθρώπινων εμβρύων με προεπιλεγμένα γενετικά χαρακτηριστικά, η δυνατότητα μαζικής παραγωγής διαγονιδιακών οργανισμών και η χειραγώγηση των πολυδύναμων βλαστικών κυττάρων μας δεν αποτελούν προϊόντα επιστημονικής φαντασίας, αλλά απολύτως ρεαλιστικές εφαρμογές της βιοτεχνολογικής πρακτικής.
Αυτές οι πρόσφατες τεχνολογικές κατακτήσεις έχουν δημιουργήσει ουκ ολίγα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα. Και όλοι πλέον συμφωνούν ότι είναι απαραίτητη όχι μόνο μια νέα «βιοηθική» αλλά και ένα πιο αυστηρό διεθνές νομοθετικό πλαίσιο τόσο για τις επιτρεπτές έρευνες όσο και για τις εφαρμογές των βιοεπιστημών.

 

Οι πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της επεμβατικής γενετικής και της βιοτεχνολογίας όχι απλώς επιβάλλουν, αλλά επιτάσσουν τη δημιουργία ενός παγκόσμια αποδεκτού νομοθετικού πλαισίου που θα καθορίζει τα όρια της ανθρώπινης επεμβατικότητας στη φύση και τις εφαρμογές των «συνθετικών» μορφών ζωής. Αυτό όμως προϋποθέτει μια κοινά αποδεκτή βιοηθική

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Αν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την κεντρική σκηνή στο επιστημονικό υπερθέαμα κατείχε η επιστήμη της φυσικής, τις τελευταίες δεκαετίες την παράσταση έχουν κλέψει, με τις ρηξικέλευθες ανακαλύψεις και τις επαναστατικές εφαρμογές τους, οι σύγχρονες βιολογικές επιστήμες.

 

Σχεδόν καθημερινά μια νέα έρευνα στη μοριακή βιολογία, τη νευροεπιστήμη ή την εμβρυολογία έρχεται να φωτίσει κάποια εντελώς άγνωστη πτυχή της πολύπλοκης οργάνωσης και της λειτουργίας της ζωής.

 

Οι περισσότεροι ιστορικοί της επιστήμης ορίζουν, κάπως αυθαίρετα, ως ημερομηνία έναρξης της «μοριακής επανάστασης» στις επιστήμες της ζωής το 1953. Τη χρονιά αυτή ο Τζέιμς Γουάτσον και ο Φράνσις Κρικ αποκάλυψαν την ακριβή χημική δομή και τον τρόπο αντιγραφής του DNA, της περίφημης «διπλής έλικας» η οποία περιέχει τις γενετικές πληροφορίες -δηλαδή τα γονίδια- που καθορίζουν τη γενική αρχιτεκτονική και τις βασικές λειτουργίες κάθε έμβιου οργανισμού.

 

Τις δύο επόμενες δεκαετίες οι μοριακοί γενετιστές ανακάλυψαν την περίπλοκη οργάνωση του «γονιδιώματος» (του συνόλου των γονιδίων ενός οργανισμού) και αποκωδικοποίησαν τα μυστικά του καθολικού «γενετικού κώδικα»: των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους οι πληροφορίες των γονιδίων «μεταφράζονται» σε πρωτεΐνες, δηλαδή στα βασικά δομικά ή λειτουργικά συστατικά όλων των κυττάρων.

 

Βιοτεχνολογία ή βιο-αλχημεία;

 

Οπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία των επιστημών, όλη αυτή η συσσώρευση γνώσης δεν θα μπορούσε παρά να καταλήξει στα 1973, είκοσι μόλις χρόνια μετά την ανακάλυψη της δομής του DNA, σε μια νέα επαναστατική τεχνολογία, τη γενετική μηχανική. Πρόκειται για μια σειρά από εργαστηριακές μεθόδους που επιτρέπουν στους ειδικούς να χειρίζονται κατά βούληση τα γονίδια: να τα «κόβουν», να τα «ράβουν» και να τα μεταφέρουν σε διαφορετικά είδη οργανισμών, δημιουργώντας στο εργαστήριο αφύσικα «διαγονιδιακά» πλάσματα.

 

Μέσα σε δύο μόλις γενιές η βασική έρευνα στη βιολογία θα γίνει σχεδόν αποκλειστικά «μοριακή» ή, αν προτιμάτε, «γονιδιοκεντρική», ενώ τα αποτελέσματα και οι τεχνικές της δεν θα αργήσουν να μετουσιωθούν σε μια πανίσχυρη και πολύ προσοδοφόρα βιομηχανική πρακτική η οποία χρησιμοποιεί ως «πρώτη ύλη» τα έμβια όντα: τη βιοτεχνολογία.

 

Οσο για τα πεδία εφαρμογής της βιοτεχνολογίας, φαίνεται πως είναι δυνητικά απεριόριστα: από τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή των «γενετικά τροποποιημένων» ζωικών ή φυτικών τροφών έως την ανθρώπινη αναπαραγωγή και τη βιοϊατρική, και από τη φαρμακοβιομηχανία μέχρι την παραγωγή ενέργειας και βιολογικών όπλων. Επομένως, είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί, εξ αρχής, το ευρύτατο φάσμα εφαρμογών της βιολογικής τεχνοεπιστήμης.

 

Παρ’ όλα αυτά, στη σύγχρονη βιοτεχνολογία εντάσσονται όλες οι τεχνικές που επεμβαίνουν στη γενετική σύσταση και άρα στη λειτουργία των έμβιων όντων, είτε πρόκειται για μονοκύτταρους (π.χ. μικρόβια) είτε για πολυκύτταρους οργανισμούς (φυτά, ζώα και άνθρωποι). Σκοπός κάθε επέμβασης είναι η παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών χρήσιμων στους ανθρώπους. Για παράδειγμα, περισσότερων και ανθεκτικότερων γεωργικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων, πολλών φαρμακευτικών ουσιών, η παράκαμψη ή η θεραπεία βιοϊατρικών προβλημάτων, ακόμη και ο σχεδιασμός του οικολογικού περιβάλλοντος όπου ζούμε.

 

Μιλάμε για «σύγχρονες» βιοτεχνολογίες για να τις διαφοροποιήσουμε από τις παμπάλαιες, ιδιαίτερα χρονοβόρες και καθαρά εμπειρικές βιοτεχνολογικές πρακτικές του ανθρώπου, όπως π.χ. η γεωργία και η κτηνοτροφία.

 

Οι σύγχρονες βιοτεχνολογίες, αντίθετα, προϋποθέτουν πάντα μια αρκετά αναπτυγμένη επιστημονική γνώση του αντικειμένου εφαρμογής τους. Πράγματι, οι νέες εργαστηριακές τεχνικές δεν επινοήθηκαν, αρχικά, για να εξυπηρετούν τις βιομηχανικές μας ανάγκες, αλλά για να μπορέσει η γενετική να εμβαθύνει στην κατανόηση των μοριακών μηχανισμών που χρησιμοποιούν τα γονίδια.

 

Τυπικό παράδειγμα είναι οι λεγόμενες «τεχνικές ανασυνδυασμού του DNA», η γενετική μηχανική, που μας επιτρέπει να αφαιρούμε επιλεκτικά ορισμένα γονίδια από ένα είδος οργανισμού και να τα μεταφέρουμε σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό είδος, με σκοπό ο οργανισμός-δέκτης να αποκτά (μέσω των ξένων γονιδίων) την ικανότητα να παράγει σε μεγάλες ποσότητες αλλότρια βιοχημικά προϊόντα. Π.χ. οι περισσότερες φαρμακευτικές εταιρείες «κατασκευάζουν» μικροοργανισμούς ή μικρόβια που παράγουν ανθρώπινες θεραπευτικές ουσίες!

 

Ωστόσο, πολύ γρήγορα έγινε σαφές ότι οι αξιοθαύμαστες τεχνικές ταυτοποίησης και επιλεκτικού αναπρογραμματισμού των γονιδίων, αν συνδυαστούν με την εκτεταμένη βιομηχανική τους εκμετάλλευση, τότε δημιουργούν ουκ ολίγα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα. Αν μάλιστα αναλογιστούμε τις πιθανές απρόβλεπτες συνέπειες και την εγγενή αβεβαιότητα κάθε ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση, τότε μάλλον δεν έχουν εντελώς άδικο όσοι περιγράφουν τις σημερινές βιοτεχνολογικές πρακτικές ως «βιο-αλχημεία».

 

Τα όρια της βιοϊατρικής

 

Το πανάρχαιο ιατρικό όνειρο της έγκαιρης και ενδεχομένως προγεννητικής διάγνωσης των περισσότερων γενετικών ασθενειών από τις οποίες μπορεί να νοσήσει ένας άνθρωπος κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του, και παράλληλα η πρωτόγνωρη δυνατότητα αντικατάστασης ή και «θεραπείας» των γονιδίων που ευθύνονται για αυτές τις ασθένειες υπήρξαν τα δύο βασικά κίνητρα για την υλοποίηση και τη χρηματοδότηση του πολυδάπανου «Προγράμματος του Ανθρώπινου Γονιδιώματος».

 

Οπως έγινε σαφές μετά την ολοκλήρωση αυτού του φιλόδοξου προγράμματος, το ανθρώπινο DNA, η πασίγνωστη «διπλή έλικα», αποτελείται από 3,12 δισεκατομμύρια «γράμματα», τις βάσεις δηλαδή των νουκλεοτιδίων που αποτελούν την «αλφάβητο» με την οποία είναι γραμμένες στα γονίδιά μας όλες οι γενετικές πληροφορίες. Περίπου το 99,9% της αλληλουχίας των «γραμμάτων» του DNA μας είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους. Επομένως, τουλάχιστον από γονιδιακής απόψεως, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι.

 

Ωστόσο, αυτή η μικρή διαφορά του 0,1%, που αντιστοιχεί περίπου σε 2,5 εκατομμύρια νουκλεοτίδια του DNA μας, φαίνεται πως επαρκεί για να είναι ο καθένας από εμάς μοναδικός, τουλάχιστον από γενετικής απόψεως!

 

Αυτή η εντυπωσιακή γονιδιακή ποικιλομορφία έχει, δυστυχώς, και ορισμένες αρνητικές συνέπειες. Για παράδειγμα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τη γενετική προδιάθεση ορισμένων ατόμων ή και ευρύτερων φυλετικών ομάδων στο να εκδηλώσουν ορισμένες ασθένειες. Αναγνωρίζοντας οι ειδικοί αυτές τις ατομικές γονιδιακές διαφορές ελπίζουν ότι, στο άμεσο μέλλον, θα μπορούμε είτε να αποφύγουμε την εκδήλωση κάθε γενετικής ασθένειας (μέσω της έγκαιρης άμβλωσης του εμβρύου-φορέα) είτε να την αντιμετωπίσουμε δραστικά μέσω μιας εξατομικευμένης γονιδιακής θεραπευτικής αγωγής.

 

Το γεγονός ότι έχει πλέον ανοίξει ο δρόμος για τη βιοϊατρική επέμβαση στο πολύπλοκο και ευαίσθητο σύμπαν των ανθρώπινων γονιδίων δεν εξαλείφει, ωστόσο, κάποια δυσαπάντητα ερωτήματα: Ποιοι ενδογενείς ή εξωγενείς μηχανισμοί ρυθμίζουν τη φυσιολογική ή την παθολογική έκφραση των γονιδίων μας; Πώς ακριβώς και γιατί αλλάζει η έκφραση των γονιδίων κατά τη διάρκεια της ζωής μας; Σε ποιο βαθμό οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν -άλλοτε απορρυθμίζοντας και άλλοτε επαναρυθμίζοντας!- τη φυσιολογική έκφραση των γονιδίων μας;

 

Από τη δυνατότητα ή όχι να δοθούν ακριβείς απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα εξαρτηθούν το εύρος και η αποτελεσματικότητα κάθε τωρινής ή μελλοντικής γονιδιακής θεραπείας. Ωστόσο, το μεγάλο διακύβευμα του 21ου αιώνα είναι κατά πόσο είναι εφικτή η δημιουργία μιας νέας προβλεπτικής και παρεμβατικής βιοϊατρικής, η εφαρμογή της οποίας δεν θα θίγει το αναφαίρετο δικαίωμα της ελεύθερης και αυτόνομης -από οικονομικά ή κοινωνικά συμφέροντα- ανάπτυξης κάθε ανθρώπινης ζωής.

 

Υπάρχει ανήθικη γνώση;

 

Αν, όπως όλοι πρόθυμα παραδέχονται, η ανθρώπινη ζωή πρέπει να προστατεύεται από την πρώτη στιγμή που αρχίζει να υπάρχει, τότε όλες οι γενετικές επεμβάσεις αλλά και οι κάθε είδους πειραματισμοί πάνω σε ανθρώπινα έμβρυα, ακόμη και για θεραπευτικούς σκοπούς, θα έπρεπε να καταδικάζονται ή και να απαγορεύονται ρητά αφού παραβιάζουν εμφανώς τη θεμελιωτική αρχή κάθε δυτικής κοινωνίας: το αναφαίρετο, υποτίθεται, «δικαίωμα» στην αυτόνομη πραγμάτωση και την ατομική εξέλιξη κάθε ανθρώπινου προσώπου!

 

Προφανώς λοιπόν, έχουν δίκιο όσοι επιμένουν ότι (ακόμη) δεν διαθέτουμε ένα αρκετά σαφές νομοθετικό πλαίσιο ή, έστω, κάποιους σαφείς και κοινούς δεοντολογικούς κανόνες για τη ρύθμιση και τον έλεγχο των πειραματισμών με τα ανθρώπινα γονίδια και των ενδεχόμενων βιομηχανικών τους εφαρμογών.

 

Πού οφείλεται αυτή η σκανδαλώδης έλλειψη ενός κανονιστικού πλαισίου για τις βιοτεχνολογικές μας δραστηριότητες; Η απάντηση σε αυτή την εύλογη απορία δεν είναι καθόλου προφανής (π.χ. τα οικονομικά συμφέροντα των εταιρειών). Χωρίς να υποτιμά κανείς τους οικονομικούς ή πολιτικούς παράγοντες, θα πρέπει ίσως να συμπεριλάβει και το μεγάλο επιστημονικό και πολιτισμικό σοκ: την υπέρβαση της σαφούς διάκρισης ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της τεχνολογίας.

 

Οπως πρώτος επισήμανε ο μεγάλος ηθικός φιλόσοφος Χανς Γιόνας (Hans Jonas), ένας από τους θεμελιωτές της βιοηθικής σκέψης, μέχρι πρόσφατα ο άνθρωπος ήταν το υποκείμενο της τεχνολογίας ενώ η φύση ήταν το αντικείμενο.

 

Μετά την έλευση της γενετικής μηχανικής και της βιοτεχνολογίας αυτός ο βολικός και σαφής διαχωρισμός παύει να υπάρχει. Σήμερα ο άνθρωπος αποτελεί το αντικείμενο της ίδιας του της βιοτεχνολογίας, και μπορεί να επεμβαίνει τροποποιητικά στα πιο ιδιαίτερα βιολογικά και κληρονομικά του χαρακτηριστικά!

 

Ο,τι στην προσωπική μας ιστορία, αλλά και την ιστορία του είδους μας, το αφήναμε στην τυχαιότητα και την αναγκαιότητα των εξελικτικών διαδικασιών, σήμερα επιχειρούμε να το προσχεδιάσουμε και το χειραγωγήσουμε βιοτεχνολογικά.

 

Εύλογα λοιπόν, οι περισσότεροι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και πολλοί διαπρεπείς επιστήμονες, θεωρούν κάθε βιοτεχνολογική δυνατότητα κλωνοποίησης, προγενετικής ταυτοποίησης και επιλογής των ανθρώπινων εμβρύων, ή κάθε εργαστηριακή τροποποίηση του γονιδιώματος των γαμετικών κυττάρων μας (ωάρια, σπερματοζωάρια) όχι απλώς ηθικά ανεπίτρεπτη αλλά και κοινωνικά καταστροφική. Μια απίστευτη βαρβαρότητα που προσβάλλει όχι μόνο την «αξιοπρέπεια» αλλά και την «ιερότητα» της ανθρώπινης ζωής, είτε πρόκειται για ενήλικα πρόσωπα είτε για αγέννητα έμβρυα.

 

Σε κάθε περίπτωση πάντως, και ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές ή ηθικές προκαταλήψεις του παρελθόντος, η ανθρώπινη κλωνοποίηση, η γονιδιακή θεραπεία και η δημιουργία στο εργαστήριο ανθρώπινων εμβρύων για πειραματικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς αποτελούν ήδη μια νέα βιοπολιτική δυνατότητα: μια επιστημονικά εφικτή, αλλά όχι πάντοτε βιοηθικά αποδεκτή ή κοινωνικά επιθυμητή πραγματικότητα.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

η ζωη η κοινωνια και η φυση μπροστα στις προκλησεις των βιοεπιστημωνΣυλλογικό έργο

Θέματα βιοηθικής

Η Ζωή, η Κοινωνία και η Φύση μπροστά

στις προκλήσεις των Βιοεπιστημών

επιστ. επιμ. Σ. Τσινόρεμα, Κ. Λούης

Παν. Εκδ. Κρήτης. σ. 540

Αν αναζητούσατε ένα βιβλίο που να περιέχει και να προβάλλει όλους τους τομείς γνώσης και τα πεδία έρευνας της βιοηθικής σκέψης, δεν θα μπορούσατε μέχρι πρόσφατα να το βρείτε στην ελληνική βιβλιογραφία (αλλά και στην ξενόγλωσση τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα). Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο «Θέματα βιοηθικής», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδ. Κρήτης.

Πρόκειται για μια πολύτιμη συλλογή πρωτότυπων εργασιών, την οποία επιμελήθηκαν η Σταυρούλα Τσινόρεμα, καθηγήτρια φιλοσοφίας και βιοηθικής, και ο Κίτσος Λούης, γιατρός και διαπρεπής ερευνητής των ηθικών συνεπειών της βιοϊατρικής. Με εξαίρεση μάλιστα ένα μόνο κείμενο, το οποίο υπογράφει ο Χέρμπερτ Γκοτβάις (H. Gottweis), τα πολυάριθμα άρθρα που ανθολογούνται στον τόμο υπογράφονται αποκλειστικά από Ελληνες ερευνητές που ειδικεύονται σε κάποιον τομέα της βιοηθικής! Ανάλογα με το αντικείμενο και το περιεχόμενό τους οι επιμελητές συστηματοποίησαν τα κείμενα σε οκτώ ενότητες, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί και καλύπτει τα οκτώ βασικά πεδία έρευνας της βιοηθικής. Ετσι αναδεικνύονται επαρκώς τόσο οι ιδιαιτερότητες όσο και οι αμοιβαίες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά τα πεδία.

Πράγματι, ένα από τα πολλά προτερήματα της συγκεκριμένης ανθολόγησης είναι ότι καθιστά απολύτως σαφή τον δι-επιστημονικό και πολύ-επιστημονικό χαρακτήρα κάθε βιοηθικής διερεύνησης των συνεπειών και των κινδύνων που απορρέουν από τις πρόσφατες αλλά γενικευμένες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας και της βιοϊατρικής.

Χωρίς εύκολες κοινωνιολογικές, οικονομιστικές ή ηθικοπλαστικές απλοποιήσεις, τα κείμενα αυτά μάς αποκαλύπτουν τα πολύμορφα και πολυδιάστατα (ατομικά, κοινωνικά και γνωσιακά) προβλήματα που προκύπτουν από την ανεξέλεγκτη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της επιστημονικής γνώσης, και κυρίως των εφαρμογών της. Η σημαντικότερη όμως προσφορά αυτού του βιβλίου είναι ότι αναδεικνύει τον εγγενή και αναπόφευκτα διεπιστημονικό χαρακτήρα των βιοηθικών ερωτημάτων, τα οποία δεν μπορούν παρά να είναι ταυτοχρόνως φιλοσοφικά, νομικά και επιστημονικά.

Αν ο άνθρωπος είναι όντως ένα ηθικό και κοινωνικό ζώο, και το αντικείμενο της βιοηθικής είναι η διερεύνηση των συνεπειών της ανθρώπινης βιοτεχνολογίας πάνω στον άνθρωπο και το περιβάλλον του (έμβιο και άβιο), τότε η βιοηθική είναι η έκφραση των βαθύτερων αγωνιών μας.

 

Scroll to top