Μέρα σημαδιακή, Πρωταπριλιά του 1947, πεθαίνει ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Η χώρα καθημαγμένη έχει βγει μόλις από την Κατοχή και εισέρχεται σ' έναν ολέθριο, τριετή εμφύλιο πόλεμο. Η πλειονότητα των κατοίκων στ' Απεράθου, γαλουχημένη με φιλοβασιλικά αισθήματα, εκφράζει την οδύνη της με κοτσάκια όπως αυτό: «Εγέλασέ σε βασιλιά / ο χάρος την Πρωταπριλιά». Ούτως ή άλλως ο θάνατος ενός άνακτα αποτελεί σημαντικό γεγονός και οι τελετές που ακολουθούν διεγείρουν τη λαϊκή φαντασία. Τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, ούτε ηλεκτρικό για να ακούσει κανείς ραδιόφωνο. Οι κατεστραμμένες ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες καθυστερούσαν εβδομάδες ολόκληρες την έλευση των εφημερίδων στη Νάξο.
Υπερπαραγωγές και σόου των ΜΜΕ, όπως καλή ώρα η χρυσαυγιάδα, αποκλείονταν εκ των πραγμάτων. Ο Δημήτριος Φραγκίσκος, γιος του Φραντζέσκου Φραγκίσκου, εκαλείτο κοινώς Δημήτρης του Φραντζέσκου ή Φραντζεσκοδημήτρης. Τύπος ανήσυχος, με ανεπτυγμένο το εμπορικό δαιμόνιο, ταξίδευε συχνά στην πρωτεύουσα ανταλλάσσοντας αντικείμενα αξίας -παλιά μπακίρια ή εικόνες- με ευτελή σκεύη καθημερινής χρήσης. Την επίμαχη Πρωταπριλιά βρισκόταν στην Αθήνα για δουλειές κι όταν επέστρεψε στ' Απεράθου, έπειτα από λίγες ημέρες, έπεσε πάνω του το μισό καφενείο διψώντας να πληροφορηθεί τα καθέκαστα. Οιστρήλατος από την αδημονία του κοινού, που ρουφούσε την αφήγηση λέξη προς λέξη, ο Φραντζεσκοδημήτρης διάνθιζε τις περιγραφές του με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και πολλές σάλτσες.
Θαμπωμένος ξαναζούσε λες τη βασιλική κηδεία. «Το φέρετρο ήβγηκεν απ' τη Μητρόπολη τυλιγμένο με σημαίες κι είχε στην απάνω μεριά δυο σπαθιά σταυρωτά. Βασιλιάδες εκλουθούσασιν από πίσω με ολόχρυσες άμαξες, πρωθυπουργοί με ημίψηλα, ξένοι επίσημοι με αστραφτερές φορεσιές. Υστερα οι δικοί μας υπουργοί, βουλευτές, αξιωματικοί με τσι μεγάλες στολές τωνε. Κανονιές επέφτασιν απ' τον Λυκαβηττό. Ηπρεπε να 'στε στο πεζοδρόμιο να τ' ακούτε και να τα βλέπετε».
Οι ακροατές είχαν μείνει άναυδοι από το αποκλειστικό ρεπορτάζ του συγχωριανού τους. Κι εκείνος συνεπαρμένος από τις αντιδράσεις τους δεν έλεγε να σταματήσει. «Εστέκουμου στο Σύνταγμα και σε μια στιγμής, να ο Παύλος με το κοπελάκι». Εννοούσε προφανώς τον διάδοχο του θρόνου και τον Κοκό, που ήταν ακόμα παιδί. «Μόλις με θωρεί ο Παύλος, πέφτει στην αγκαλιά μου δακρυσμένος και κάνει: “Ω Δημήτρη του Φραντέζσκου, πάει κι ο Γιώργης μας”». Ο θριαμβευτικός επίλογος κορύφωσε τη συγκίνηση του πλήθους. «Μόνου ο Μιχάλακας δεν το πίστεψε» συμπλήρωνε αργότερα ο αφηγητής.
Σήμερα ο Φραντζεσκοδημήτρης θα απέρριπτε, τη μία μετά την άλλη, προτάσεις να αναλάβει διευθυντής ειδήσεων στην τιβί. Διότι παίζει στα δάχτυλα τα μυστικά της επικοινωνίας. Κάνει πιστευτό ένα τερατώδες ψέμα επειδή το διατυπώνει ακριβώς όπως θέλει να το ακούσει ο κόσμος. Βροχές στα δυτικά προβλέπει η ΕΜΥ, που αντιθέτως διακρίνεται για την εγκυρότητά της.
Μετέωρος [email protected]