Η Εθνική Λυρική Σκηνή εμπιστεύτηκε μια νέα γυναίκα, που διαπρέπει στα μεγάλα λυρικά θέατρα της Αγγλίας. Κι αυτή επέλεξε να μεταφέρει το παραμύθι σε ένα παρακμάζον νεοϋορκέζικο θέατρο λίγο μετά το Κραχ του 1929. Αλλωστε ο Ροσίνι δεν έχει ούτε γοβάκια, ούτε κακιές μητριές ή νονές νεράιδες. Η Σταχτοπούτα του είναι «φωτεινό παράδειγμα των αξιών του Διαφωτισμού», άτομο υπεύθυνο που αλλάζει το πεπρωμένο της με δύναμη ψυχής και καλοσύνη
«Στο Λονδίνο ο ρατσισμός είναι ποινικό αδίκημα. Εμάς μας αρέσει να είμαστε διεθνείς και να μας αναγνωρίζουν οι άλλοι, αλλά δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε κανέναν άλλον, αν δεν είναι “δικός” μας. Εχουν υπάρξει φορές που ξεκίνησα πρόβες με ένα θίασο στο Κόβεντ Γκάρντεν και δύο ή τρεις εβδομάδες μετά κανείς δεν με είχε ρωτήσει από πού είναι η καταγωγή μου. Οι Αγγλοι δεν ρωτούν σχεδόν ποτέ από πού είσαι. Η εθνικότητα δεν παίζει κανένα ρόλο».
Της Μαρίνας Κουβέλη
To 1998, η Ροδούλα Γαϊτάνου έφυγε από την Ελλάδα για μουσικές σπουδές στο Παρίσι. Δώδεκα χρόνια μετά επιστρέφει στην Αθήνα για την πρώτη της συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή και αφού έχει ήδη διαπρέψει στις διεθνείς οπερατικές σκηνές, όπως το λονδρέζικο Royal Opera, την British Youth Opera, τη Scottish Opera. Στα 32 της χρόνια, η Ροδούλα Γαϊτάνου, που πρόσφατα ήταν υποψήφια για το βραβείο Καλύτερου Σκηνοθέτη Οπερας στα βραβεία Helpmann 2013 της Αυστραλίας, σκηνοθετεί τη «Σταχτοπούτα» του Ροσίνι, που κάνει πρεμιέρα στις 25 Οκτωβρίου στο Θέατρο Ολύμπια, σε μουσική διεύθυνση Γιώργου Πέτρου. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο εναλλάσσονται οι καταξιωμένες μέτζο σοπράνο Μαίρη–Ελεν Νέζη και Ειρήνη Καράγιαννη. Στον ρόλο του Ντον Ραμίρο, οι Αντώνης Κορωναίος και Βασίλης Καβάγιας, ενώ στον ρόλο του Νταντίνι οι Ντέιβιντ Μενέντεθ και Χάρης Ανδριανός.
Η όπερα του Ροσίνι χαρακτηρίζεται από τη μελωδική μουσική της, τις σκηνές με έντονη θεατρικότητα και ένα ποιητικό κείμενο με διαρκείς ανατροπές. Η ιστορία δεν είναι ακριβώς αυτή που γνωρίζουμε από το παραμύθι του Σαρλ Περό, καθώς την εποχή του συνθέτη ήταν αδιανόητο η πρωταγωνίστρια να δείξει επί σκηνής τις γάμπες της. Γοβάκι, λοιπόν, δεν υπάρχει: ο πρίγκιπας βρίσκει την αγαπημένη του χάρη σε ένα βραχιόλι. Νεραϊδονονά δεν υπάρχει επίσης, τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει ένας αντρικός χαρακτήρας. Η μορφή της κακιάς μητριάς αντικαθίσταται από έναν εχθρικό πατριό, ενώ η πρωταγωνίστρια γνωρίζει τον εκλεκτό της προτού πάει στον χορό -δηλαδή, χωρίς τα φτιασίδια της κοσμικής περιβολής.
Γιατί άραγε επέλεξε αυτό το παραμύθι για την πρώτη της συνεργασία με τη Λυρική; «Εχω μια πολύ ιδιαίτερη και προσωπική σχέση με τη Σταχτοπούτα. Οταν ήμουν μικρή και δεν πήγαινα σχολείο, διάβαζα στο κρεβάτι μου αυτή την ιστορία. Επίσης τον Ροσίνι τον αγαπώ πολύ, διότι όλο του το χιούμορ έχει περάσει στη μουσική του. Είναι πνεύμα οξύ και πολύ θεατρικός», μας λέει η Ρ. Γαϊτάνου. «Η ηρωίδα του Ροσίνι είναι ένα φωτεινό παράδειγμα των αξιών του Διαφωτισμού: άτομο υπεύθυνο, που με τις πράξεις του και την καλόψυχη στάση απέναντι στη ζωή εκτοπίζει το σκότος των κακουχιών. Σε αυτή την όπερα δεν έχουμε ανάγκη τούς από μηχανής Θεούς. Δεν υπάρχουν νονές να κάνουν το θαύμα τους. Η καλοσύνη θριαμβεύει, διότι η Σταχτοπούτα με δύναμη ψυχής αλλάζει το πεπρωμένο της».
Η Ροδούλα Γαϊτάνου, ένα χαμογελαστό, ισορροπημένο, ψύχραιμο κορίτσι, επέλεξε να μεταφέρει τη δράση της «Σταχτοπούτας» σε ένα off Broadway νεοϋορκέζικο θέατρο της δεκαετίας του ’30, που παρακμάζει. Η κοινωνία μυρίζει μπαρούτι, λόγω του κραχ και της μεγάλης ύφεσης του 1929. Οι αναφορές και οι συγκρίσεις με το σήμερα μοιάζουν αναπόφευκτες.
«Είναι πολλά τα στοιχεία του έργου που θα θυμίσουν στους θεατές το σήμερα. Η κρίση μεταλλάσσει τους ανθρώπους, αλλά όποιος καταφέρει να διατηρήσει την ακεραιότητά του θα αναδειχθεί νικητής. Το έργο μιλά για την αδικία, τις κακουχίες, τα οικογενειακά δράματα, την πίστη στους καλούς τρόπους και τη γενναιοδωρία. Το πιο σημαντικό του μήνυμα είναι πως, παρά τις δυσκολίες, αν δεν γίνουμε ζώα και παραμείνουμε άνθρωποι, μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Στο έργο επίσης επανέρχεται συχνά το θέμα του ταξικού διαχωρισμού και της διακαούς επιθυμίας ορισμένων χαρακτήρων για κοινωνική ανέλιξη, πλούτη και δόξα. Επέλεξα να τα παρουσιάσω μέσα από τη ζωή ενός θεάτρου, διότι σε αυτό τον κοινωνικό μικρόκοσμο συνυπάρχουν οι αφανείς ήρωες του παρασκηνίου, οι εμφανείς της σκηνής και οι υψηλά ιστάμενοι που παίρνουν τις αποφάσεις».
Γεννημένη το 1981, η Ροδούλα μεγάλωσε σε μουσική οικογένεια και από τα 8 της χρόνια άρχισε μαθήματα βιολιού. Νωρίς συνειδητοποίησε ότι ήθελε να δοκιμαστεί στους διεθνείς στίβους. Πέρασε από συνέντευξη για ένα πρόγραμμα νέων του Κόβεντ Γκάρντεν και τελικά έμεινε εκεί για χρόνια. «Εκεί ενηλικιώθηκα επαγγελματικά, εκεί νιώθω ότι είναι η επαγγελματική μου οικογένεια. Νομίζω ότι αν ζούσα εδώ, ακόμα θα πάλευα να αποδείξω την αξία μου. Κρίμα που χρειαζόμαστε τα διαπιστευτήρια του εξωτερικού για να αναγνωρίσουμε το ταλέντο. Στην Ελλάδα δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. Πόσο μάλλον στους νέους. Χαίρομαι που τα έχω καταφέρει, όχι για την προσωπική νίκη, αλλά για τη γενιά μου, που μάταια περιμένει ένα άπλωμα χεριού, ένα νεύμα εμπιστοσύνης. Στο εξωτερικό το μόνο που έχεις να παλέψεις είναι ο μεγάλος ανταγωνισμός. Ωστόσο, η αξιοκρατία τους είναι υποδειγματική. Αν αξίζεις θα σου δώσουν την ευκαιρία, ανεξάρτητα από το φύλο, την υπηκοότητα, την ηλικία. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, αν δεν είσαι άντρας, με γνωριμίες και δεν έχεις πατήσει τα 50, δεν είναι εύκολα τα πράγματα».
Δεν την αντιμετώπισαν ποτέ με ρατσισμό ή έστω με επιφύλαξη; «Οχι βέβαια. Στις χώρες που κινούμαι ευτυχώς τα έχουν λύσει αυτά τα θέματα προ πολλού. Στο Λονδίνο, για παράδειγμα, ο ρατσισμός είναι ποινικό αδίκημα. Εμάς μας αρέσει να είμαστε διεθνείς και να μας αναγνωρίζουν οι άλλοι, αλλά δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε κανέναν άλλον αν δεν είναι “δικός” μας. Η γη, όμως, είναι μία και δεν σταματά στα σύνορά μας. Αφήστε που σύνορα δεν υπάρχουν. Κάποια στιγμή θα πρέπει να καταλάβουμε πως υπάρχουμε γιατί υπάρχουν όμοιοι γύρω μας και όχι γιατί είμαστε οι μόνοι ξεχωριστοί. Ξέρετε, έχουν υπάρξει φορές που ξεκίνησα πρόβες με ένα θίασο στο Κόβεντ Γκάρντεν και δύο ή τρεις εβδομάδες μετά κανείς δεν με είχε ρωτήσει από πού είναι η καταγωγή μου. Οι Αγγλοι δεν ρωτούν σχεδόν ποτέ από πού είσαι. Η εθνικότητα δεν παίζει κανένα ρόλο».
Για την Ελλάδα και την κρίση, όμως, δεν μπορεί να μην ρωτάνε. «Πράγματι, αυτό είναι το κομμάτι που τους ενδιαφέρει περισσότερο. Λυπάμαι που το λέω, αλλά συνήθως ακούω τα χειρότερα. Οταν λέω σε κάποιον, “είμαι Ελληνίδα”, συχνά μου απαντά: “Και πώς δουλεύεις τόσο σκληρά;” Εκεί βλέπεις πόσο λάθος εικόνα έχουν για τους Ελληνες, αλλά και πόσο οι Ελληνες έχουν βάλει το χεράκι τους ώστε να έχουν οι ξένοι αυτήν τη στρεβλή εικόνα. Δίνω αγώνα, με κάθε ευκαιρία, να αλλάξω τη γνώμη σε όσους μπορώ. Αλλες φορές αισθάνομαι σαν να απολογούμαι κι άλλες σαν να κουβαλώ το βάρος μιας χώρας, που σε αυτήν τη φάση της ιστορίας είναι υποχρεωμένη να απαντά στις κατηγορίες».
Info: Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Πέτρου (25, 26, 30/10, 1, 3, 10, 13/11) και Κωνσταντίνος Δημηνάκης (2/11). Σκηνοθεσία: Ροδούλα Γαϊτάνου. Παραστάσεις: 25, 26, 30 Οκτωβρίου, 1, 2, 3, 10, 13 Νοεμβρίου. Ωρα έναρξης: 20.00. Τιμές εισιτηρίων: 20, 30, 40, 50, 60, 70, 80 ευρώ. Τιμή παιδικού & φοιτητικού εισιτηρίου: 15 ευρώ. Θέσεις περιορισμένης ορατότητας: 10, 15, 20, 40 ευρώ.
Ειδικές προσφορές:
● Στην παράσταση της Παρασκευής 1 Νοεμβρίου όλες οι κατηγορίες των εισιτήριων διατίθενται με έκπτωση 15%, στο πλαίσιο της κοινωνικής τιμολογιακής πολιτικής της ΕΛΣ.
● Οπως σε όλες τις παραγωγές της σεζόν 2013-14, στο Θέατρο Ολύμπια στην δεύτερη παράσταση -το Σάββατο 26 Οκτωβρίου- θα διατεθούν 150 θέσεις για ανέργους στην τιμή των 5 ευρώ. Απαιτείται η επίδειξη κάρτας ανεργίας και δελτίου ταυτότητας.