Επιμ.: Β. Γεωργακοπούλου
Εμαθε ότι είχε καρκίνο των πνευμόνων το 2010, την εποχή ακριβώς που ετοίμαζε την είσοδό του στο Λούβρο ως «grand invite» (μεγάλος προσκεκλημένος) για να κάνει ό,τι θέλει στις αίθουσές του -τρίτος στη σειρά καλλιτέχνης που δέχτηκε αυτή την τιμή, μετά τον Πιερ Μπουλέζ και τον Ουμπέρτο Εκο. Τρία ακριβώς χρόνια αργότερα ο Πατρίς Σερό πέθανε στα 68 του, δουλεύοντας ασταμάτητα μέχρι την τελευταία στιγμή. Τόσο που η είδηση, τη Δευτέρα το βράδυ, φάνηκε σαν ψέμα.
Το καλοκαίρι αποθεωνόταν στο φεστιβάλ τής Εξ-αν-Προβάνς με την «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους ενώ στις 15 Οκτωβρίου θα ανεβεί στο παριζιάνικο «Οντεόν» το θεατρικό του έργο «Les Visages et les corps» (Τα πρόσωπα και τα σώματα), ημερολογιακή καταγραφή της εμπειρίας του στο Λούβρο. Μόνο την επιστροφή του στη μεγάλη οθόνη με έναν «Ναπολέοντα» και πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο, που τόσο ήθελε, δεν είχε καταφέρει να οργανώσει…
«Μη σταματάς ποτέ να δουλεύεις», είχε συμβουλεύσει το 1969 ο μεγάλος Ροζέ Πλανσόν τον τότε 25χρονο σκηνοθέτη, που είχε ήδη αναστατώσει το γαλλικό θέατρο, και τον διάλεξε να αναλάβει τη διεύθυνση του Τheatre National Populaire της Βιλερμπάν. Ο Σερό τον άκουσε. Θέατρο, όπερα, σινεμά. «Φτάνει να δουλεύω με ηθοποιούς. Αποφάσισα ότι δεν με ενδιαφέρει η ειδίκευση» είχε πει. Βουλιμικός με την τέχνη. Ερωτευμένος πάντα με τα αγόρια. Αριστερός από τα νιάτα του. Διεθνής σταρ από ένα σημείο και πέρα, βάζοντας στα πάντα τη σφραγίδα του, κι ας προκαλούσε συχνά σκάνδαλα.
Η Γαλλία αποχαιρέτησε τον Πατρίς Σερό με απέραντη θλίψη. Η «Λιμπερασιόν» χάρισε όλη την πρώτη της σελίδα στην όμορφη φιγούρα του και από κάτω έγραψε «Dans la solitude…» (Στη μοναξιά), αναφορά στο έργο «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, του συγγραφέα που ο Σερό ανακάλυψε, επέβαλε και λάτρεψε για να τον χάσει το 1989 από AIDS.
Δηλώσεις ο Ολάντ («έκανε περήφανη τη Γαλλία»), δηλώσεις η Φιλιπετί, ο Ντελανοέ, οι πάντες. Κρατάμε τη φράση που έγραψε στο twitter o πρόεδρος των Κανών Ζιλ Ζακόμπ: «Eνας μετρ σιώπησε».
* Στην Ελλάδα
Είχε έρθει αρκετές φορές με παραστάσεις του. Με αποσπάσματα από τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, με το «Μαυσωλείο των εραστών», ένα έργο για το AIDS, αλλά και με το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, μόνος του πάνω στη σκηνή. Το 2005 ήταν τιμώμενο πρόσωπο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
«Το θέατρο με βοήθησε να ζήσω»
Γεννήθηκε τo 1944 στο Λεζινιέ, αλλά σε ηλικία 5 χρόνων οι γονείς του μετακόμισαν στο Παρίσι. Είχαν και οι δυο σχέση με τη ζωγραφική, έφτιαχναν σχέδια πάνω σε υφάσματα. Του δίδαξαν την τέχνη τους («αν μάθεις να σχεδιάζεις, ξέρεις να κοιτάζεις» έλεγε). Φτωχή οικογένεια, τα έβγαλε πέρα πουλώντας τρεις πίνακες του Ροντέν που είχε κληρονομήσει (η γιαγιά της μητέρας του ήταν μοντέλο του μεγάλου καλλιτέχνη).
Ο Πατρίς ανακαλύπτει το θέατρο χάρη στο θεατρικό εργαστήρι τού Lycee Louis le Grand, όπου φοίτησε. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι τον ενδιέφερε κυρίως να οργανώνει παραστάσεις, η σκηνοθεσία. «Ημουν σκληρός, επιθετικός, κλειστός: το θέατρο με βοήθησε να ζήσω» έχει πει.
Η εποχή ήταν πλούσια σε θεατρικές αναζητήσεις. Ο Ζαν Βιλάρ βασιλεύει στο Τheatre National Populaire, το Μπερλίνερ Ανσάμπλ έρχεται στο Παρίσι και ο Σερό εντυπωσιάζεται, πηγαίνει στο Βερολίνο για να δει παραστάσεις του, μαθαίνει και γερμανικά. Καταφτάνει και ο Στρέλερ από το Μιλάνο με την «Οπερα της πεντάρας». Στο σινεμά υπάρχει ο Μπέργκμαν, ο γερμανικός εξπρεσιονισμός. Τον διεκδικεί και η πολιτική, ο πόλεμος στην Αλγερία τον κατεβάζει στους δρόμους.
Η πρώτη του σκηνοθεσία γίνεται στο θεατρικό εργαστήρι του σχολείου του, με το «L' intervention» του Ουγκό. Ακολουθούν έργα του Μαριβό και του Λόπε ντε Βέγκα και άνοιγμά του σε φεστιβάλ νέων θεατρικών ομάδων. Ξεχωρίζει αμέσως, κυρίως όταν ανεβάζει την «Υπόθεση της οδού Λουρσίν» του Λαμπίς. Τότε είναι που αναλαμβάνει, σε ηλικία μόλις 22 χρόνων, τη διεύθυνση του Theatre de Sartrouville και αρχίζει η μεγάλη του περιπέτεια.
Με συμμάχους τον Ρισάρ Πεντούτσι, που θα γίνει ο μόνιμος σκηνογράφος του, και τον Ζαν-Πιερ Βενσάν, που θα κάνει κι αυτός στη συνέχεια μεγάλη σκηνοθετική καριέρα, ο Σερό στήνει ένα θέατρο επαναστατικό: κατεβάζει τις παραστάσεις στις πλατείες και τους δρόμους. Συγχρόνως το ρίχνει έξω οικονομικά. Αναγκάζεται να ξενιτευτεί.
Η διπλανή Ιταλία, δηλαδή ο Στρέλερ, του ανοίγει την αγκαλιά της. Σκηνοθετεί στο Πίκολο Τεάτρο (1970) το «Δόξα και θάνατος του Χοακίν Μουριέτα», μοναδικό θεατρικό του Νερούντα, και τον φέρνουν στη σκηνή 22 φορές! Ανεβάζει την «Ψευτοϋπηρέτρια» του Μαριβό, όπως κανένας άλλος πριν δεν είχε διανοηθεί, χωρίς ευγένειες και κομψότητα, αλλά με ωμότητα και απελπισία. Θριαμβεύει κάνοντας τη «Λούλου» του Βέντεκιντ σύμβολο κοινωνικής κριτικής. Καιρός να τον διεκδικήσει η πατρίδα του.
Ο Ροζέ Πλανσόν τον καλεί να επιστρέψει στο TNP της Villeurbanne, κοντά στη Λιόν. Με την πρώτη του παράσταση η «Μοντ» τον κατακεραυνώνει κι αυτός της απαντά με οξύτητα. Αιτία του έντονου διαλόγου είναι τι σημαίνει λαϊκό θέατρο στη Γαλλία μετά τον Μάη του 1968. Ο Σερό θέλει να το ανανεώσει πάση θυσία. Η λιονέζικη θητεία του σημαδεύεται από έξοχες παραστάσεις [«Φιλονικία» (Μαριβό), «Πέερ Γκιντ» (Ιψεν)], ενώ συγχρόνως ανακαλύπτει και το σινεμά γυρίζοντας την πρώτη του ταινία. Οταν το 1981 έρχονται στην εξουσία οι φίλοι του οι σοσιαλιστές, ο Ζακ Λανγκ τού προσφέρει όποιο θέατρο θέλει στο Παρίσι. Ο Σερό εγκαθίσταται στο Nanterre-Amandiers, που θα γίνει συνώνυμό του, κάτι σαν το Bouffes du Nord για τον Πίτερ Μπρουκ. Και εκεί ξεδιπλώνει το ολοκληρωτικό όραμά του: θέατρο, μουσική, όπερα, σινεμά, δραματική σχολή.
Πρώτη του παράσταση, Φεβρουάριος του 1983, το έργο του 35χρονου Μπερνάρ-Μαρί Κολτές «Μάχη νέγρου με σκύλους». Μια μοναδική σχέση σκηνοθέτη και συγγραφέα στην ιστορία του θεάτρου γεννιέται. Ο Σερό ανεβάζει όλα του τα έργα, πότε με καταστροφικά αποτελέσματα, πότε με θρίαμβο, όπως το 1987 το «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι».
Ειναι η εποχή που το AIDS και τα ναρκωτικά κάνουν θραύση. Είναι όμως και εποχή μεγάλης έμπνευσης, και όχι μόνο, για τον Σερό. Φιλοξενεί στο Nanterre-Amandiers τις θρυλικές «Τρεις αδελφές» τού Στάιν, ανοίγει τον δρόμο και σε άλλους σκηνοθέτες, τον Λικ Μποντί, τον Κλάους Μίκαελ Γκρούμπερ. «Η Nanterre-Amandiers ήταν μια σχολή βλέμματος, σου δημιουργούσε την ανάγκη να αγαπήσεις το θέατρο» έγραψε χθες η «Μοντ».
Ο Σερό την εγκαταλείπει το 1990, δουλεύει από θέατρο σε θέατρο, στο Οντεόν, στο Theatre de la Ville. Tελευταίες παραστάσεις του οι δύο στο Λούβρο με έργα του Γιον Φόσε. Ενα από αυτά, το «I am the wind», πρόλαβε να το ανεβάσει το 2011 και στο Old Vic. Ηταν η πρώτη του παράσταση στην Αγγλία.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Δημήτρης Δημητριάδης: «Δεν έχω άλλες λέξεις, είναι όλες δικές του»
«Ο Πατρίς Σερό αγαπούσε τις λέξεις. Η διεισδυτική ανάγνωση των κειμένων ήταν γι' αυτόν η αφετηρία για κάθε σκηνοθεσία του. Προσέγγιζε τα κείμενα με την ανάγκη να βρει σ' αυτά εκείνο που θα έκανε την κάθε σκηνική δουλειά του αυτό που γινόταν μετά από εξαντλητική δουλειά με τους ηθοποιούς: μια καλλιτεχνική δημιουργία που είχε την αναγκαιότητα και τη σημασία ενός πνευματικού γεγονότος, με προεξάρχοντα το σώμα, τη φωνή, την κίνηση και τις λέξεις, μέσα σ' ένα περιβάλλον θαυμαστής θεατρικής και αισθητικής ευστοχίας. Η ιδιοφυής ευαιθησία του άφησε αλησμόνητες επινοήσεις. Κυριαρχούσαν το λυρικό κάλλος και η ακριβής σκέψη. Τώρα δεν έχω άλλες λέξεις. Είναι όλες δικές του».
Ο Πατρίς Σερό ήταν ο πρώτος που ανέβασε τον Θεσσαλονικιό συγγραφέα στη Γαλλία, και συγκεκριμένα το έργο του «Η τιμή τής ανταρσίας στη μαύρη αγορά», το 1968, στο Τheatre de la Commune στην Αubervilliers.
Εφη Μαρίνου
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Πάθος με τη μεγάλη οθόνη
«Το σινεμά μού χάρισε μεγαλύτερες συγκινήσεις από το θέατρο», είχε πει ο Σερό. Με τόσα βραβεία που μάζεψε (Χρυσή και Αργυρή Αρκτο, Σεζάρ) και με τόση απήχηση στο κοινό, ακούγεται λογικό. Δέκα ταινίες γύρισε, την πρώτη στα 31 του («La Chair de l' orchidee») με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ και τη Σιμόν Σινιορέ, που την ξαναβρίσκουμε και στην επόμενη («Judith Therpauve», 1978).
Aυτή, όμως, που ξεκαθαρίζει τα πράγματα, ενθουσιάζει και σοκάρει στις Κάνες είναι «O πληγωμένος άνδρας» (1983), μια τολμηρή ιστορία ομοφυλοφιλικού πάθους. Και ακολουθεί η μεγάλη ανατροπή. Με τη στήριξη του Κλοντ Μπερί, μαικήνα του γαλλικού σινεμά, ο Σερό γυρίζει τη «Βασίλισσα Μαργκό» (1994), πολύ φιλόδοξη, πολύ ακριβή, πολύ βίαιη και πλουμιστή, με πρωταγωνίστρια τη σταρ τότε Ιζαμπέλ Αντζανί. Χάρισε στη Βίρνα Λίζι ένα βραβείο ερμηνείας στις Κάνες, έκανε παγκόσμιο θόρυβο, πήγε πολύ καλά στα εισιτήρια, αλλά όχι τόσο όσο χρειαζόταν.
Από τότε ο Σερό περιορίστηκε σε μικρότερες, αλλά ουσιαστικότερες ταινίες. Οπως την κομεντί «Αυτοί που με αγαπούν θα πάρουν το τρένο» (1998), με έναν Τρεντινιάν στις καλύτερες στιγμές του, και την πολυσυζητημένη, γυρισμένη στα αγγλικά και στο Λονδίνο «Σαρκική εξάρτηση» (2001), που κάποιοι θεώρησαν ότι είναι στα όρια του πορνό. Ενα ζευγάρι συναντιέται για να κάνει σεξ και μόνο σεξ χωρίς καν να ξέρει ο ένας το όνομα του άλλου. Και μην ξεχνάμε τις λίγες, αλλά αξέχαστες συμμετοχές του σε ταινίες ως ηθοποιός: «Νταντόν» του Βάιντα (Καμίλ Ντεμουλέν), «Adieu Bonaparte» Γιουσέφ Σαχίν, «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» Μάικλ Μαν και «Η ώρα του λύκου» Μίκαελ Χάνεκε.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Οπερα: από τα γιούχα στην αποθέωση
Πώς θα ήταν σήμερα η όπερα χωρίς τον Πατρίς Σερό; Δεν είναι ο μόνος σκηνοθέτης που έκανε τομές και ανέτρεψε συνήθειες. Οι ειδικοί, όμως, υποστηρίζουν ότι όταν ανέβασε το 1976 κάτω από γιουχαΐσματα την τετραλογία του Βάγκνερ («Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν») στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ, άνοιξε ένας διπλός δρόμος. Ο ίδιος έγινε εν μιά νυκτί παγκόσμιος σταρ και η οπερατική παράδοση έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της.
Ο Σερό, με τον Πιερ Μπουλέζ στο πόντιουμ, παρουσίασε το έπος σαν μια αλληγορία για τον καπιταλισμό και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Οι πιστοί του Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ δεν είχαν ξαναδεί τίποτα ανάλογο. Οταν, όμως, ο κύκλος του «Δαχτυλιδιού» ολοκληρώθηκε το 1980, ο σκηνοθέτης αποθεώθηκε. Το χειροκρότημα κράτησε 45 ολόκληρα λεπτά.
Ανέβασε στη συνέχεια πολλές όπερες σε Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία (Οφενμπαχ, Μότσαρτ, Μπεργκ) και με μεγάλη επιτυχία. Κι ας είχε μια αμφιθυμία απέναντι στο είδος. «Μία ή δύο φορές στη ζωή σου είναι μεγάλη ευκαιρία να αναλάβεις ένα έργο που διαρκεί 14 ώρες», είχε πει στους «Νιου Γιορκ Τάιμς». «Μαθαίνεις να έχεις ατσάλινα αντανακλαστικά. Η όπερα, όμως, αποτελείται κυρίως από παλιά έργα και απευθύνεται σε κοινό που δεν αγαπάω ιδιαίτερα. Η σκηνοθεσία της όπερας σου δίνει την ευχαρίστηση να ανασταίνεις έναν νεκρό».