Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Είναι αρχή μου, ακόμα και στις μικρότερες διαδρομές, να κουβαλώ μαζί μου ένα βιβλίο. Χρόνος που δεν αξιοποιείται είναι χαμένος χρόνος, και έτσι η ανασφάλεια μήπως κολλήσω στην ουρά της τράπεζας ή αργήσει απελπιστικά το ραντεβού που περιμένω, με οδηγεί στο να κρύβω σαν φυλακτό στην τσάντα μου το βιβλίο που θα με συντροφεύσει στα «περιθώρια» του ήδη προγραμματισμένου χρόνου. Οπως όταν μαθαίναμε στην Α' Δημοτικού να γράφουμε στο κέντρο της σελίδας αποφεύγοντας να βγουν οι καταλήξεις μας στο περιθώριο, έτσι και η ανάγνωση, ακόμα και σε κλεφτές δόσεις, με κρατά στο κέντρο του εαυτού μου, μέσα στις σκέψεις μου και στον εμπλουτισμό τους.
Επειδή για όλα τα πράγματα υπάρχει η πρώτη φορά, τις προάλλες βρέθηκα μια ολόκληρη Κυριακή χωρίς βιβλίο. Αναμένοντας ένα πλοίο που δεν ερχόταν, βρέθηκα αντιμέτωπη με τον εαυτό μου και τις επιλογές του. Το ότι είχα διαβάσει τις κυριακάτικες εφημερίδες και το ότι δεν κουβαλούσα ίχνος βιβλίου της επιλογής μου με έκανε να αισθάνομαι πιο μόνη και ευερέθιστη από ποτέ. Το αίσθημα της μοναξιάς επιτάθηκε από την επίσκεψή μου στο κοντινότερο περίπτερο. Ξαφνικά, σαν να ανακάλυψα όψιμα το ναυάγιο του «Τιτανικού», συνειδητοποίησα ότι πλέον στον περιοδικό Τύπο δεν έμεινε τίποτα άξιο προς ανάγνωση. Ο,τι άξιζε ανήκει στο παρελθόν. Αντιθέτως, η κρίση μπορεί να επηρέασε αλλά δεν εξαφάνισε τα αποπαίδια της τηλεόρασης, τα περιοδικά αυτά που κοιτάνε μέσα από την κλειδαρότρυπα τις «τέλειες ζωές» ανθρώπων, παρουσιαστών, γυμναστών, τραγουδιστών, μέτριων ηθοποιών, μια ολόκληρη συνομοταξία ομοίων στη φάτσα και στην αισθητική ανεπάγγελτων επαγγελματιών, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να είναι άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.
Και με έπιασε το παράπονο. Οχι για την κρίση. Αλλά για την ένδεια της κουλτούρας και του πολιτισμού μας. Για την αισθητική της πλαστικής ομορφιάς. Για την ανοησία. Για όλες αυτές τις καλές εκδοτικές προσπάθειες που πετάχθηκαν στον κάλαθο των αχρήστων, τη στιγμή που ακόμα και μετά από ισχυρούς κλυδωνισμούς επιβιώνει, ακόμα και με απώλειες, η ηθική της ανηθικότητας.
Ο γάμος του τάδε, το διαζύγιο της άλλης, οι εγκυμοσύνες ως αφορμή για shopping, οι λυκοφιλίες που αντέχουν στον χρόνο, το γήρας που δεν έρχεται για μια σειρά από περσόνες που κοιμούνται τη νύχτα σε ψυγεία, η ελαφρότητα, οι γιορτές, τα γενέθλια, τα πάρτι, οι διακοπές, η ζωή στο πιο χαλαρό και ευτυχισμένο mood της μέσα από την οπτική τής ξεθωριασμένης ντεκαπάζ σελιδοποίησης. Πόσο εκτός εποχής φαίνονται όλα αυτά;
Η αισθητική της ξανθιάς με τα εξτένσιον και του άνετου ξερόλα τύπου με τα γυαλιά, που έκανε χρήματα λέγοντας ατάκες, και των ωραίων στημένων φωτογραφικών οικογενειακών ενσταντανέ γονιών που δεν βλέπουν τα παιδιά τους πάνω από μισάωρο, είναι η ηθική της κοινωνίας που είχαμε προ κρίσης. Η ωραία φωτογραφημένη ζωή είναι μια εικόνα που δεν θα έπρεπε να νανουρίζει κανέναν στις μέρες μας. Γιατί απλούστατα κανείς πλέον δεν κοιμάται ήσυχος. Μπορεί και τότε αυτή η τρυφηλή εκδοχή της ελαφρότητας να μην υπήρχε στην πραγματικότητα, αλλά διαιωνιζόταν και κέρδιζε οπαδούς όσο υπήρχε και το αντίστοιχο τηλεοπτικό σύστημα που συντηρούσε. Αλλωστε τα χρήματα που διακυβεύονταν ήταν πολλά. Και όχι μόνο. Αναρωτιέμαι πόση σχέση έχουν με ό,τι επακολούθησε. Τι σχέση έχει ο φασισμός της ανοησίας με τον πραγματικό φασισμό; Ο ολοκληρωτισμός της ξανθιάς με τον ολοκληρωτισμό της άποψης. Η απολιτίκ χαλαρότητα με την πολιτική της βίας; Οι μαριονέτες με τους μπράβους; Η ροζ επιφάνεια με το μαύρο σκοτάδι; Φταίει κάποιος για όλα αυτά; Είναι μια ροπή του κόσμου ή ένα καλοστημένο σχέδιο;
Πέρα από θεωρίες συνωμοσίας και διάθεση για αναζήτηση ενόχων, αισθάνομαι ότι η αισθητική του τηλεοπτικού κιτς καλλιέργησε σε μεγάλο βαθμό την ηθική της βίας. Ηθελημένα ή άθελα, όλες αυτές οι μεσημεριανάδικες και πρωινάδικες εκπομπές, όλοι αυτοί οι χιουμορίστες κύριοι με τις πινελιές από καυτή, ωμή σάρκα που τροφοδοτούν και τροφοδοτούσαν αυτά τα περιοδικά πλασάρονταν ως την αθώα περιστερά μεν, που δεν ήξερε ή δεν διάβαζε ειδήσεις, εντούτοις ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της καθησυχαστικής, αφοπλιστικής και ιντριγκαδόρικης κουτσομπολίστικης πλευράς της ζωής εξέθρεψε και ανέδειξε ημιφασίζουσες τηλεοπτικές περσόνες, φιλοξένησε απόλυτα φασίζουσες νοοτροπίες, κοίμισε με χρυσόσκονη πλήθος κόσμου, για να φτάσουμε στο οδυνηρό σήμερα. Από την άλλη, μέσα από τη λογική του τέλειου και του αποκλεισμού καλλιέργησε την εμπάθεια και το μίσος για την πρακτική που ακολουθείται σε όσους θέλουν να επιβιώσουν σε ένα σύστημα καλοπληρωμένης μετριότητας. Η δημοσιογραφία σε μεγάλο βαθμό επηρεάστηκε από τη λογική της κλειδαρότρυπας σε βαθμό επικίνδυνο. Και η ανάμειξη των χλωρών με τα ξερά μέσα στον ίδιο τηλεοπτικό αέρα έδωσε τη δυνατότητα να αναδειχτούν λαθραία ή και επίσημα πολλά από αυτά που σήμερα ονομάζουμε εγκληματικά στοιχεία.
Το κιτς δεν είναι μόνο μια αισθητική επιλογή. Είναι μια ύπουλη ηθική στάση, που επιτρέπει μέσα στα θολά νερά να εκκολαφθεί το αυγό του φιδιού, ονομάζοντας ακίνδυνα τα επικίνδυνα.