11/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ποια γραφή γιορτάζει;

      Pin It

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

σαλμαν ρουσντιναντιν γκορντιμερ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τι υπήρξε για σας, στο νήμα της δικής σας ζωής, η γραφή; Και πώς οι επιλογές σας ως πολίτη επηρέασαν τη λογοτεχνική σας οπτική; Πώς ανακαλύψατε τη μυστική, τη δύσκολη, την ενδεχομένως επικίνδυνη γοητεία του να γράφεις; Εχετε ποτέ αισθανθεί τον τρόμο της λευκής σελίδας; Νιώθετε πως έχετε υποχρέωση να γράφετε; Σκεφτήκατε ποτέ μήπως η δική σας βάσανος της γραφής έχει συνθλίψει τα συναισθήματα ή την προσωπικότητα των κοντινών σας ανθρώπων – συντρόφων, παιδιών, φίλων; Πώς καταλαβαίνετε εάν αυτό που έχετε γράψει έχει ή δεν έχει λογοτεχνική αξία; Γράφετε άραγε για να βρείτε το μυστικό της ζωής; Για να εκτεθείτε ή για να κρυφτείτε; Για να ερμηνεύσετε τον κόσμο ή για να τον αλλάξετε;

 

Τούτες τις ημέρες που τα μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία πέφτουν βροχή, τέτοιες απαντήσεις θα ήθελα να ακούσω από τους νικητές, κι όχι μια περίληψη-της-περίληψης-της-κωδικοποίησης-του-μηνύματος-του-έργου τους. Θα ήθελα να καταλάβω εάν γι’ αυτούς τα πολυπόθητα Νόμπελ (Αλις Μάνρο 10/10/2013), Βραβείο Ειρήνης των Γερμανών Βιβλιοπωλών (13/10), Μαν Μπούκερ (15/10), Γκονκούρ (4/11), Μεντισίς (12/11), Εθνικό βραβείο των ΗΠΑ (20/11) κ.ά. δεν σημαίνουν μονάχα «αναγνώριση», έξοδο στο διεθνές κοινό και επιβολή στη διεθνή αγορά, αλλά γίνονται και αφορμή ενδοσκόπησης. Εάν τα βραβεία και τα μεγάλα τους έπαθλα κινητοποιούν ή ταριχεύουν τη γραφή, εάν την απελευθερώνουν ή τη χειραγωγούν σ΄ αυτήν εδώ την εποχή του νεοφιλέλευθερου κυνισμού.

 

Φυσικά, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, η ξαφνική δημοσιότητα που κυκλώνει τους βραβευμένους διαλύει τις όποιες αναστοχαστικές απόπειρές τους. Ο Μπάνβιλ είχε μεθύσει για να αντέξει το στρες του μυστικού δείπνου των Μπούκερ το 2005. Ο Χήνυ, που έμαθε για το Νόμπελ στην Πελοπόννησο (1995), προσπαθούσε να χαθεί στην παλιά εθνική για να προλάβει να ανασυνταχθεί. Ο Σαραμάγκου (Νόμπελ 1998) γρύλιζε στους δημοσιογράφους που τον είχαμε στριμώξει στην Εκθεση της Φρανκφούρτης. Κι ο Σεφέρης, που πήρε το Νόμπελ πριν από 50 ακριβώς χρόνια, ήταν λακωνικός και πατριωτικός εκείνη την 24η Οκτωβρίου του 1963… Ισως λοιπόν για κάτι τέτοια να είναι διπλά καίριο το βιβλιαράκι Πείραμα Ομιλίας όπου ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκό μάς αφήνει να δούμε «την ανάποδη της ταπισερί», καθώς λέει, κάνοντας εκμυστηρεύσεις για το υπέδαφος και τα προτάγματα της γραφής του. Αυτά, σε μια αθησαύριστη συνέντευξη-ποταμό στον κριτικό λογοτεχνίας Κλοντ Μπονεφουά (εκδ. Αγρα, μτφ. Νίκος Ηλιάδης, εισαγωγή Φιλίπ Αρτιέρ), την οποία έδωσε στα 42 του, το φθινόπωρο του 1968 αφού είχε εκδώσει τις Λέξεις και τα Πράγματα.

 

Ο Φουκό αντιλαμβανόταν, λέει, τον εαυτό του ως ανατόμο «που διενεργεί αυτοψία». Εγραφε για να συλλάβει «το αόρατο του υπερβολικά ορατού» και για να φέρει στο φως «τη φαρμακερή καρδιά των πραγμάτων και των ανθρώπων». Κι όμως μέχρι τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου δυσκολευόταν ακόμη και να κρατήσει όπως έπρεπε τον κονδυλοφόρο του, και τον έβαζαν να φτιάχνει ειδικές σελίδες για να γράψει. Η εξομολόγησή του είναι σχεδόν σπαρακτική και παραδέχεται πως κι αργότερα, παρότι είχε κάνει λογοτεχνικές σπουδές, πάλι δεν γούσταρε να γράφει. Επρεπε να τριανταρίσει για να ανακαλύψει «την εν δυνάμει ηδονή της γραφής». Αυτό έγινε όταν βρέθηκε στη Σουηδία (στην υπηρεσία του υπουργείου Εξωτερικών) κι έβλεπε τα λόγια που ήθελε να πει να απλουστεύονται, επειδή δεν ήξερε επαρκώς ούτε σουηδικά ούτε αγγλικά. Από τότε, αυτός ο διανοούμενος που θα κατέβαινε στους δρόμους ενάντια στους μηχανισμούς καταστολής, άρχισε να νιώθει υποχρεωμένος να διατρέξει «το σώμα των άλλων» με τον κονδυλοφόρο του, όπως έκανε ο χειρουργός πατέρας του με το νυστέρι. «Το τέμνω, σηκώνω τις επιδερμίδες τους και το δέρμα, προσπαθώ να ανακαλύψω τα όργανα. Φέρνοντας τα όργανα στο φως, κάνω να εμφανιστεί επιτέλους εκείνη η εστία της κάκωσης, εκείνο το κάτι που χαρακτήρισε τη ζωή τους, τον στοχασμό τους, και που, στην αρνητικότητά του, οργάνωσε τελικά όσα εκείνοι υπήρξαν». Ο Φουκό είχε πλέον τοποθετηθεί από την πλευρά εκείνων που αντιλαμβάνονται τη γραφή όχι ως «μνημείο τού είναι της γλώσσας» αλλά ως «μεταβατική δραστηριότητα», προορισμένη «να δείξει κάτι εκτός αυτής». Μήπως αυτό χρειαζόμαστε στον καιρό της κρίσης;

 

Γκόρντιμερ και Παμούκ

 

Η Ναντίν Γκόρντιμερ και ο Ορχάν Παμούκ είναι δύο πολιτικοποιημένοι νομπελίστες (1991, 2006) και η λογοτεχνία τους είναι αναμφισβήτητα μεταβατική. Ωστόσο στις συζητήσεις μας επέμεναν, όπως ο Αμος Οζ, ότι χρησιμοποιούν «δύο στυλό»: το μπλε για τα μυθιστορήματα και το κόκκινο για τα μαχητικά δοκίμιά τους. Δεν θυσιάζουν δηλαδή την ακεραιότητα της γραφής τους στην προπαγάνδα. Ευτυχώς! Αλλά η Γκόρντιμερ διευκρίνισε: «όταν έχεις γεννηθεί στην καρδιά μιας διαμάχης, η συνείδηση αυτή δεν μπορεί παρά να επηρεάσει την προσέγγιση της ζωής γύρω σου». Πάλι ευτυχώς!

 

Ρούσντι και Φουκό

 

«Μεταβατική δραστηριότητα». Ας συγκρατήσουμε αυτήν την ανάλυση και τη διατύπωση που δεν εννοεί «στρατευμένη δραστηριότητα» αλλά ούτε ξεχνά πως η κοσμοαντίληψη του συγγραφέα βρίσκει τον τρόπο να προσανατολίσει το έργο του, έστω και στην ανάποδη της ταπισερί. Τώρα που θα φουντώσουν οι συζητήσεις γύρω από τις πολιτικές παραμέτρους οι οποίες πρέπει ή όχι να επηρεάζουν τα κριτήρια των βραβείων, αξίζει να σκεφτούμε αν σε τούτα τα χρόνια της χολέρας θέλουμε να ακουμπήσουμε στην ιερότητα της λογοτεχνίας ή στην παρεμβατικότητά της. Τα Παιδιά του Μεσονυχτίου και Οι Σατανικοί Στίχοι του Σάλμαν Ρούσντι ήταν καθαρόαιμα μυθιστορήματα, αλλά έλεγαν και κάτι στους θρησκευτικά διχασμένους Ινδούς που αντιμετώπιζαν το στοίχημα της ανεξαρτησίας. Οταν όμως ο Αγιατολάχ Χομεϊνί διέταξε τη δολοφονία του συγγραφέα, η Ακαδημία των Νόμπελ σιώπησε. Από τους 18 «αδιάφθορους», μονάχα η Εκμαν και ο Γκίλεστεν αποσύρθηκαν από τη συνεδρίαση, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη λιπόψυχη αντίδραση των συναδέλφων τους απέναντι στον φετφά. Το θυμίζει ο ίδιος στον αυτοβιογραφικό Τζόζεφ Αντον (Ψυχογιός), διότι εκ των υστέρων, όταν πια η υπόθεση Ρούσντι είχε γίνει σημαία του αγώνα για την ελευθερία του (δια)λόγου, η Σουηδική Ακαδημία τον κάλεσε να… συζητήσουν! Συγχαρητήρια!

 

[email protected]

 

Scroll to top