Βασίλης Αλεξάκης
«Ο μικρός Ελληνας»
Μυθιστόρημα
Εξάντας 2013, σελ. 309
Της Εύης Καρκίτη
Ο Βασίλης Αλεξάκης υπογράφει ένα συγκινητικό και εξομολογητικό μυθιστόρημα, γεμάτο από τους ήρωες των βιβλίων που αγάπησε όταν ήταν παιδί. Είναι πολλά τα βιβλία που γράφτηκαν κάτω από το βάρος της εμπειρίας μιας σοβαρής περιπέτειας με την υγεία που βίωσε ο συγγραφέας. Δεν παρουσιάζουν όλα το ίδιο ενδιαφέρον. Ορισμένοι συγγραφείς για παράδειγμα γράφουν απλώς γιατί ανακάλυψαν πως είναι τελικά θνητοί. Κάποιοι άλλοι, όμως, αξιοποιούν την περιπέτειά τους για έναν ευρύτερο στοχασμό πάνω στη ζωή και τον θάνατο, τη φθορά και τον φόβο του τέλους, προχωρούν σε δεύτερες σκέψεις για τη ζωή που προηγήθηκε της ασθένειας. Ο Βασίλης Αλεξάκης βρίσκει τον δικό του τρόπο στη διαχείριση της εμπειρίας του, του παρελθόντος αλλά και του παρόντος του. Ετσι, επιστρέφει σε έναν δικό του μυστικό κήπο τον οποίο διαμόρφωσαν τα βιβλία και οι ιστορίες που αγάπησε στην παιδική του ηλικία, έναν χώρο βιωμένο και ταυτόχρονα ανοιχτό στο παράδοξο και το μαγικό μέσα στον οποίο, όπως φαίνεται, επινόησε τον συγγραφικό του εαυτό.
Γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο για λόγους τους οποίους εξηγεί, «μου επιτρέπει να ομολογώ τις αμφιβολίες μου, να τις αξιοποιώ», δίνοντας την εντύπωση πως απολαμβάνει μια αναπάντεχη συγγραφική ελευθερία για να διαπιστώσει ωστόσο προς το τέλος πως έγραψε «καθ’ υπαγόρευση του κειμένου του», χωρίς σφιχτή, συνεκτική πλοκή, κινούμενος ανάμεσα στο μυθιστόρημα, την αυτοβιογραφία, την παρωδία, τη σάτιρα και αλλάζοντας διαρκώς τον αφηγηματικό του τόνο, ο συγγραφέας δίνει ένα βιβλίο που ξεπερνά τη δυσμενή συνθήκη μέσα στην οποία επινοήθηκε. Στα χέρια του η ασθένεια και οι συνέπειές της μετατρέπονται σε ένα ατέλειωτο αλλά και καλά οργανωμένο παιχνίδι ανάμεσα στους δεκάδες ήρωές του, τον αναγνώστη, τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο συγγραφέας που καταλήγει στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης, χειρουργείται στο πόδι και αναγκάζεται να εγκαταλείψει για λίγο καιρό το σπίτι του. Ετσι, θα περάσει ένα διάστημα σε ένα ξενοδοχείο το οποίο βρίσκεται κοντά στον Κήπο του Λουξεμβούργου. Στηριγμένος στις πατερίτσες του, φορώντας απλώς μια παντόφλα στο χειρουργημένο πόδι που είναι πρησμένο, προχωρώντας ανάμεσα σε γυμνά δέντρα και ένα στρώμα από ξερά φύλλα, επικεντρωμένος αρχικά στο δικό του πρόβλημα, θα διαπιστώσει σύντομα πως δεν είναι αδιάφορος για το «δράμα του κόσμου». Το πάρκο εξάλλου θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια μικρογραφία του και ταυτόχρονα μια εκδοχή ενός κήπου στην Καλλιθέα που πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Εκεί θα συναντήσει μια ομάδα καλλιτεχνών του κουκλοθέατρου, κάποιους μοναχικούς ανθρώπους, μερικοί από τους οποίους χωρίς στέγη, ανθρώπους που έχουν τη δική τους προσωπική ιστορία, τη δική τους παιδική ηλικία, τη δική τους ταυτότητα. Στη συνάντηση μαζί τους δεν θα είναι μόνος. Θα πάρει μαζί του όλους τους ήρωες που αγάπησε σαν παιδί, μέσα από βιβλία, τα «Κλασσικά εικονογραφημένα», τις αφηγήσεις της μητέρας του. Ο Ντ’Αρτανιάν, ο Ρομπέν των Δασών, ο Δον Κιχώτης, ο Ταρζάν, ο Μιχαήλ Στρογκώφ, ο Γιώργος Θαλάσσης, ο Γιάννης Αγιάννης, ο Μάριος, η Τιτίκα και πλήθος άλλων θα βρουν τη θέση στον μυθιστορηματικό χώρο καθώς ο συγγραφέας επιχειρεί παράλληλα με το παρελθόν του να ιχνηλατήσει την κατάσταση του πλήθους που συχνάζει στο πάρκο.
Ο Αλεξάκης είναι συγκινητικά εξομολογητικός. Οσα και όσους συναντά εμπλέκονται με τις αναμνήσεις του, τα πρόσωπα της ζωής του, τα παιδιά του, τις γυναίκες που αγάπησε, με περιστατικά εκ πρώτης όψεως ασήμαντα, αστεία και θλιβερά, με σκέψεις για τη φύση του έρωτα και της απώλειας. Χωρίς την παρουσία των αγαπημένων του ηρώων τίποτε δεν θα ήταν εύκολο. «Οι γονείς μου και ο αδελφός μου δεν ζουν πια. Εχω ταυτοχρόνως όλες τις ηλικίες που βίωσα. Αν σας έχανα δεν θα μου έμενε παρά μία ηλικία. Θα ήμουν ένας γέρος άνθρωπος βγαίνοντας από εδώ».
Ο συγγραφέας μοιράζεται μαζί τους την αγωνία της γραφής. Ξέρει πως οι λέξεις δεν «έχουν ηθική», πως μπορούν με την «ίδια ευκολία να πουν αλήθειες και ψέματα». Και δεν κρύβει την προτίμησή του στο ψέμα: «Ανακάλυψα από νωρίς ότι το ωραιότερο πράγμα που είχε να μου προσφέρει η ζωή ήταν το ψέμα» και το ανακάλυψε στις πρώτες ιστορίες που άκουσε, από το στόμα της μητέρας του.
Εχει όμως στα αλήθεια σημασία όταν η αλήθεια και το ψέμα συναντώνται στην ιδιαίτερη συνθήκη μιας αφήγησης; Υπάρχει κάτι που μπορεί μέσα σε αυτήν να τα διαχωρίσει με σαφήνεια; Ο συγγραφέας το παίρνει προσωπικά επιχειρώντας μια απάντηση με τη φαντασία να καλπάζει ενίοτε, χωρίς στιγμή να προδίδει το αυτοβιογραφικό υλικό. Εξάλλου, ένα από τα ωραιότερα (και σπαρταριστά) σημεία του βιβλίου είναι η «επίθεση» που δέχεται ένα βιβλιοπωλείο από Ινδιάνους που διαμαρτύρονται για τον διασυρμό τους από τη λογοτεχνία και ο συγγραφέας, που τους αγαπούσε πάντα, βρίσκει τρόπο να σώσει την κατάσταση. Στον κόσμο του Αλεξάκη υπάρχει και ελπίδα. Τα παιδικά αναγνώσματα εξάλλου αναλαμβάνουν να πάνε κόντρα σε κάθε είδους φθορά, να πραγματοποιήσουν και τα πιο τρελά αφηγηματικά όνειρα, παραβιάζοντας διαρκώς τα σύνορα μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού κόσμου.