13/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Weekend Stories

Αξίες κενές νοήματος

      Pin It

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*

 

«Φοβάμαι, μαμά», μου λέει η δίχρονη κόρη μου προχθές το πρωί. «Γιατί, παιδί μου;» τη ρωτάω. «Γιατί κάνουν έναν δυνατό θόρυβο εκεί τα παιδιά».

 

Δίπλα στο σπίτι μας υπάρχει ένα Δημοτικό Σχολείο. Κάθε χρόνο από τα τέλη του Σεπτέμβρη ένας «παθιασμένος» με τις εθνικές εορτές καθηγητής Φυσικής Αγωγής μαζεύει όλα τα παιδιά του σχολείου εν ώρα μαθήματος και τους μαθαίνει βήμα. Δεν του είναι αρκετό το παράγγελμα του βήματος με μια απλή σφυρίχτρα. Επειδή φαντασιώνεται ολοκληρωμένη την παρέλαση, στα παιδιά δίνει σημαίες και ταμπούρλα, όπως λέει το άσμα, και εκείνος με βροντώδη διαπεραστική φωνή φωνάζει και επιπλήττει όποιο τριτάκι ή πρωτάκι δεν αντέχει την τόση πειθαρχία.

 

Πρωί πρωί, και πριν ανοίξω τα μάτια μου, ακούω κάθε μέρα ένα κοριτσάκι με γλυκιά φωνή να λέει από το μικρόφωνο του σχολείου «Αγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος»… Πόσα χρόνια η ίδια σκηνή. Πέρασαν τριάντα χρόνια και ακόμα βγαίνει ένα κοριτσάκι να πει την προσευχή.

 

Στη σκέψη αυτών των δύο, τέτοιες εποχές που ζούμε, κοίταξα την κόρη μου και είπα μέσα μου «και εγώ φοβάμαι».

 

Δύο ήταν οι σημαντικές αξίες που κρατούσαν ενωμένο αυτό το έθνος. Η ορθοδοξία και το εθνικοπατριωτικό μεγαλείο αυτού του μικρού και ένδοξου λαού που αντιστάθηκε έναντι των μεγάλων στην Ιστορία. Και τα δύο αυτά συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας εθνικής παιδείας που καλλιεργούσε παράλληλα δύο αντιφατικά συναισθήματα: την ταπεινότητα και την υπερηφάνεια. Η ορθοδοξία μέσα στα σχολεία, είτε με την πρωινή προσευχή, είτε με το μάθημα των Θρησκευτικών, μπόλιαζε τις ψυχές των παιδιών με την ανάγκη για προσευχή, μετάνοια, καλές πράξεις, ταπεινότητα και σεμνότητα. Η λέξη ενοχή ήταν αυτή που κοντοστεκόταν σε όλα τα παραπάνω χωρίς ποτέ να προβάλει επίσημα στα χείλη των εκπροσώπων και κατηχητών της. Και από την άλλη, η ένδοξη Ιστορία. Το εθνικό μας παρελθόν. Ηρωικό, περήφανο, άξιο, τιμημένο. Μια μικρή γροθιά νικητών και μαχητών απέναντι στα τάγματα των αλλόθρησκων, βάρβαρων ή φασιστών εχθρών. Τι ωραία που μεγαλώναμε γενιές και γενιές. Πότε να ντρέπεσαι και πότε να φουσκώνεις από περηφάνια. Μαζί, ταυτόχρονα, να σκύβεις και να ίπτασαι.

 

Και τώρα; Τι έμεινε από όλο αυτό;

 

Στην τηλεόραση επαναλαμβάνουν τα βίντεο με τα τάγματα εφόδου της Χ.Α. και την εκπαίδευση που έκαναν στα μέλη της. Δεν απέχει πολύ από τον γυμναστή του διπλανού σχολείου. Προσοχή, μαρς. Στην οθόνη βλέπουμε παραταγμένα κάτι αντικοινωνικά και χαμηλής νοημοσύνης μειράκια να ονειρεύονται την μπότα του Γερμανού με τη φούντα του τσολιά μαζί. Και μαζί στα χέρια τα Καλάσνικοφ των Ρώσων μαφιόζων που ξεκαθαρίζουν εν μιά νυκτί κάτω από την επήρεια άφθονης βότκας σε ποιον ανήκει το μαγαζί και… το κορίτσι. Μπερδεμένοι περιθωριακοί μιλούν για εθνική σωτηρία, για καθαρότητα της φυλής, για ολοκληρωτικά καθεστώτα μαζί με πατριωτισμό και οικογένεια. Ολα μπερδεμένα. Να σκύβεις και να ίπτασαι μαζί.

 

Και η Εκκλησία; Πού είναι η Εκκλησία σήμερα; Πού βρίσκεται ο «Αγιος Θεός, άγιος ισχυρός;». Πού βρίσκεται η «ισχυρή» ορθοδοξία;

 

Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα σε πανάκριβο κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας. Σε μια γωνιά, σχεδόν κρυμμένοι, κάθονταν μητροπολίτες και παράγγελναν αστακομακαρονάδες. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα βρισκόμουν εκεί μου είπε ότι το συνηθίζουν και ότι τους βλέπει πολύ συχνά. Σε ένα άλλο εστιατόριο, την επόμενη εβδομάδα, περνώντας είδα δυο-τρεις τροφαντούς καλοζωισμένους ιερείς -φαντάζομαι ότι δεν ήταν απλοί παπάδες, αλλά δεν κατέχω το πώς αλλάζουν τα ράσα ανάλογα με τον βαθμό της ιεραρχίας- να κατευθύνονται προς αυτό το κοσμικότατο εστιατόριο για να φάνε το κατιτίς τους και να συζητήσουν για τον… Θεό.

 

Προς Θεού, μιας και τον αναζητάμε, δεν έχω κάτι με την κοινωνική ζωή των ανθρώπων που έχουν τάξει τη ζωή τους στην υπηρεσία της θρησκείας. Θα ήθελα όμως να τους βρίσκω περισσότερο παρόντες στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι της «κοιλιάς» τους. Και ενώ, κρατώντας μια θετική σκέψη, θέλω να πιστεύω ότι γύρω μας υπάρχουν μικρά εκκλησάκια που ακόμα κατοικεί ο Θεός, παπάδες που βοηθούν εμπράκτως από το υστέρημά τους το χωριό τους, εντούτοις στις μεγάλες πόλεις δεν τις ακούω πια τις καμπάνες. Και δεν τις ακούω, όχι γιατί δεν χτυπούν, αλλά γιατί δεν έχει βρει η επίσημη Εκκλησία τον δρόμο που έπρεπε να πάρει μέσα στην κρίση. Δεν είδα μεγάλη διάθεση για βοήθεια από εκκλησιαστικούς φορείς που διαθέτουν περιουσία. Δεν είδα διάθεση να κρατήσουν την κοινωνία συνεκτική, καλύπτοντας τις τρύπες που άφησε η αλαζονεία και η έπαρση των πολιτικών και των αδιεξόδων. Δεν είδα να κηρύττουν τον λόγο της αγάπης απέναντι σε όσα θλιβερά επεισόδια μίσους διαδραματίζονται, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Θα μπορούσε τα τελευταία τρία χρόνια η Εκκλησία να έχει κερδίσει πάμπολλους πιστούς. Θα ήταν η ώρα της να βγει εκείνη ως πρωταγωνίστρια στη σκηνή και να δείξει ότι τουλάχιστον αυτό που θεωρούμε πνευματικότητα υπάρχει στις ψυχές των κληρικών. Αλλά και εκείνη την έχασε αυτή την ευκαιρία, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στο σκύβω και στο ίπταμαι.

 

Και δυστυχώς για όλα αυτά τα παιδιά, το σχολείο πρέπει να αλλάξει δρόμο. Να βρει αλλού την έμπνευση. Για να μη μεταδίδει πια στα παιδιά αξίες κενές νοήματος. Για να μη φοβούνται.

 

 

* Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια

 

Scroll to top