14/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Cabaret», Μέγαρο Μουσικής – Αίθουσα Τριάντη

Μιούζικαλ χωρίς άμεση και ανελέητη γοητεία

Η παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου, που θυμίζει μάλλον νάιτ κλαμπ παρά καμπαρέ, είναι κάπως επίπεδη, άχρωμη, αναποφάσιστη. Είναι και σκηνογραφικά μονότονη και χορευτικά αναμενόμενη.
      Pin It

Η παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου, που θυμίζει μάλλον νάιτ κλαμπ παρά καμπαρέ, είναι κάπως επίπεδη, άχρωμη, αναποφάσιστη. Είναι και σκηνογραφικά μονότονη και χορευτικά αναμενόμενη

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

μαρια ναυπλωτου τανια τσανακλιδου ναντια μπουλεΑποτελεί πλέον συνήθεια να ανοίγει η χρονιά με ένα μεγάλο μιούζικαλ – αρκετά μεγάλο ώστε να βαραίνει στη συνείδηση του θεατρικού κόσμου. Eτσι κι αλλιώς ένα μιούζικαλ από το μέγεθος της ίδιας του της παραγωγής δεν μπορεί ποτέ να περάσει απαρατήρητο. Ανήκει –και από αυτό το σημείο ξεκινούν πολλές παρεξηγήσεις- στο είδος του μουσικού θεάτρου, της μεγάλης, όπως λέγεται, σκηνής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο ζήτημα του κόστους, του επιχειρηματικού ρίσκου και της αδυσώπητης ανάγκης «για κόσμο», τόσο πολύ κόσμο, ώστε να αξίζει ο κάθε κόπος και αγωνία.

 

Για μένα τουλάχιστον δεν υπάρχει αμφιβολία: Το μιούζικαλ –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- ανήκει στον κανόνα του εμπορικού θεάτρου. Αγοράζεις πρωτίστως θέαμα. Ή, πιο ορθά, αγοράζεις ταλέντο. Γιατί ακόμα και στη χορεία των εμπορικών θεαμάτων να το εντάξει κανείς, το μιούζικαλ δεν χάνει καθόλου την άγρια χαρά του. Είναι η επίδειξη της πρωταρχικής ικανότητας ηθοποιού, μουσικού και χορευτή να τραβούν τη ζωή μας έξω από τον χρόνο και τον χώρο, στον μαγικό κόσμο των εξαιρετικών πλασμάτων.

 

Μη σας ξεγελούν, λοιπόν, οι εσωτερικές –υπόθεση ενδοσκοπική του είδους– «ανωμαλίες» δημοφιλών μιούζικαλ, όπως του «Σικάγου» στο Παλλάς ή του «Καμπαρέ» στο Μέγαρο. Είναι το ίδιο εμπορικά θεάματα, όπως τα υπόλοιπα. Ανήκουν όμως σε μια εποχή -μέσα του ’60- στην οποία η σκηνική πρωτοπορία, ανάγκη και φιλότιμο της τέχνης, είχε αρχίσει να γίνεται πέρα από αξεσουάρ της νεοϋορκέζικης έξω έξω σκηνής, μέρος της αστικής καλλιτεχνικής μόδας. Συμβαίνει πάντα το ίδιο: Για να είσαι εμπορικός (αληθινά εμπορικός) πρέπει να είσαι και κάπως σύγχρονος.

 

Στα νεο-μιούζικαλ, όπως το «Καμπαρέ», αυτό που υπεισέρχεται δεν είναι –προς Θεού- κάποια σοβαρή πολιτική αίσθηση, αλλά η παραίσθηση του πολιτικού θεάτρου, μαζί με την παραίσθηση της μινιμαλιστικής σκηνής, του νεοεξπρεσιονισμού κ.λπ. Πιστεύει κανείς πως αυτά κάνουν τα πράγματα πιο συνειδητά. Λάθος. Κάνουν τα πράγματα συνδιαλεγόμενα με το γούστο της εποχής τους.

 

Με άλλα λόγια είναι μάλλον υπερβολικό να αναζητούμε στην ιστοριούλα του «Καμπαρέ», στον απόηχο της Βαϊμάρης ή του Βερολίνου του, κάτι από την κρίση του ’30 ή, πιο πέρα ακόμη, κάτι από τον δικό μας κόσμο. Πρώτα πρώτα δεν αφορά το ’30 – πρόκειται για το ’60. Επειτα δεν αφορά τον Πισκάτορ, τον Μέγερχολντ ή τον Μπρεχτ – αφορά τον Φρεντ Εμπ και τον Τζον Κάντερ. Και βέβαια δεν αφορά ακριβώς το Καμπαρέ. Είναι ένα μιούζικαλ που λέγεται «Καμπαρέ». Αν θέλει κάποιος να μιλήσει για την εποχή σοβαρά, υπάρχουν δόξα τω Θεώ μπόλικα αριστουργήματα λόγου και σκηνής. Κι αν τέλος πάντων υπάρχει στο «Καμπαρέ» κάτι από το μαύρο φως της εποχής, είναι μόνο γιατί κάποιος σκέφτηκε να προσθέσει στη λάμψη του τον ερωτισμό, τον φετιχισμό και το σκοτεινό όνειρό της.

 

Χαλαρώστε λοιπόν στην καρέκλα και αφήστε τους να σας πείσουν ότι καλώς ξοδέψατε χρήματα και χρόνο. Στο Μέγαρο είδαμε ένα από τα πιο γνωστά και απαιτητικά νεο-μιούζικαλ, αληθινό μύθο του θεατρικού σύμπαντος, λόγω των τραγουδιών, της λάμψης και βέβαια της κινηματογραφικής περσόνας της Λάιζα Μινέλι, του Μάικλ Γιορκ και του Τζόελ Γκρέι. Η θεατρίνα και ο κομπέρ τους δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο – δυσκολεύεσαι να πεισθείς ότι παίζονται καν από ηθοποιούς. Είναι περισσότερο πλάσματα του θεάτρου, δικά του αερικά και δαιμόνια, που περνούν μέσα από τους τοίχους και τις κλειστές πόρτες του.

 

Δεν φαντάζεται κανείς πως ο Κωνσταντίνος Ρήγος σκηνοθετεί το «Καμπαρέ» για να πει κάτι για την κρίση ή για να προωθήσει την τέχνη του. Επραξε ως θεατράνθρωπος που σηκώνει βαρύ φορτίο. Και κατέληξε σε μια πρόταση πολύ διασκεδαστική, ευχάριστη, που κινείται όμως σε ό,τι ονομάζουμε κοινώς ελληνική εκδοχή του μιούζικαλ. Η αλήθεια είναι πως για να βγει οικονομικά μια τέτοια πρόταση χρειάζεται πρωταγωνιστές και φτασμένους δεξιοτέχνες. Δύσκολα μπορούν αυτοί να καταλήξουν ομάδα. Ερχονται και παρέρχονται.

 

Αλλού είναι το πρόβλημα: πως η σκηνοθεσία του Ρήγου (που ανέλαβε και τη χορογραφία και τη σκηνογραφία) δεν κατάφερε να μεταδώσει το πιο σημαντικό στοιχείο ενός μιούζικαλ. Την άμεση κι ανελέητη γοητεία του. Η παράστασή του, που απευθύνεται μάλλον σε νάιτ κλαμπ παρά σε καμπαρέ, είναι κάπως επίπεδη, σε ορισμένα σημεία της άχρωμη, αναποφάσιστη στο τι θέλει να πει και να κάνει. Είναι και σκηνογραφικά μονότονη. Και χορογραφικά –αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς- ίσως αναμενόμενη.

 

Υπάρχει και θέμα διανομής. Ο Δημήτρης Λιγνάδης επωμίζεται τον ρόλο του κομπέρ. Πρέπει πρώτα να ελαφρύνει από την υποκριτική ακαδημαϊκή σκευή του, που τον κάνει κατάλληλο για ό,τι άλλο πλην αυτού ακριβώς του ρόλου. Ας μη γελιόμαστε: σε ένα τέτοιο πρόσωπο δεν καταλήγει κάποιος μόνο με τις πρόβες. Φανταστείτε, για παράδειγμα, τον Τάκη Ζαχαράτο στον ρόλο και πείτε μου.

 

Ούτε και η Μαρία Ναυπλιώτου με έπεισε. Οχι πως δεν έχει αρκετό ταλέντο για μιούζικαλ – έχει και περισσεύει. Το στιλ της, όμως, η ομορφιά της είναι πολύ συμπαγής, πολύ κλασική και ευγενική για μια τροτέζα σαν τη Σάλι Μπόουλς. Από κοντά ο Γιώργος Νανούρης, που παίζει τον Μπράντσο με μόνιμο χαμόγελο (έτσι φανταζόμαστε τους Αμερικανούς στον Μεσοπόλεμο;), σαν σε παιδικό έργο. Πιο καλή η Νάντια Μπουλέ στον ρόλο της Κοστ (και με εξαιρετική φωνή). Η Τάνια Τσανακλίδου φέρνει στη Σνάιντερ μια γλυκιά παρουσία, η φωνή της όμως συχνά σκεπάζεται από την ορχήστρα. Ο Μιχάλης Μητρούσης σε μια κάπως λαϊκή εκδοχή του Σουλτς είναι ικανοποιητικός. Και ο Παναγιώτης Μπουγιούρης επαρκής Λούντβιχ, χωρίς περαιτέρω αξιώσεις.

 

Η Ερι Κύρια παρέδωσε μια σύγχρονη μετάφραση του έργου και ενδυνάμωσε το πρόγραμμα της παράστασης με μερικά αποκαλυπτικά για την εποχή και το είδος του μιούζικαλ κείμενα. Μας έκανε διπλά πλουσιότερους.

 

Δεν νομίζω ότι θα λυπηθείτε τα λεφτά σας. Ως μιούζικαλ είναι ικανό να σας ψυχαγωγήσει και ίσως σας κάνει να νιώσετε πως δεν βλέπετε πια κάτι εντελώς ρηχό και απλοϊκό. Πάντως μην κάνετε το λάθος να το συγκρίνετε με τίποτε άλλο. Ανάμεσα στη Βαϊμάρη του ’30 και στο Μπρόντγουεϊ του ’60, το Μέγαρο πιθανόν να μοιάζει λίγο.

 

Scroll to top