07/01/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το όνειρο που έγινε εφιάλτης

      Pin It

«Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» στο Εθνικό Θέατρο – Ρεξ

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Από την άποψη της θερμοκρασίας, το έργο στο (τύποις) ανακαινισμένο Ρεξ έγερνε μάλλον προς το «Χειμωνιάτικο παραμύθι». Και από την άποψη της διάθεσης, συναντούσε τη μελαγχολία της «Τρικυμίας». Στην πολύ σπάνια (αν όχι και πρώτη) συνάντησή του με την κωμωδία (του Σέξπιρ), ο Μιχαήλ Μαρμαρινός κατέφθασε με τις αποσκευές του γεμάτες όπως πάντα με εργαλεία αποσυναρμολόγησης.

 

Αναδιέταξε με αυτά το έργο και με αυτά το προσάρμοσε σε μια Αθήνα μακριά από την αρκαδική της μυθολογία, γεμάτη ερωτήματα και υπαρξιακό άγχος` πόλη φθαρμένη και αλύτρωτα πεζή. Το αποτέλεσμα; Στο κλασικό παραμύθι της σκηνής, που έχει για υπέροχο στόχο του να μαγέψει και να αποπλανήσει, η παράσταση στο Ρεξ ούτε μάγεψε ούτε αποπλάνησε. Δεν άνοιξε τις καρδιές με το όνειρο του θεάτρου. Γι' αυτή την παράβαση το κοινό τιμώρησε τους παραβάτες «ακροβάτες»-ηθοποιούς και αντιπρότεινε από τη μεριά του μια εξαιρετικά χλιαρή υποδοχή σε ό,τι κανονικά φιλοδοξούσε να ενταχθεί στη σπουδαία παράδοση του Εθνικού στο σεξπιρικό ρεπερτόριο.

 

Ακόμα κι αν στο βάθος διακρίνεται μια καλλιτεχνική νότα που ξεπερνά την καυστική αλλά κάπως κοινότοπη πια καταγγελία της ντισνεϊκής μυθολογίας και της αστικής κατάπτωσης, η παράσταση του Μαρμαρινού στο σύνολό της υπήρξε μακράν η πιο αποτυχημένη στιγμή της κρατικής σκηνής, η ατυχέστερη του άξιου σκηνοθέτη τα τελευταία χρόνια.

 

Mάσκες και αχανής χώρος

 

Υπάρχουν και τεχνικά ζητήματα που στοίχισαν στην παράσταση. Οι μάσκες πρώτα πρώτα: εκτός από τα ηχητικά ζητήματα που θέτουν, είναι προβληματική η χρήση τους στο ούτως ή άλλως προβληματικό σήμερα ποιητικό θέατρο. Οδηγούν τη σκέψη σε ένα άλλου είδους σκηνικό, περισσότερο δεικτικό, πιο έντονο, πιο επιδραστικό. Μάσκες και ακινησία αποτελούν στοιχεία του τελεστικού κυρίως θεάτρου, κάτι που στέκει μακριά από καθετί που θα μπορούσε να σταθεί ποτέ σαν κώδικας στο «Ονειρο» του Σέξπιρ.

 

Επειτα, είναι ο αχανής χώρος τού Ρεξ: και από τις δυο μεριές της μπούκας διασκορπίζει τον θίασο, απλώνει τις αποστάσεις, ψυχραίνει τις εντάσεις. Αντί να μεγαλώνει το έργο, το κάνει ρηχό και επίπεδο. Και τέλος είναι το ίδιο το αφηνιασμένο κείμενο του Σέξπιρ με την αναγεννησιακή παθολογία του έρωτα και τη σάτιρά της, που βρίσκεται μακριά από κάθε σημερινή υπαρξιακή αγωνία. Θέλει προσπάθεια για να γίνει κατανοητό και σαφές.

 

Οταν το όλον διαχέεται στη σκηνοθετική άποψη του μεταμοντέρνου, όπως έγινε εδώ, το όνειρο μπορεί να καταλήξει σε εφιάλτη. Μόνο όσοι γνώριζαν απέξω κι ανακατωτά το κείμενο, μπορούσαν να παρακολουθήσουν. Πράγμα που διαβάζεται και αντίστροφα: η παράσταση αντί για αυτόνομη εκδοχή του έργου, ήταν μια κακοφορεμένη διόγκωσή του, σαν υπερφίαλο καπέλο.

 

Και καλά στοιχεία

 

Θα πίστευε επομένως κανείς ότι η παράσταση μπορεί μετά το τέλος της να οδηγηθεί στον κάλαθο των αχρήστων. Δεν είναι διόλου έτσι. Πρόκειται για μια αναπάντεχη κι άδικη, καθόλου όμως αδιάφορη αποτυχία. Και αν προσπαθήσει κανείς να παρηγορήσει τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, προτείνω να τους μεταφέρει αυτό το μήνυμα: καλλιτέχνες δεν είναι αυτοί που επιτυγχάνουν, αλλά που αποτυγχάνουν με ενδιαφέροντα τρόπο. Ετσι λοιπόν, σαν οφειλή προς την προσπάθειά τους, θα σταθώ σε κάνα δυο σημεία που μου προκάλεσαν εντύπωση.

 

Αρχικά, στο σημείο της «σκηνοθεσίας ως δραματουργίας», στην οποία τόσο επιμένει ο Μαρμαρινός. Δεν έχουμε εδώ μια σκηνοθεσία πάνω στο έργο, αλλά μια σκηνοθεσία-έργο, μια ενότητα πράξης και λόγου την οποία θεραπεύει τα τελευταία χρόνια ο Μαρμαρινός. Μόνο που στην περίπτωση του «Ονείρου», που ως γνωστόν τα πάντα μπορούν να γίνουν θεατρικό «έργο», εξίσου τα πάντα μπορούν να γίνουν και «σκηνή» θεάτρου.

 

Το θέατρο κατεβαίνει στους δρόμους και οι δρόμοι ανεβαίνουν στη σκηνή. Τα πλάσματα του Ονείρου δεν βρίσκονται πίσω από την αυλαία, ούτε και μπροστά από αυτή. Αχρωμα κι άτονα, σαν φαντάσματα του νου, περιμένουν να αποκτήσουν χρώμα και λαλιά από το χρώμα και τη λαλιά μας.

 

Στην επιβλητική συνάντησή μας μαζί τους, όταν μας καλούν να ανεβούμε στη σκηνή, τα συναντάμε σε ένα μπαούλο γυμνά, καντοριανές μαριονέτες που ψελλίζουν τη δική μας γλώσσα. Ποτέ δεν είδα θεατρικά πλάσματα από τόσο κοντά. Και ποτέ δεν μου φάνηκαν τόσο απόμακρα. Νίκος Κουρής, Ιωάννα Παππά, Ιωάννα Τσιριγκούλη και Αργύρης Πανταζάρας στην κορυφή της εκτίμησής μου.

 

Αλλη εντύπωση: Το θέατρο σε όλη του την επικράτεια, και η ζωή σε όλη της τη μελαγχολική αμφιβολία. Χτίζουμε θέατρα και τα χαλάμε – και αλλάζουμε θέατρα: ένα Ρεξ βρίσκεται στη σκηνή του αληθινού Ρεξ, και ένα άλλο πιθανόν απλώνεται έξω από αυτό.

 

Και μια διαπίστωση για το τέλος: προφανώς το όνειρο μιας καλοκαιρινής νύχτας θέλει πόλη που να μπορεί να ονειρευτεί, θέλει έναν κήπο έρωτα και θέλει καλοκαιρινή νιότη. Κάποια παράσταση μπορεί να τα προτείνει όλα αυτά και να κολακέψει τη φυγή μας. Οχι αυτή η παράσταση. Αυτή ζητάει να μας καθηλώσει με άλλο ερώτημα: Πού όλα αυτά στη μέση της σημερινής, σκοτεινής, καθημαγμένης κι ανέραστης Πανεπιστημίου;

 

 

Scroll to top