29/12/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Στη δίνη του χρόνου

      Pin It

Με αφορμή την επικείμενη αλλαγή «χρόνου», έχει ίσως κάποιο ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε πώς η επιστήμη επιχειρεί να κατανοήσει τη φύση και τη λειτουργία αυτού του τόσο σκοτεινού αντικειμένου της ανθρώπινης γνώσης. Εξάλλου, είναι κάτι που απασχολεί τους πάντες: όλοι παραπονιόμαστε ότι «δεν έχουμε χρόνο» ή πως ο χρόνος «κυλά» και «φεύγει» ασταμάτητα, χωρίς ποτέ να προσδιορίζουμε τι είδους «πράγμα» είναι αυτό που ρέει και μας διαφεύγει ανεπιστρεπτί.

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης 

 

Γιατί ο χρόνος στην κοσμολογία, στη βιολογία αλλά και στην ιστορία ρέει αποκλειστικά από το παρελθόν προς το μέλλον;

 

Αναμφίβολα ο χρόνος ήταν και παραμένει το πιο σκοτεινό, φευγαλέο και άπιαστο αντικείμενο της ανθρώπινης σκέψης: φυσικής και μεταφυσικής, επιστημονικής και φιλοσοφικής.

Η επίκληση και μόνο του χρόνου γεννά αυτομάτως βασανιστικά και δυσαπάντητα ερωτήματα: είναι κάτι που υπάρχει «πραγματικά» ή, αντίθετα, αποτελεί έναν βολικό τρόπο να «μετράμε» ό,τι συνεχώς μεταβάλλεται και παρέρχεται ανεπιστρεπτί γύρω από εμάς και μέσα μας; Αραγε, θα συνεχίσει να ρέει αιωνίως, αδιαφορώντας για τις αδυναμίες και τις αγωνίες των ανθρώπων, ή κάποτε θα «τελειώσει», επαναφέροντας στο μηδέν το Σύμπαν και τους κατοίκους του;

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα οι μεγαλύτεροι στοχαστές του ανθρώπινου είδους δοκίμασαν, ανεπιτυχώς, να αναμετρηθούν με αυτά τα ερωτήματα. Και οι «λύσεις» που πρότειναν, όσο μεγαλοφυείς κι αν φάνηκαν αρχικά, τελικά αποδείχτηκαν είτε εσφαλμένες είτε ανεπαρκείς και, αργά ή γρήγορα, πνίγηκαν στη δίνη του… χρόνου.

 

Αιωνιότητα: ο άχρονος χρόνος

 

Κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αλλά και πολύ παλαιότερα, η κυκλικότητα του χρόνου εθεωρείτο δεδομένη και προφανής. Ηταν κάτι που μπορούσε να το διαπιστώσει κάποιος «ιδίοις όμμασι» από την εύρυθμη και περιοδική επανάληψη των ίδιων πάντα αστρικών φαινομένων. Για παράδειγμα, από την περιφορά του Ηλιου και της Σελήνης, από την επανεμφάνιση σε τακτά χρονικά διαστήματα των ουράνιων σωμάτων στον ουράνιο θόλο κ.ο.κ.

 

Μολονότι μας φαίνεται πως το ποτάμι του χρόνου ρέει αδιάκοπα από το παρελθόν προς το μέλλον, ο ίδιος ο Χρόνος ήταν «άπαυστος», «ατέλεστος» και «ανώλεθρος».

 

Ολα αυτά τα συνοψίζει θαυμάσια ο Πλάτων στον «Τίμαιο»: ο δημιουργός του Σύμπαντος, ο Κοσμικός Νους που ταυτίζεται με τη Φύση, «σκέφτηκε να δημιουργήσει κάποια κινητή εικόνα της αιωνιότητας. Ενώ λοιπόν έβαζε τάξη στον ουρανό, έφτιαξε και τη ρυθμικά κινούμενη εικόνα της ακίνητης στην ενότητά της αιωνιότητας – το δημιούργημα που έχουμε ονομάσει χρόνο… Ο χρόνος λοιπόν γεννήθηκε μαζί με τον ουρανό· και αφού γεννήθηκαν μαζί, θα διαλυθούν μαζί, αν βέβαια χρειαστεί ποτέ να διαλυθούν» («Τίμαιος» 37d και 38b, μτφρ. Β. Κάλφας, εκδ. Πόλις).

 

Σύμφωνα λοιπόν με την πλατωνική κοσμογονία, η Φύση-δημιουργός ρύθμισε το ρολόι του χρόνου τη «στιγμή» που δημιούργησε τον ουρανό, μόλις δηλαδή έθεσε σε τάξη και σε εύρυθμη κίνηση το «συν-παν». Συνεπώς, ο χρόνος, ως αιώνια παρών, δεν είναι κάτι μετρήσιμο αλλά, αντίθετα, είναι αυτό που μετρά την τελειότητα των προκαθορισμένων και νομοτελειακών κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, οι οποίες βέβαια δεν θα μπορούσαν παρά να είναι κυκλικές και αέναες.

 

Μάλιστα, ο νεοπλατωνιστής Πλωτίνος θα κάνει ακόμη ένα βήμα ισχυριζόμενος ότι αν η αιωνιότητα είναι το αρχέτυπο ή το πρότυπο του χρόνου, τότε η ιδέα του «απείρου» αποτελεί το πρότυπο της αιωνιότητας (βλ. «Εννεάς Τρίτη»). Ο χρόνος ως «κινούμενη εικόνα» της αιωνιότητας είναι μια ατέρμονη σειρά διαδοχικών στιγμών, μια άπειρη διαδοχή από «νυν».

 

Πρόκειται για μια εντελώς ανοίκεια αλλά ιδιαίτερα καθησυχαστική κατάσταση όπου όλες οι «στιγμές» που αποτελούν τον χρόνο καταλήγουν εκεί από όπου ξεκίνησαν: στον ασάλευτο και ψυχρό ωκεανό που αποκαλείται «Αιών». Μέσα σε αυτόν συνυπάρχουν ταυτοχρόνως και αενάως όλες οι στιγμές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Αυτή την μάλλον αποκρουστική εικόνα ακινησίας κάποιοι την περιγράφουν ως αιωνιότητα, κάποιοι άλλοι ως Θεό και κάποιοι άλλοι ως θάνατο.

 

Μετρώντας τον χρόνο

 

Μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση του χρόνου εισηγείται ο Αριστοτέλης πριν από δυόμισι χιλιετίες. Στο έργο του «Φυσικά» ή «Φυσική Ακρόασις» ο αιρετικός μαθητής του Πλάτωνα θα υποστηρίξει: «Διότι τούτο είναι ο χρόνος, το αριθμήσιμο ποσό (αριθμός) της κίνησης στη διάρκειά της από ένα πρότερο σε ένα ύστερο» («Φυσικά» 219b, τόμος 2, μτφρ. Β. Μπετσάκος, εκδ. Ζήτρος).

 

Ο χρόνος λοιπόν, σύμφωνα με τον μεγάλο Σταγειρίτη, δεν είναι παρά ένας «αριθμός» που μετρά την κίνηση, και μόνο ως μετρήσιμο μέγεθος ο χρόνος αποκτά το ακριβές φυσικό νόημα που καταγράφεται στις ενδείξεις των ρολογιών και των ημερολογίων μας! Παρακάμπτοντας έξυπνα την επικρατούσα στην εποχή του κυκλική σύλληψη του χρόνου και τα παράδοξα της αιώνιας επιστροφής που αυτή γεννά, ο Αριστοτέλης ανοίγει τον δρόμο για την εκκοσμίκευση και τη φυσικοποίηση της μέχρι τότε μεταφυσικής σύλληψης του χρόνου.

 

Πάντως, είναι εντυπωσιακό το πώς, συν τω χρόνω, οι μεταφυσικές ιδέες του Πλάτωνα και οι πρώιμες φυσικές θεωρίες του Αριστοτέλη συνδυάστηκαν με την ιουδαϊκή-χριστιανική εσχατολογική αντίληψη περί της «συντέλειας του αιώνος», ώστε να διαμορφωθεί -και να επιβληθεί σχεδόν καθολικά- η νέα γραμμική και ποσοτική σύλληψη του χρόνου που θα επικρατήσει στη δυτική σκέψη από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα. Αυτή η υποψία «άνομης» γονιμοποίησης της επιστήμης από μεταφυσικές ή και θεολογικές ιδέες επιβεβαιώνεται πολλαπλώς και κατ’ επανάληψη στην ιστορία της κλασικής επιστήμης: η αφηρημένη μαθηματική ιδέα του απείρου αν χωροποιηθεί γεννά τον «απόλυτο χώρο», ενώ αν χρονοποιηθεί γεννά τον «απόλυτο χρόνο»!

 

Πράγματι, για την κλασική φυσική ο πραγματικός-αντικειμενικός χρόνος, σε αντίθεση με τον ανθρώπινο-υποκειμενικό χρόνο, δεν κυλάει προς κάποια κατεύθυνση και δεν παράγει ποτέ τίποτα νέο. Παραδόξως, οι έρευνες της φυσικής αναβιώνουν και νομιμοποιούν την πλατωνική δοξασία για την ύπαρξη ενός απόλυτου, άχρονου και άρα αμετάβλητου χώρου και χρόνου.

 

Οπως το έθεσε ο Νεύτων στην εισαγωγή του περίφημου βιβλίου του «Μαθηματικές Αρχές Φυσικής Φιλοσοφίας» (Philosophiae Naturalis Principia Mathematica): «Ο απόλυτος, αληθινός και μαθηματικός χρόνος, αφεαυτός και από την ίδια του τη φύση, ρέει ομοιόμορφα χωρίς να εξαρτάται από τίποτα το εξωτερικό…».

 

Προσβλέποντας στην «αντικειμενική» περιγραφή των φυσικών φαινομένων η κλασική φυσική όφειλε να υποβαθμίσει τον χρόνο σε απλή γεωμετρική παράμετρο, μετρήσιμη με λίγο-πολύ ακριβή τρόπο (π.χ. με ρολόγια) και κοινή για όλους τους παρατηρητές που βρίσκονται στο ίδιο σύστημα αναφοράς.

 

Συνεπώς η «χρονικότητα» και η «ιστορικότητα» των φαινομένων που όλοι οι παρατηρητές διαπιστώνουν στην καθημερινή τους ζωή έπρεπε να θυσιαστεί στον βωμό της «αντικειμενικής» γνώσης. Με άλλα λόγια, για τον Νεύτωνα (αλλά και την κλασική επιστήμη συνολικά!), ο υποκειμενικός χρόνος που βιώνουν οι άνθρωποι είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον απόλυτο κοσμικό χρόνο. Αποψη που, όπως θα δούμε, συμμερίζεται και ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ο βασικός υπαίτιος για την εγκατάλειψη της απόλυτης διάκρισης του χρόνου από τον χώρο στη σύγχρονη φυσική.

 

Μια επίμονη ψευδαίσθηση;

 

Οταν κάποτε ρώτησαν τον Αϊνστάιν «τι είναι ο χρόνος;», αυτός απάντησε χωρίς περιστροφές: «ό,τι μετράνε τα ρολόγια μας». Με αυτήν την προκλητική δήλωση ο μεγάλος ανανεωτής των αντιλήψεών μας για τον χώρο και τον χρόνο ήθελε να υπογραμμίσει ότι, για τη σύγχρονη φυσική, ο χρόνος δεν είναι «κάτι τι» που μπορεί να συλληφθεί ανεξάρτητα από τον τρόπο που τον μετράμε, δηλαδή ανεξάρτητα από το πώς καταγράφουμε την παρουσία του.

 

Για τον πατέρα της θεωρίας της σχετικότητας ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο από μία επιπλέον μαθηματική παράμετρο στην περιγραφή του φυσικού κόσμου. Τίποτα περισσότερο από μία τέταρτη διάσταση στο ενοποιημένο πια τετραδιάστατο συνεχές που ονομάζεται «χωρόχρονος». Ωστόσο, ούτε η θεωρία της σχετικότητας δεν κατάφερε να αποκαταστήσει τον ενεργό και δημιουργικό ρόλο του χρόνου στη διαμόρφωση της θεμελιώδους δομής της ύλης (υποατομικά σωματίδια) αλλά και στην εξέλιξη του ορατού μας Σύμπαντος. Εξάλλου, όπως θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος ο Αϊνστάιν σε ένα περίφημο γράμμα του: «Η διάκριση ανάμεσα σε παρελθόν και σε μέλλον αποτελεί μόνο μια ψευδαίσθηση, έστω κι αν πρόκειται για μια επίμονη ψευδαίσθηση».

 

Αν όμως ο χρόνος είναι μόνο μια παράμετρος στη φυσική περιγραφή του Σύμπαντος, αν αποτελεί απλώς την τέταρτη διάσταση στο τετραδιάστατο συνεχές που ονομάζεται «χωρόχρονος», τότε γιατί το Σύμπαν δεν είναι στατικό αλλά συνεχώς εξελίσσεται; Γιατί ο χρόνος είναι εμφανώς ασύμμετρος και εκδηλώνεται πάντοτε σε παρελθόν, παρόν και μέλλον; Τέλος, γιατί όλα τα πολύπλοκα φυσικά συστήματα και οι βιολογικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, έχουν καταγεγραμμένο στη δομή τους αποκλειστικά το παρελθόν αλλά όχι το μέλλον τους;

 

Μολονότι ιδιαίτερα παραγωγικό, το όνειρο της αχρονικής περιγραφής της φύσης θα αρχίσει να καταρρέει από τα μέσα του 19ου αιώνα, με την ταυτόχρονη εισβολή του χρόνου στις θερμοδυναμικές θεωρίες της φυσικής, στις εξελικτικές θεωρίες της βιολογίας, και πιο πρόσφατα με την ανακάλυψη της εγγενούς χρονικότητας των αστροφυσικών και κοσμολογικών φαινομένων. Προς μεγάλη της δυσαρέσκεια, η αχρονική μέχρι τότε επιστήμη θα ανακαλύψει ότι όλες οι χημικές αντιδράσεις, όλα τα βιολογικά φαινόμενα, αλλά και όλα τα κοσμολογικά συμβάντα είναι χρονικά μη αναστρέψιμα.


Καταστροφέας ή δημιουργός;

 

Πράγματι, το βέλος του χρόνου θα κάνει την είσοδό του στη σύγχρονη επιστημονική σκέψη με δύο εκδοχές: μία αισιόδοξη και μία απαισιόδοξη. Η αισιόδοξη εκδοχή είναι αυτή της εξέλιξης και της σταδιακής πολυπλοκοποίησης της ζωής πάνω στη Γη, όπως περιγράφεται από τη θεωρία της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου. Ενώ η πεσιμιστική ή απαισιόδοξη εκδοχή του βέλους του χρόνου προκύπτει από την ανάπτυξη της θερμοδυναμικής των κλειστών συστημάτων.

 

Από τα δύο βασικά αξιώματα της θερμοδυναμικής προκύπτει ότι, εφόσον η συνολική ενέργεια ενός κλειστού συστήματος είναι σταθερή (πρώτο αξίωμα), τότε αυτό το σύστημα τείνει να περνά από τις λιγότερο πιθανές καταστάσεις τάξης και οργάνωσης σε ολοένα πιο πιθανές καταστάσεις αποδιοργάνωσης και αταξίας (μεγιστοποίηση της εντροπίας). Ενώ σύμφωνα με το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα, η συνολική εντροπία του συστήματος, με το πέρασμα του χρόνου, μπορεί μόνο να αυξάνεται. Αν μάλιστα ολόκληρο το Σύμπαν θεωρηθεί ένα κλειστό σύστημα, τότε η σταδιακή ενεργειακή υποβάθμισή του θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη μεγιστοποίηση της εντροπίας του, δηλαδή στον θερμικό θάνατό του!

 

Η αχίλλειος πτέρνα αυτής της πεσιμιστικής εκδοχής του βέλους του χρόνου ήταν ότι προέκυψε από τη μελέτη αποκλειστικά κλειστών και αδρανών συστημάτων. Ομως τέτοια ιδανικά συστήματα, τα οποία δεν ανταλλάσσουν καθόλου ύλη και ενέργεια με το περιβάλλον τους, δεν υπάρχουν στη φύση. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε περίτρανα από τη μεταγενέστερη ανάπτυξη της θερμοδυναμικής των ανοιχτών συστημάτων: μακριά από τη θερμοδυναμική ισορροπία όλα τα ανοιχτά συστήματα τείνουν, αντίθετα με τις προβλέψεις, να αυτοοργανώνονται και να δημιουργούν ολοένα και πιο πολύπλοκες δομές.

 

Ο χρόνος, για αυτά τα ανοιχτά και πολύπλοκα συστήματα όπως π.χ. τα σμήνη γαλαξιών, οι ζωντανοί οργανισμοί, αλλά και οι ανθρώπινες κοινωνίες, δεν είναι απλώς μια γεωμετρική μεταβλητή αλλά ο αποφασιστικός παράγοντας που τελικά καθορίζει την εξέλιξή τους. Οπως υποστηρίζει ο Ιλια Πριγκοζίν, βραβευμένος με Νόμπελ για τη μελέτη τέτοιων πολύπλοκων δομών, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του «Το τέλος της βεβαιότητας» (εκδ. Κάτοπτρο): «Δεν είμαστε εμείς οι άνθρωποι οι γεννήτορες του βέλους του χρόνου. Αντίθετα, είμαστε τα παιδιά του». Καλή Χρονιά!

 

David S. Landes Τα γρανάζια του χρόνου μτφρ. Λύο Καλοβυρνάς εκδ. ΜΙΕΤ, σελ. 664

 

Γιατί τα πρώτα μηχανικά ρολόγια εφευρέθηκαν στην Ευρώπη; Ποιες τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις επέτρεψαν την ανακάλυψη και την κατασκευή μηχανικών τεχνημάτων ικανών να μετρούν τον χρόνο με όλο και πιο μεγάλη ακρίβεια; Ποιοι, πού και γιατί επινόησαν και κατασκεύασαν αυτές τις ωρολογιακές μηχανές; Πώς εξελίχθηκαν και για ποιους λόγους τελειοποιούνται διαρκώς οι μηχανές χρονομέτρησης;

 

Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει ο συγγραφέας τούτου του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου. Πρόκειται για μια πλήρη ιστορική, τεχνολογική και πολιτικο-οικονομική ανασυγκρότηση της ωρολογοποιίας, και κατά συνέπεια της στενότατης εξάρτησης των ανθρώπινων κοινωνιών από τη μέτρηση του χρόνου.

 

Ο Λάντες είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας και Οικονομίας στο Χάρβαρντ και συγγραφέας πολυάριθμων και πολύ επιτυχημένων βιβλίων, τα περισσότερα από τα οποία διερευνούν τις αμοιβαίες σχέσεις εξάρτησης της τεχνολογικής ανάπτυξης από την οικονομία και την πολιτική.

 

Νίκος Ταμπάκης Ο χρόνος του ανθρώπου Φυσικός κόσμος και συνείδηση εκδ. Γκοβόστη, σελ. 260

 

Ο Νίκος Ταμπάκης είναι ένας επιστήμονας (σπούδασε μηχανικός στο ΕΜΠ) που από πολύ νωρίς ενδιαφέρθηκε για την επιστημολογία, και ειδικότερα για τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις και τις αμοιβαίες γονιμοποιήσεις της φυσικής από και με τη φιλοσοφία. Ολα τα βιβλία του επιχειρούν να αναδείξουν την αποφασιστική σημασία του διαλόγου της επιστήμης με τη φιλοσοφία για την πρόοδο της ανθρώπινης γνώσης.

 

Σε αυτό το τελευταίο του βιβλίο, επιχειρώντας να αναλύσει τον χρόνο ως αίσθηση και ως έννοια του ανθρώπινου νου, δεν πρέπει λοιπόν καθόλου να μας εκπλήσσει ότι ανατρέχει συστηματικά όχι μόνο στις πιο πρόσφατες κατακτήσεις των θετικών επιστημών αλλά και στο πώς αυτές φωτίζονται και αποκτούν το βαθύτερο νόημά τους από προγενέστερες και τις αδίκως λησμονημένες κατακτήσεις μεγάλων φιλοσόφων, όπως ο Ηράκλειτος, ο Αριστοτέλης ή ο Leibniz.

 

Μια αξιόλογη μονογραφία για τον χρόνο ως δημιουργό και, ταυτόχρονα, ως δημιούργημα του ανθρώπινου νου που «κατευθύνει τη σκέψη μας και διαμορφώνει Φιλοσοφία και Επιστήμες, τους τρόπους όρασης του Κόσμου», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ν. Ταμπάκης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ιστορικό Ροής

 

Εκτύπωση

 

Επιστροφή

 

Scroll to top