18/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Εκτορας Λυγίζος σκηνοθετεί τον «Περιποιητή φυτών» του Παύλου Μάτεσι στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» τού Εθνικού

Πιστεύω στη σωτηρία της ψυχής σ’ αυτή τη ζωή

Μετά τον καλλιτεχνικό του θρίαμβο με την ταινία «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», ο Λυγίζος επιστρέφει στο θέατρο με νεοελληνικό έργο μεγάλου βάρους. Δεν διστάζει, όμως, να πει ότι βρήκε κάποια στοιχεία του προβληματικά και να το μεταφέρει από την παραλία, που ήθελε ο συγγραφέας του, σε διαμέρισμα της Πατησίων.
      Pin It

Μετά τον καλλιτεχνικό του θρίαμβο με την ταινία «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», ο Λυγίζος επιστρέφει στο θέατρο με νεοελληνικό έργο μεγάλου βάρους. Δεν διστάζει, όμως, να πει ότι βρήκε κάποια στοιχεία του προβληματικά και να το μεταφέρει από την παραλία, που ήθελε ο συγγραφέας του, σε διαμέρισμα της Πατησίων

 

Της Εφης Μαρίνου

 

Η ταινία του «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», εκτός από το βραβείο καλύτερης ταινίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, απέσπασε περιοδεύοντας σε δεκάδες διεθνή φεστιβάλ βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Πέρσι εντυπωσίασε με μια ρηξικέλευθη πραγματικά παράσταση των «Βακχών». Ο Εκτορας Λυγίζος, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του στον κινηματογράφο και στο θέατρο, σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο τον «Περιποιητή φυτών» του Παύλου Μάτεσι, έργο που πρωτοείδαμε στην ίδια σκηνή από τον Σπύρο Ευαγγελάτο το 1989.

 

Με αφορμή την αποψινή πρεμιέρα ο Εκτορας Λυγίζος μάς μιλά για την παράσταση, αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του τόσο μέσα στην τέχνη όσο και στη ζωή.

 

• Οι ήρωες του έργου, αυτοεξόριστοι σε μια ερημική παραλία, προετοιμάζουν επί πέντε χρόνια μια θεατρική παράσταση που δεν ανεβαίνει ποτέ.

 

«Θεώρησα προβληματικό στοιχείο το ότι πρόκειται για «ηθοποιούς» και ήθελα μάλλον να το σβήσω παρά να το τονίσω. Στο έργο με συγκίνησαν από την πρώτη κιόλας ανάγνωση οι δύο θεματικοί του άξονες. Ο πρώτος αφορά την καθήλωση σε μια κατάσταση και ο δεύτερος την κατάθλιψη του άντρα και πώς αυτή εκδηλώνεται μετά την ηλικία των 40 χρόνων».

 

• Είναι δυο άντρες αποφασισμένοι να ζήσουν μαζί, αρνούμενοι όμως να δουν την πραγματικότητα γύρω τους.

 

«Απωθούν τα αισθήματά τους, αρνούνται ό,τι μπορεί να συμβαίνει δίπλα τους, αλλά και την κοινή ζωή που, είτε ως σύντροφοι ζωής είτε ως ζευγάρι, αποφάσισαν να έχουν. Οργανώνουν μεταξύ τους διάφορα παιχνίδια προκειμένου να διαχειριστούν με «εύκολο» τρόπο τον κοινό βίο: με θέατρο, με ανταγωνισμούς κ.λπ. Κι ενώ θα έπρεπε πια να έχουν αλλάξει χώρο, να έχουν περάσει σε άλλη «πίστα», βρίσκονται καθηλωμένοι στο στάδιο των παιχνιδιών ακριβώς επειδή δεν θέλουν να δουν. Οταν, την κατάλληλη στιγμή, έρχεται ο νεαρός Περιποιητής φυτών, φέρνει ένα θέμα περισσότερο ζωντανό και επείγον απ' αυτό που εκείνοι εννοούν ως πρόβλημα. Ερχεται με μια δική του ιστορία. Οπως τους λέει, κάποτε μπήκε στο σπίτι του ένας «άνθρωπος» και δεν έφυγε ποτέ. Ηταν η κατάθλιψη του πατέρα, αλλά κανείς δεν παρατηρούσε τον εισβολέα. Ολοι έκαναν ότι δεν έβλεπαν. Μέχρι που ο πατέρας αυτοκτόνησε».

 

• Ο Περιποιητής πώς εισχωρεί στη «σκηνή» των δύο αντρών;

 

«Αν αρχικά παίζει τον ρόλο του μαθητή τους, στην πορεία μπαίνει στη διαδικασία θεραπείας τους ενώ και ο ίδιος μέσα από αυτό ενηλικιώνεται. Οταν το σύστημά τους εξαντλείται, βοηθάει να ανοίξουν το βήμα τους. Προσφέροντας ασφάλεια καταφέρνει να ξεκλειδώσει τις αναστολές και να τους σπρώξει να μετακινηθούν από το σημείο όπου στέκουν ακινητοποιημένοι».

 

• Προσγειώσατε το έργο από την παραλία, που θέλει ο Μάτεσις, στην… Πατησίων.

 

«Αντιμετώπισα μερικά δομικά προβλήματα, που όμως δεν ήταν αξεπέραστα. Παρ’ όλο που σκηνικά είναι τοποθετημένο σε μια έρημη παραλία μπροστά στον ωκεανό, εγώ «διάβαζα» αστική μοναξιά. Ιστορίες σε διαμερίσματα ηλικιωμένων ανθρώπων. Ετσι ο σκηνικός χώρος αποτελείται από ένα όροφο, την κάτοψη ενός παραδοσιακού αθηναϊκού διαμερίσματος, αυτά με τα ξύλινα πατώματα και το μωσαϊκό. Χωρίς τοίχους, χωρίς έπιπλα ή οτιδήποτε άλλο και ολόγυρα το μαύρο της σκηνής. Σαν να έχεις ισοπεδώσει ένα τυπικό διαμέρισμα 70 τ.μ. στην Κυψέλη».

 

• Το έργο θεωρείται υπαρξιακό, μπεκετικής γραφής.

 

«Εγώ είδα μάλλον ως κίνδυνο το να εκτραπεί προς τον Μπέκετ… Δούλεψα όπως σε όλα τα έργα που έχω κάνει, ακόμα και στις «Βάκχες», ένα ολοκληρωμένο κείμενο και μια παράσταση που αγάπησα και μου δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας για πολλά πράγματα. Το ίδιο σύστημα εξερευνώ και τώρα. Ενώ οι «Βάκχες» ξεκινούσαν προβάλλοντας το μετωπικό, τώρα μελετάμε τον διαρκή τέταρτο τοίχο. Οι δυο άντρες, δηλαδή, βρίσκονται σ’ αυτό τον σκηνικό χώρο αρνούμενοι να κοιτάξουν γύρω τους, να αναγνωρίσουν το κοινό. Η εμμονή τους είναι ότι τριγύρω δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο ο εαυτός και ο άλλος. Οπως ο Διόνυσος στις «Βάκχες», έτσι κι εδώ χρειάζεται ένας μύστης, ο Περιποιητής φυτών, να τους πάρει από το χέρι και να τους οδηγήσει. Ενώ θέλουν να κλάψουν, να γελάσουν, να εκτονωθούν, αρνούνται να κάνουν ένα βήμα μπροστά γιατί φοβούνται ότι αν εγκαταλείψουν αυτή την περιοχή θα χάσει ο ένας τον άλλον».

 

• Το δικό σας βήμα πόσο μπροστά φεύγει;

 

«Το άνοιγμα περπατησιάς ελλοχεύει και κινδύνους. Κι αυτό είναι κάτι που συλλαμβάνεις πρακτικά κι όχι θεωρητικά. Αν εσύ ανοίγεις το βήμα, δεν καταλαβαίνεις ότι ο άλλος έχει μείνει πίσω και μιλάς στον αέρα. Εχω περάσει πολλά χρόνια τρομάζοντας τους ανθρώπους με την ταχύτητα που ανέπτυσσα ή αντίθετα στερούμενος την επικοινωνία με άλλους, που έτρεχαν μπροστά».

 

• Σήμερα;

 

«Η αναζήτηση της ισορροπίας είναι εργασία ζωτικής σημασίας, σαν να πίνεις νερό… Επί χρόνια συνήθιζα να δουλεύω τα βράδια. Ηταν η αγωνία, η λαχτάρα για αναγνώριση –δεν εννοώ κοινωνική αλλά εκείνων των προσωπικών στοιχημάτων που βάζει με τον εαυτό του ο καθένας. Εδώ κι ένα χρόνο μού παραχώρησα την εκπλήρωση και άλλων αναγκών. Ας πούμε, μετά τις 9 το βράδυ δεν ασχολούμαι με τη δουλειά κι ας βασανίζουν το μυαλό μου κάποια πράγματα. Θα καθίσω ακόμα και άπραγος. Ολα χρειάζονται, και κυρίως να λαμβάνεις υπόψη τους ανθρώπους που είναι γύρω σου. Παλαιότερα δεν το έκανα. Τώρα το παλεύω σε σημαντικό βαθμό».

 

• Ο τόνος πέφτει περισσότερο στο θέατρο απ’ ό,τι στο σινεμά;

 

«Στην ουσία με το θέατρο ασχολούμαι. Διαπιστώνω ότι υπάρχει μια ευκολία στον κινηματογράφο. Η προετοιμασία, το γύρισμα, μου βγαίνουν εύκολα, αβίαστα. Μπορώ να δημιουργώ καλό κλίμα. Ωστόσο η συγγραφή με ταλαιπωρεί. Γι’ αυτό δύσκολα σχεδιάζω την επόμενη ταινία. Αλλά αυτός είναι ο τρόπος μου. Μόνο όταν ερωτευτώ κάτι πολύ και το συνδυάσω με ένα πρόσωπο ή κάτι άλλο, μπαίνω στη διαδικασία».

 

• Ενώ φαίνεστε νευρικός άνθρωπος κινείστε στον χώρο χωρίς βιασύνη. Και παρά την επιτυχία της ταινίας και των παραστάσεων.

 

«Οταν είσαι νέος νιώθεις την ανάγκη να γίνεις αποδεκτός και δανείζεσαι τρόπους. Σαφώς έπρεπε να δοκιμάσω σχολές, όπως αρχικά στο «Αμόρε» και αργότερα τον τρόπο του Λευτέρη Βογιατζη, που υπήρξε ο μοναδικός μου δάσκαλος. Πέρασα από διάφορα στάδια. Από την έντονη αγωνία στην πίεση, από την εξαιρετική εσωστρέφεια στο αίσθημα αυτοακύρωσης. Δεν νομίζω ότι είμαστε το ένα ή το άλλο, αλλά δεκάδες πράγματα μαζί. Ξεκινώντας πειραματίστηκα αναζητώντας αυτή την καινούργια γλώσσα για την οποία όλοι μιλάμε. Σταμάτησα για δυο-τρία χρόνια και μετά άρχισα από το μηδέν κάνοντας απλά πράγματα. Και τότε έγινε αντιληπτό τι ήθελα να πω. Ηρθε η αναγνώριση, όχι του τύπου «α, τι καλός είναι», αλλά επειδή τα πράγματα, μέσω του δικού μου τρόπου, απλοποιήθηκαν. Είναι η αίσθηση που έχεις όταν ενώ ξέρεις ότι μπορείς να μιλήσεις καθαρά αλλά δεν το έχεις καταφέρει για χρόνια, κάποτε βλέπεις επιτέλους να συμβαίνει. Και τότε έρχεται η ουσιαστική επικοινωνία με τον θεατή. Και ένιωσα πράγματι τεράστια ανακούφιση».

 

• Τι σας αρέσει κυρίως σ’ αυτή τη δουλειά;

 

«Το γεγονός ότι πιάνεις το παιχνίδι από εκεί που το άφησες παιδί. Τώρα παίζεις με νέους τρόπους, συνθήκες, συμπαίκτες, τόπους. Και ξαναγίνεσαι παιδί. Αυτό είναι το βασικό στοιχείο της δουλειάς μας. Το ίδιο το σώμα ζητά ένα είδος χαλάρωσης, που είναι πολύ κοντά σε μια έννοια ελευθερίας. Στο στόμα, τον λαιμό, την κοιλιά, το υπογάστριο. Το σώμα είναι το απόλυτο όργανο, που διαθέτει ο ηθοποιός, αφού αποτελεί τη βάση, τη φιλοσοφία της δουλειάς μας. Για να σταθείς στη σκηνή πρέπει να το χαλαρώσεις. Αλλωστε τι είναι το θέατρο; Ανθρωποι που χρησιμοποιούν σώματα-μουσικά όργανα. Αυτό προϋποθέτει έναν συγχρονισμό χαλαρότητας και παιχνιδιού που ώρες ώρες, όταν γίνεται σωστά, είναι επαναστατική πράξη. Οπως τότε που νιώθεις τον εαυτό σου και τον ερωτικό σου σύντροφο να είναι το παν. Τότε που σταματάς να μαλώνεις τον εαυτό σου. Το θέατρο σε βοηθά να νιώσεις έτσι. Γιατί δεν είσαι μόνος».

 

• Πιστεύετε σε κάτι;

 

«Στη σωτηρία της ψυχής. Σ’ αυτή τη ζωή εννοείται… Δεν είναι τόσο μοναχικό όσο ακούγεται. Αν πολλές ψυχές κατορθώσουν να σωθούν, το σύστημα απαξιώνεται. Αν ξεκινήσεις από τον εαυτό σου, συνεχίσεις ύστερα με τον σύντροφό σου, τον όποιο συνοδοιπόρο σου, τότε μπορείς να φανταστείς να προστίθενται σ’ αυτή τη διαδικασία λύτρωσης άλλοι τέσσερις, έξι, οκτώ… Η δική σου σωτηρία σε οδηγεί να δημιουργήσεις χώρο και σε άλλους. Κι όλο αυτό βήμα βήμα. Το ίδιο αισθάνομαι όταν με ρωτούν πώς οι ταινίες μου θα έχουν και εμπορική επιτυχία. Μα δεν θα ήταν άδικο να είχαν;.. Για να επινοηθεί ξανά το εμπορικό σινεμά σε μια χώρα που δεν έχει εκπαίδευση πρέπει ο καθένας πολύ πολύ αργά να βρει τα εργαλεία και τον τρόπο για να επικοινωνήσει με το κοινό».

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

«Χάσαμε την μπάλα από την υπερπληροφόρηση»

 

• Ετσι όπως έχει διαμορφωθεί το τοπίο εξαιτίας της κρίσης, τι σχέδια μπορεί να κάνει ένας νέος καλλιτέχνης;

 

«Εχουν στενέψει πολύ τα πλαίσια. Οι μόνοι χώροι που μπορείς να αισθανθείς ακόμα μια σχετική ελευθερία είναι συγκεκριμένοι. Το Εθνικό Θέατρο, η Στέγη, το Φεστιβάλ. Το είδος του θεάτρου που με ενδιαφέρει θέλει μια υποστήριξη, έτσι ώστε άλλες παραστάσεις να αντέχουν σε έντεκα μήνες προβών, άλλες σε τρεις. Επίσης για μένα η διαδικασία πρόβας αφορά κανονική εκπαίδευση. Η παιδεία λείπει από τον Ελληνα ηθοποιό, αλλά και τον σκηνοθέτη, με αποτέλεσμα να μαθαίνει ο ένας στο κεφάλι του άλλου. Θα ήθελα π.χ. να έχω άνθρωπο που θα γυμνάζει τη φωνή. Πώς να εξασφαλίσεις σήμερα αυτές τις συνθήκες;».

 

• Σοβαρή ενημέρωση μπορούμε να εξασφαλίσουμε;

 

«Δεν υπάρχει συνέπεια, ψυχραιμία στην ενημέρωση. Πότε έρχεται το τέλος του κόσμου και πότε η δήθεν κάθαρση. Παρακολουθώ τι γίνεται, άλλοτε με εμμονή κι άλλοτε επιφανειακά. Οταν διακρίνω ότι πάνε να μου περάσουν τον φόβο, την προπαγάνδα, αποσύρομαι. Το νιώθω στο σώμα μου, που διαμαρτύρεται: “Τώρα γίνεσαι τζάνκι της είδησης”. Την κλείνω και κάνω έρωτα, πίνω ένα ποτό, διαβάζω. Η υπερπληροφόρηση δεν σου επιτρέπει να επεξεργαστείς τίποτα. Και τότε χάνεις την μπάλα. Γι’ αυτό χρειάζονται οι διακοπές, ιερό πράγμα. Επειδή σήμερα δεν μπορείς να διακόψεις, συσσωρεύεις μέσα σου χρόνια πίεση. Γίνεσαι σκλάβος όχι μόνο του εργοδότη αλλά του διαταραγμένου ψυχισμού σου. Θα τσακωθείς, θα συγκρουστείς και με τον εαυτό σου, δεν θα είσαι σε θέση να διαχειριστείς τη ζωή σου. Δηλαδή ένας ανελεύθερος άνθρωπος».

 

• Απαισιόδοξος;

 

«Σε λίγα χρόνια ίσως να μην υπάρχει τίποτα. Φαντάζομαι ότι θα εξαναγκαστούμε σε κάτι. Να μείνουμε, να φύγουμε;… Αλλά αυτό μου φαίνεται πολύ άδικο. Βλέπεις μια κοινωνία να επιλέγει να πριμοδοτεί τον ανταγωνισμό και όχι την αγάπη. Γίνομαι κακός, επειδή μου λείπει η αγάπη ή είμαι κακός κι όταν μου δίνουν αγάπη γίνομαι λίγο καλός; Είναι θέμα ερμηνείας. Πιστεύω ότι είμαστε όλοι πλάσματα που χρειαζόμαστε αγάπη και φροντίδα, κι όταν λείπει ενεργοποιούμε θυμό, βία».

 

 

INFO: Εθνικό Θέατρο/Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» (Αγ. Κων/νου 22-24 Ομόνοια). «Περιποιητής φυτών» του Παύλου Μάτεσι. Σκηνοθεσία – Δραματουργική επιμέλεια: Εκτορας Λυγίζος. Σκηνικά-Κοστούμια: Κλειώ Μπομπότη. Παίζουν: Μιχάλης Κίμωνας (Περιποιητής), Δημήτρης Παπανικολάου (Κωνστάντιος), Γιώργος Σιμωνίδης (Φρίξος).

 

[email protected]

 

Scroll to top