Στη δικαστική έρευνα η οποία εξετάζει τον ρόλο που διαδραμάτισε στη μεταβίβαση της Proton Bank ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος (φωτογραφία) εστιάζει χθεσινό δημοσίευμα των New York Times.
To άρθρο του Τόμας Λάντον υποστηρίζει ότι ο κ. Προβόπουλος βρίσκεται «αντιμέτωπος με μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ταραχώδους βασιλείας του, μια έρευνα για το αν καταχράστηκε τη θέση του εγκρίνοντας μια τραπεζική συμφωνία, από την οποία ευνοήθηκαν ο πρώην εργοδότης του (διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος της Πειραιώς) και ένας μεγιστάνας που στη συνέχεια κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση και απάτη».
Το δημοσίευμα επικαλείται μεταξύ άλλων εμπιστευτική έκθεση του περασμένου Μαΐου, στην οποία ανώτερος εισαγγελέας του ελληνικού κράτους υποστηρίζει ότι ο κ. Προβόπουλος ενέκρινε την ύψους 71 εκατ. ευρώ συμφωνία μεταβίβασης του 31% των μετοχών που διατηρούσε στην Proton Bank η Τράπεζα Πειραιώς στον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, παρά τις αντίθετες προειδοποιήσεις που είχε λάβει από το προσωπικό της Τραπέζης της Ελλάδος για την αμφίβολη οικονομική κατάσταση του τελευταίου.
«Το σκοτεινό δούναι και λαβείν»
Oι New York Times, που μελέτησαν τμήματα αυτής της έκθεσης, διευκρινίζουν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως ο κ. Προβόπουλος επωφελήθηκε προσωπικά από αυτή τη συμφωνία. Υπογραμμίζουν όμως ότι η συμφωνία αντανακλά «…το σκοτεινό δούναι και λαβείν μεταξύ τραπεζιτών, επιχειρηματιών και κυβερνητικών αξιωματούχων… που πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί τη ρίζα της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας».
«Εκείνη την εποχή, ο κ. Λαυρεντιάδης καθόταν πάνω σε χρέος μεγαλύτερο των 2 δισ. ευρώ, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς αναζητούσε τρόπο για να ξεφορτωθεί το 31% που διατηρούσε στην Proton και το οποίο είχε αποκτήσει το 2008». «Η συμφωνία, όπως ο κ. Προβόπουλος την έβλεπε, θα έλυνε δύο προβλήματα: θα προσέφερε στην Πειραιώς την αναγκαία εισροή ρευστού και στην ασταθή Proton έναν νέο ιδιοκτήτη, ο οποίος υποσχόταν να επενδύσει και να σταθεροποιήσει την τράπεζα».
Στις αρχές του 2010 ωστόσο η Τράπεζα της Ελλάδος καθυστερούσε την έγκριση της συμφωνίας και ο Λαυρεντιάδης άρχισε να ανησυχεί. Το δημοσίευμα επικαλείται δηλώσεις Λαυρεντιάδη ότι συναντήθηκε με τον Μιχάλη Σάλλα, τον πρόεδρο της Πειραιώς, στα τέλη Μαρτίου και ότι του ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποχωρήσει από τη συμφωνία. «Μην το κάνεις αυτό», απάντησε ο κ. Σάλλας, σύμφωνα με την κατάθεση του κ. Λαυρεντιάδη. «Επιτρέψτε μου να καλέσω τον καλό μου φίλο Γιώργο Προβόπουλο, και αυτός θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να εγκριθεί αυτή τη συμφωνία». Λίγες μέρες αργότερα, η κεντρική τράπεζα ενέκρινε την πώληση. Η Τράπεζα Πειραιώς, από την πλευρά της, διαμηνύει με ανακοίνωσή της ότι όλα αυτά «δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα και αντανακλούν την υπερασπιστική γραμμή αντιπερισπασμού που επινοήθηκε από τον κ. Λαυρεντιάδη, 28 μήνες αφότου του αποδόθηκαν οι αρχικές κατηγορίες». Ο Γ. Προβόπουλος πάντως τονίζει ότι όλες του οι ενέργειες ήταν στην κατεύθυνση προστασίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ωστόσο την ίδια εποχή, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, επικαλούμενη την αμφίβολη οικονομική κατάσταση του Λαυρεντιάδη, είχε απορρίψει προσπάθεια του τελευταίου για εξαγορά τράπεζας στη μεγαλόνησο.
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας εκείνη την περίοδο, Γιώργος Καλούδης, υποστήριξε πάντως στην έκθεσή του ότι υπήρχαν αρκετά ερωτήματα για τη συμφωνία, ικανά να δικαιολογήσουν την περαιτέρω διερεύνηση των χειρισμών της κεντρικής τράπεζας στην υπόθεση. Ο κ. Καλούδης, ο οποίος δεν είναι πλέον στη θέση αυτή, αρνήθηκε να σχολιάσει το ρεπορτάζ των New York Times οι οποίοι θεωρούν ότι η ιστορία αποτελεί «ορατή ένδειξη μιας πάλης που διεξάγεται στο παρασκήνιο μεταξύ του κ. Προβόπουλου και της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά για τον έλεγχο των τραπεζών της χώρας, οι οποίες εδώ και δεκαετίες αποτελούν πηγή χορηγιών και επιρροής στην Ελλάδα».