Το καταπληκτικό τραγούδι «Sozinha» μάς την πρωτογνώρισε πριν από μερικά χρόνια. Τώρα που η Βάκια Σταύρου έβγαλε τον δίσκο «Ανεμόεσσα», την ψάξαμε στο Παρίσι για να μας πει τι ιστορίες κρύβει η μουσική της
Της Μαρίνας Κουβέλη
Τη Βάκια Σταύρου τη γνωρίσαμε πριν από μερικά χρόνια με απρόβλεπτο τρόπο. Είχε γράψει ένα υπέροχο κομμάτι, το «Sozinha», που έσκιζε στα ραδιόφωνα. Κανείς δεν καταλάβαινε ότι αυτό το μελαγχολικό τραγούδι με τα πορτογαλικά λόγια ανήκε σε μια Ελληνίδα, η οποία έμαθε πορτογαλικά μόνο και μόνο για να γράφει στίχους. Κι ενώ περιμέναμε το επόμενo βήμα της, διαπιστώσαμε ότι αυτό το νέο, χαρισματικό κορίτσι ήταν αδύνατον να μπει στα καλούπια που της υπέδειξαν οι ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες. Προτίμησε να κινηθεί αυτόνομα. Με τον δικό της τρόπο αναζήτησε την τύχη της αλλού: στην Κύπρο που είναι η πατρίδα της, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Περιπλανήθηκε σε μικρές τζαζ σκηνές, ωρίμασε, συνέχισε να γράφει τραγούδια σε διάφορες γλώσσες: στα ελληνικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα πορτογαλικά, που τόσο ταιριάζουν στη γλυκιά φωνή της.
Πριν από λίγες μέρες πήραμε στα χέρια μας τον ολοκαίνουργιο δίσκο της. Εχει τίτλο «Ανεμόεσσα» και περιλαμβάνει 12 τραγούδια. Τις ενορχηστρώσεις επιμελήθηκε ο Βραζιλιάνος συνεργάτης της, Κάρλος Μπερνάντο, ενώ σε δύο κομμάτια στίχους τής χάρισε ο νεαρός βραβευμένος Πορτογάλος συγγραφέας Χοσέ Λουίς Πεϊσότο (στην Ελλάδα τον γνωρίζουμε από το βιβλίο του «Νεκροταφείο Πιάνων», ενώ ποιήματά του κυκλοφόρησαν φέτος από τον Γαβριηλίδη). Η μουσική είναι της Βάκιας Σταύρου σε όλα τα τραγούδια.
«Ξεκίνησα να γράφω και να συνθέτω πέρυσι το καλοκαίρι και μέσα σε έναν χρόνο είχα συγκεντρώσει αρκετό υλικό. Κατέληξα στα συγκεκριμένα τραγούδια γιατί θεωρώ ότι συμπληρώνουν μια ενότητα. Μιλάνε για τα έντονα συναισθήματα: την απουσία, τον έρωτα, την αγάπη, ακόμα και για την εσωτερική δύναμη του καθενός. Το «Φυλακτό», για παράδειγμα, είναι μια ανοιχτή δήλωση όρεξης και ετοιμότητας για τις μεγάλες αλλαγές που έρχονται», μας είπε προχθές από το Παρίσι κι ενώ προετοιμάζει την εμφάνισή της στο παρισινό θέατρο «Ατενέ». Θα συμμετάσχει τη Δευτέρα σε ένα αφιέρωμα για την ισότητα των δύο φύλων στις τέχνες.
Και με τον Πορτογάλο συγγραφέα πώς συναντήθηκε; «Ουσιαστικά εκείνος με βρήκε. Είχε ακούσει το «Sozinha» στη ραδιοφωνική εκπομπή μιας φίλης μου. Την πήρε, λοιπόν, τηλέφωνο και τη ρώτησε αν ξέρει τη δημιουργό του κομματιού. Εκείνη του είπε ότι γνωριζόμαστε και μου έστειλε μέιλ αμέσως. Μου έγραψε πόσο τον συγκίνησε το τραγούδι και μου είπε ότι θα ήταν ευτυχής αν έντυνα με μουσική δικούς του στίχους. Ξεκίνησε, λοιπόν, μια επικοινωνία. Θυμάμαι ότι όταν μου έστειλε τους πρώτους στίχους για το κομμάτι «O meu peito diz», έκατσα το ίδιο απόγευμα και το δούλεψα. Την επομένη, από τον ενθουσιασμό μου τού το έστειλα μελοποιημένο κι έτοιμο. Δέκα μέρες μετά, μου ξαναέστειλε τους στίχους του τραγουδιού «Dia sem mim» με το οποίο επίσης ασχολήθηκα αμέσως. Υπάρχει πάντα μεταξύ μας μια ωραία ανοιχτή πόρτα».
Τα κομμάτια, πολύ ατμοσφαιρικά, με τζαζ τόνους και έθνικ πινελιές, μοιάζουν από το πρώτο κιόλας άκουσμα σαν να περιγράφουν ιστορίες. Είναι έτσι; «Ναι. Κάθε ένα από αυτά έχει πίσω του κι ένα μυστικό παραμύθι. Το «Bellatoussa» ξύπνησα ένα πρωί και το είχα έτοιμο. Είναι σαν να είχα δει στον ύπνο μου καθαρότατα τη μελωδία, τον τίτλο, τα πάντα. Μιλά για μια κοπέλα που τυφλωμένη από την εύκολη ζωή και τη σάχλα της εποχής, αναλώνεται σε εύκολους και πληρωμένους έρωτες. Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι βυθίζεται. Συναντώ συχνά τέτοια κορίτσια. Είναι φαινόμενο του σήμερα. Ολοι ψάχνουν την ευκολία και αυτό που γυαλίζει».
Και το «Sombras», που δεν έχει πολλά λόγια, τι ακριβώς περιγράφει; «Περιέχει φράσεις της στιγμής που δεν σημαίνουν κάτι. Το έγραψα συγκλονισμένη από ένα ντοκιμαντέρ της Φωφώς Τερζίδου με τίτλο «Εκτός ιστορίας», που μελετά τις διώξεις και την εξαφάνιση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Είχα δει σκηνές καθώς γνωρίζω τη σκηνοθέτρια, αλλά πέρυσι το παρακολούθησα ολόκληρο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ηταν σαν κραυγή ψυχής, γι' αυτό δεν έβαλα λόγια. Είναι περιττά. Αφήνω μόνα τους το συναίσθημα και τις εικόνες».