20/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Διαλεγμένος είναι αυτός…

Από το «Χάσαμε τη θεία. Στοπ» στο «Nothing for nothing».
      Pin It

Από το «Χάσαμε τη θεία. Στοπ» στο «Nothing for nothing»

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

Στις 17 Οκτωβρίου 1975 (πριν από 38 χρόνια), στο θέατρο «Στοά», ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ταμένος, θα ’λεγα, στην ανάδειξη του νεοελληνικού έργου, ανεβάζει (με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον ίδιο) το «Χάσαμε τη θεία. Στοπ», του πρωτοεμφανιζόμενου Γιώργου Διαλεγμένου. Ετσι λύνεται και η απορία όσων, μήνες πριν, έβλεπαν στους αθηναϊκούς τοίχους το εν λόγω και αναρωτιούνταν ποια ήταν η θεία που χάθηκε και ποιος την αναζητούσε. Αυτουργός των αναγραφών –με διαφόρων ειδών μαρκαδόρους– όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο ίδιος ο συγγραφέας.

 

Εγκώμια

 

Ας δούμε πώς υποδέχθηκαν τότε το έργο δύο από τις πλέον έγκυρες υπογραφές της θεατρικής κριτικής (από το λεύκωμα «Είκοσι χρόνια Θέατρο Στοά»):

 

Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Είναι μεγάλη η χαρά της κριτικής, όταν, μέσα στη θολούρα της θεατρικής πραγματικότητας, μέσα στη σύγχυση των προθέσεων και τον φανφαρονισμό των εξαγγελιών, βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να αναγνωρίζει μια νέα, τίμια, ελληνική φωνή, που έχει συλλάβει το νεοελληνικό θεατρικό πρόβλημα κι έχει συλλαβίσει τη γνήσια γλώσσα του. Το έργο του Γ. Διαλεγμένου είναι μια τέτοια φωνή και μια σημαντική στιγμή του θεατρικού μας λόγου».

 

Θόδωρος Κρητικός: «Λοιπόν, το πιο αξιοσημείωτο γεγονός της νέας θεατρικής σαιζόν είναι μέχρι στιγμής το “Χάσαμε τη θεία. Στοπ” στο θέατρο Στοά του Ζωγράφου. Σίγουρα, σαν θα φτάσει η ώρα να τραβήξουμε τη γραμμή και να κάνουμε σούμα για να βρούμε τις ζημιές και τα κέρδη της χρονιάς, το έργο του Γιώργου Διαλεγμένου θα καταχωρηθεί ανάμεσα στις σπουδαιότερες κατακτήσεις του φετινού χειμώνα».

 

Ανάλογη υποδοχή –από κριτική και κοινό– και τα κατοπινά έργα του Διαλεγμένου: «Μάνα Μητέρα Μαμά», «Σε φιλώ στη μούρη», «Μην ακούς τη βροχή», «Λόγω φάτσας», «Η νύχτα της κουκουβάγιας», «Bella Venezia». Tα τρία («Σε φιλώ», «Κουκουβάγια», «Venezia») στη «νέα Σκηνή» του Λευτέρη Βογιατζή, κι ας αρπάζονταν σε κάθε συνεργασία, καθώς εννοεί να έχει λόγο στο πρώτο τουλάχιστον ανέβασμα έργου του. Για τον Βογιατζή προοριζόταν και το νέο του έργο «Nothing for nothing», με τον οποίο το δούλευε, αλλά πρόλαβε ο θάνατος…

 

Ο Διαλεγμένος δεν φαίνεται ν’ αναζητάει άλλον για το ανέβασμά του: «Δεν μ’ ενδιαφέρει, το ταξίδι το έκανα, είμαι χορτασμένος», λέει (μακάρι να μην το εννοεί).

 

Αυτή η Σοφία…

 

Απ’ ό,τι άλλωστε είναι γνωστό από τον ίδιο, το ότι έγινε θεατρικός συγγραφέας το οφείλει στη σύζυγό του Σοφία, την οποία παντρεύτηκε, όπως λέει, για να μην τη χάσει και, προφανώς, για τον ίδιο λόγο, ενέδιδε στις πιέσεις της να γράφει. Τι θα ήθελε; «Να μην κάνω τίποτα!». Ωστόσο δεν υπάρχει ώρα που να μην καταπιάνεται με κάτι – ειδικότερα με μαστορέματα, στα σπίτια κυρίως του Βοτανικού και του Αγκιστριού (που έχεις την αίσθηση πως αν κάπου ολοκληρωθούν, είναι ικανός να τα γκρεμίσει και να τα ξαναχτίσει).

 

Ηθοποιός πριν καταπιαστεί με τη συγγραφική (έχει παίξει και σε δικά του έργα – απολαυστικότατος Σωτηράκης στο «Μάνα Μητέρα Μαμά»), φωτογραφικό μοντέλο στη Γαλλία (σε περιοδικά όπως το διάσημο Vogue), ταινίες (μεταξύ των οποίων «Οι βοσκοί» του Νίκου Παπατάκη).

 

Αγνώστων γονέων, τρόφιμος του (τότε) Βρεφοκομείου Αθηνών, στην πλατεία Κουμουνδούρου, υιοθετήθηκε στα εφτά του από την κυρά Κατίνα και απόκτησε ονοματεπώνυμο («όχι, το Διαλεγμένος είναι το πραγματικό – άμα ήθελα ψευδώνυμο θα διάλεγα το Γιώργος Υπέροχος»!). Δημοτικό και γυμνάσιο έβγαλε με το ζόρι («πέρναγα τις τάξεις, επειδή είμαι ορφανό και με λυπόντουσαν»!). Καλός σπουδαστής στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, που ωστόσο δεν τον κράτησε, ούτε ανέβασε έργο του, μολονότι στον Κουν πρωτοέδωσε το πρώτο έργο του.

 

Στις συνεντεύξεις δεν διστάζει –φύσει και θέσει αντιεξουσιαστής– να εκτίθεται με τις όποιες ακραίες απόψεις επί παντός («εσύ θα πεθάνεις οργισμένος», του είχε πει η Μελίνα), αλλά αυτός είναι. Και πάντα χωρίς να χάνει το χιούμορ, που αναγνωρίζεται στα έργα του. Ακόμα και όταν μιλάει για θάνατο. Από το 1993 άλλωστε είναι έτοιμοι οι τάφοι, ο δικός του και της Σοφίας («για να ’μαστε μαζί και στον θάνατο»), στο κοιμητήριο –με θέα– του Αγκιστριού («μόνο μην πάμε από κάποιο αεροπορικό και πάνε τζάμπα τα έξοδα»!).

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Στο πλαίσιο

 

«Ολα καλά;» «Ολα καλά», το τυπικό. Αλλά πώς να είναι –και μάλιστα όλα– όταν όλο και περισσότεροι δοκιμάζονται: οικονομικά, υγεία ή και τα δύο; Και πρέπει (όταν έχεις ένα ανεπρόκοπο και αδηφάγο κράτος) να είσαι κομμάτι γομάρι αν, όντας σε καλύτερη μοίρα, δεν συμμερίζεσαι τον πάσχοντα – όχι μόνο πλατωνικά. «Γι’ αυτό μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα – χτυπάει [και] για σένα», όπως προτάσσει ο Χέμινγουεϊ στο πιο γνωστό μυθιστόρημά του.

 

Επιτέλους, το επιβλητικό και ένδοξο μεν, πολύπαθο δε, Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ξανανοίγει τις πύλες του μ’ ένα ελκυστικό πρόγραμμα. Και μακάρι αυτήν τη φορά να σταθεί, γιατί αποτελεί όνειδος, πώς γίνεται, κοτζάμ Πειραιάς, να μην μπορεί να συντηρήσει αυτό το στολίδι.

 

Δύο τουλάχιστον κριτικές που διάβασα καταχέριζαν το παιζόμενο μιούζικαλ «Καμπαρέ», όπου και η σκιά του ναζιστικού εφιάλτη. Που ωστόσο είδα και απόλαυσα (όχι μόνο λόγω της χαρισματικής Μαρίας Ναυπλιώτου, συν Τάνια Τσανακλίδου). Οπως και το «Σικάγο», της ποτοαπαγόρευσης και των φονικών (όπου η επίσης χαρισματική Σμαράγδα Καρύδη, συν Τάνια Τρύπη και Αννα Παναγιωτοπούλου – για να αρκεστώ στις κυρίες). Ποιος έχει πει ότι ο πλέον απρόσφορος τρόπος να χαρείς ένα έργο τέχνης είναι η κριτική;

Κι ένα στερνό αντίο στον συνάδελφο Φίλιππο Συρίγο, χρόνια συγκάτοικο στην «Ελευθεροτυπία». Από τους εγκυρότερους στα αθλητικά (κυρίως στο μπάσκετ –συνέβαλε στα μέγιστα στη δημοφιλία του), με άποψη, μαχητικότητα, επιρροή και, τέλος, θαυμαστό κουράγιο στη δοκιμασία που τον έστειλε.

ΚΑΙ… «Πας γυρεύοντας…» Καλοδεχούμενο ως απειλή, αν μάλιστα προέρχεται από τους «απέναντι».

 

[email protected]

 

Scroll to top