Ο σκηνοθέτης του «Σπιρτόκουτου» και του «Μαχαιροβγάλτη», αυτός που έφερε στη μεγάλη οθόνη τη βία της ελληνικής κοινωνίας και οικογένειας, πολλές φορές σοκάροντας με τον ακραίο του ρεαλισμό, κάνει ένα βήμα μπροστά. Η τέταρτη ταινία του είναι μια μεγάλη, διεθνής παραγωγή, έγχρωμη και… αισιόδοξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει τον αγαπημένο του υπόκοσμο και τους ανθρώπους που «γλιστράνε»
Της Βασιλικής Τζεβελέκου
Κάποτε λέγαμε για να δεις ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, πρέπει να έχεις γερό στομάχι. Οπως όταν κοιτάς τη Μαρίνα Αμποράμοβιτς να τρίβει κόκαλα στην ιστορική της performance. Η τέταρτη μεγάλου μήκους του, «Το μικρό ψάρι», όσοι την ξέρουν από τα μέσα λένε ότι είναι η καλύτερή του. Ατμοσφαιρική, νουάρ γκανγκστερική σύγχρονη ιστορία. Βρίσκεται στο στάδιο του μοντάζ για να είναι έτοιμη το 2014. Η διαδικασία παραγωγής κράτησε τέσσερα χρόνια, οι πρόβες εννέα μήνες και έξι τα γυρίσματα.
«Είναι η πιο φωτεινή και αισιόδοξη ταινία μου», λέει ο Γιάννης Οικονομίδης για τη διεθνή συμπαραγωγή που γυρίστηκε σε ανοιχτούς χώρους της Αθήνας και της Κύπρου. Κάνει το μεγάλο άνοιγμα με το εγχείρημα μιας μεγάλης παραγωγής, εντελώς διαφορετικής από τις μέχρι τώρα ταινίες του. Στο κέντρο της, ωστόσο, βρίσκεται «η πινακοθήκη των τεράτων που περιβάλλει τον ήρωα σε όλη τη διάρκειά της». Ενας πληρωμένος δολοφόνος πρέπει να ξεπληρώσει ένα συμβόλαιο τιμής «για να εξιλεωθεί και να συναντήσει την αξιοπρέπεια της ψυχής του».
Ο Κύπριος σκηνοθέτης, από τη στιγμή που βρέθηκε στην κινηματογραφική εύφορη κοιλάδα, βάλθηκε να φιλμάρει την ίδια τη ζωή, στην πιο πυκνή και σκοτεινή πλευρά της, με απόλυτο ρεαλισμό. Ο ίδιος και οι ηθοποιοί του ξεχνούν την κάμερα, τα φώτα, το συνεργείο. Η σχέση με την υποκριτική γίνεται σχεδόν βιωματική. Με τις ταινίες του δημιούργησε το φιλμικό σύμπαν του Οικονομίδη και μια καινούργια ρεαλιστική γλώσσα, που όμοιά της δεν υπάρχει στο ελληνικό σινεμά. Διακρίθηκε από την πρώτη μικρού μήκους του. Με την πρώτη του μεγάλου μήκους, το εμβληματικό «Σπιρτόκουτο», έδειξε την ενδοοικογενειακή βία σε απόλυτο ρεαλισμό. Ακολούθησαν «Ψυχή στο στόμα» και «Μαχαιροβγάλτης», όλες βραβευμένες και παιγμένες στο εξωτερικό. Ολες με ήρωες σε ακραίες στιγμές πίεσης, που υφίστανται ή ασκούν σωματική και λεκτική βία, μαυρόασπρες, γυρισμένες σε κλειστούς χώρους, που πνίγεσαι όταν τους παρακολουθείς και, ενώ θέλεις να φύγεις, μένεις γιατί ξέρεις ότι υπάρχει μια αλήθεια που δεν σου δείχνουν εύκολα οι σκηνοθέτες.
• Η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία σας κινείται στο γνωστό προσωπικό σας ύφος, με σκοτεινούς αντιήρωες στα όρια της απελπισίας, που υποφέρουν στην καθημερινότητά τους;
«Είναι η πιο ανοιχτή ταινία μου. Εχει τα χαρακτηριστικά της γκανγκστερικής περιπέτειας, με εμφανή πλοκή και story line. Είναι έγχρωμη, γυρισμένη σε σινεμασκόπ. Ολη η ιστορία εξελίσσεται στο ντεκόρ της Ελλάδας της παρακμής, που λατινοαμερικανοποιείται και όλα είναι για πούλημα, για κάψιμο, για δόσιμο. Η ιστορία του Στράτου εξελίσσεται με καμβά την πτώση της χώρας. Είναι μια μεγάλη παραγωγή και το σενάριο κινείται σε πολλά επίπεδα».
• Δηλαδή;
«Το γκανγκστερικό δράμα και το νουάρ είναι η επίφαση. Από κάτω βρίσκεται η υπαρξιακή αγωνία του ήρωα».
• Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα πέρα από την γκανγκστερική δράση;
«Η αξιοπρέπεια. Ο Στράτος ζει μέσα στη σκοτεινιά».
• Ενας πληρωμένος δολοφόνος… Θα λέγαμε έχει πάρει τη ζωή του λάθος…
«Τελείως λάθος, υπηρετεί το κακό. Οπως ξεδιπλώνεται η ιστορία του, φτάνει σ' ένα σημείο που πρέπει να διαλέξει αν θα γίνει χειρότερος ή αν θα διεκδικήσει την αξιοπρέπειά του, με ενδεχόμενο τίμημα ακόμα και τη ζωή του. Αυτό είναι η βαθύτερη ιδέα: ακόμα και αν είσαι βουτηγμένος στη λάσπη, υπάρχει ελπίδα και πώς την διεκδικείς. Ενας μικρός άνθρωπος κάνει μια μεγάλη κίνηση για να εξιλεωθεί και να συναντήσει την ατομική του αξιοπρέπεια και την αξιοπρέπεια της ψυχής του».
• Σ' αυτή την ταινία, ποιος είναι ο φιλμικός κόσμος σας;
«Εδώ έχουμε υπόκοσμο, τοκογλύφους, πληρωμένους δολοφόνους, μικροαστικό λούμπεν, πουτανιά και φυλακές».
• Πιστεύετε ότι είναι στοιχεία που έχουν εξαπλωθεί στη σημερινή κοινωνία;
«Φυσικά. Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, δεν είναι επιστημονικής φαντασίας. Είναι ιστορίες που συμβαίνουν και ο χαρακτήρας μου πιστεύω ότι υπάρχει κάπου εκεί έξω. Οπως και η πινακοθήκη των τεράτων που τον περιβάλλει κατά τη διάρκεια της ταινίας».
• Κι εδώ οι πρωταγωνιστές σας είναι αντιήρωες. Σας προκαλούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για διερεύνηση;
«Μα είναι πιο ενδιαφέρουσες ως ανθρώπινες πραγματικότητες. Είναι πιο ανθρώπινοι, πιο περίπλοκοι, πιο σύνθετοι, πιο πραγματικοί. Εχεις πιο πολλά να διερευνήσεις σε σχέση με την ψυχή τους, απ’ ό,τι μ’ έναν ήρωα που είναι πιο μονολιθικός. Το έλεγε ωραία ο Καστοριάδης, η διαφορά ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο είναι ότι ο άνθρωπος γλιστράει. Οι αντιήρωες γλιστράνε. Η δραματουργία των ηρώων σήμερα στο σινεμά είναι ψεύτικη. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ήρωες δεν υπάρχουν».
• Γιατί η ωμή και η λεκτική βία γίνονται τα εκφραστικά μέσα των ηρώων σας;
«Οι ήρωές μου έχουν θερμοκρασία. Είναι παθιασμένοι. Ποτέ, όμως, δεν ασχολήθηκα με την ωμή βία. Είναι άνθρωποι μεσογειακοί, του νότου, που ζουν κάτω από τις συγκεκριμένες καταστάσεις και βράζουν μέσα σ’ αυτές. Τώρα, αν συμπεριφέρονται βίαια, έχει να κάνει με το σενάριο και πώς εκδηλώνει τα βίαια συναισθήματά του ο Ελληνας. Ποτέ όμως δεν είναι ψεύτικοι, δεν υπάρχει η βία για τη βία».
• Το «Μικρό ψάρι» ήταν μια ιστορία που είχατε στο μυαλό σας και δουλέψατε το σενάριο συλλογικά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όπως κάνετε σε όλες τις ταινίες σας;
«Εννοείται. Εδώ και χρόνια ψάχνω τη δραματουργία των χαρακτήρων και των ηρώων. Αυτά είναι στοιχεία της γραφής μου. Μπορεί από ταινία σε ταινία να αλλάζεις, αλλά αυτά παραμένουν σταθερά. Στην τέταρτη μ’ ενδιέφερε να υπάρχει ένα δυνατό story telling και μια καλά δομημένη ιστορία.
Το σενάριο του καναπέ, που έχουμε στα χέρια μας όταν ξεκινάμε, είναι το πρόσχημα, το σημείο αναφοράς, κάτι που αλλάζει συνεχώς. Μετασχηματίζεται στις πρόβες και στα γυρίσματα, μέχρι ν’ αποκτήσει “την αλήθεια της πύρινης πραγματικότητας”, που έλεγε και ο Σταύρος Τορνές».
• Κάνατε γύρισμα σε φυλακές;
«Ναι, είμαστε η μοναδική ελληνική ταινία που έκανε γύρισμα στο Μαλανδρίνο. Το γύρισμα έγινε στα κελιά την ώρα του επισκεπτηρίου και ήταν παράξενα…
Είναι φυλακές υψίστης ασφαλείας και είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα. Δεν θα ήθελες να είσαι εκεί. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον για εμάς και για την αληθοφάνεια της σκηνής».
• Αυτήν τη φορά έχετε μαζί σας στην παραγωγή τη «Faliro Production».
«Ναι, τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο και τον Παναγιώτη Παπαχατζή, δύο κορυφαίους παραγωγούς και καλούς συνεργάτες, δύο φίλους κυρίως, που έχω την ευτυχία να είναι μαζί μου. Με τον Παναγιώτη έχουμε κάνει και προηγούμενες ταινίες μου. Τώρα μπήκε και ο Χρήστος. Ηταν συνέχεια δίπλα μου, ενεπλάκη ακόμα και στο σενάριο».
• Ο τίτλος «Μικρό ψάρι» είναι συμβολικός;
«Σαφώς, είναι μεταφορικός. Χαρακτηρίζει τον κεντρικό ήρωα και όποιον αισθάνεται ότι ανήκει στην κατηγορία του μικρού ψαριού».
• Ειδικά σήμερα, σε μια κοινωνία που πλήττεται από την οικονομική κρίση και τον φασισμό, υπάρχουν πολλοί που αισθάνονται μικρά ψάρια. Το τέλος είναι αισιόδοξο;
«Είναι η πιο αισιόδοξη ταινία μου και κλείνει πολύ φωτεινά. Αυτά, όμως, που συμβαίνουν σήμερα τα είχαμε πει από την «Ψυχή στο στόμα». Ολη αυτή η βία της νιότης με τη σπαταλημένη ενέργεια. Κάπως έτσι γίνεται η εκκόλαψη στα μορφώματα. Τότε μας έλεγαν “δεν υπάρχουν τέτοιοι Ελληνες, πού τους είδατε”; Ο μικρός καθημερινός φασισμός, που είναι κρυμμένος παντού, με απασχολούσε πάντα. Από την εποχή του “Σπιρτόκουτου”. Τώρα παίρνει σχήμα κοινωνικό. Ε, είναι αυτό που ζούμε σήμερα».
• Περιμένατε, δηλαδή, την εξάπλωση της Χρυσής Αυγής και την άνοδο του φασισμού στην Ελλάδα;
«Ολα αυτά είναι πράγματα που περίμενα. Οταν χρεοκοπούν τα κόμματα, η δημοκρατία, όταν καταρρέει ο Διαφωτισμός σε όλη την Ευρώπη, ανεβαίνει ο ολοκληρωτισμός. Εχει ξανασυμβεί στην Ιστορία, δεν είναι η πρώτη φορά».
• Κι επειδή υπάρχει η εμπειρία, δεν οφείλουμε να φέρουμε τον Διαφωτισμό στο επίκεντρο;
«Εγώ αυτό που είναι να κάνω, το κάνω με τόλμη και χωρίς υποχώρηση. Ας σηκωθεί ο κόσμος από τις πολυθρόνες και ας πάψει να είναι μαλάκας και να τρώει κουτόχορτο. Κυρίως, όμως, να κάνει αυτό που είπε ο Γιάννης Αγγελάκας: να τσακίσει τον φασίστα που έχει μέσα του. Ας ξεκινήσουμε από αυτό».
• Στην ταινία ασχολείστε με κάποιο τρόπο και με τον φασισμό;
«Εννοείται, και με τον μικρό και με τον μεγάλο φασισμό. Οχι βέβαια με ταμπέλες, αλλά ως γνώρισμα που μπαίνει στις συμπεριφορές και τις κοινωνίες των ανθρώπων με δομικά στοιχεία».
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
«Το ρεφενέ είναι για τους νέους, εγώ ήθελα να φέρω χρήματα στη χώρα»
• Τελικά η ταινία είναι μια ακριβή παραγωγή; Πότε ξεκίνησε η προετοιμασία της;
«Πριν από τέσσερα χρόνια, γιατί ο στόχος μας ήταν να φέρουμε και χρήμα στη χώρα. Είναι ντροπή ορισμένοι συνάδελφοι να λένε ότι είναι ανήθικο να κάνεις σήμερα στην Ελλάδα μια αξιοπρεπή παραγωγή με χρήματα. Η ταινία έχει γερμανικά και κυπριακά κεφάλαια, είναι διεθνής συμπαραγωγή χρηματοδοτημένη από το Eurimages. Αυτά τα κεφάλαια μπήκαν στη χώρα και μας εξασφάλισαν να κάνουμε την ταινία. Ο κόσμος όχι απλώς βρήκε να δουλέψει, αλλά να ασφαλιστεί και να πληρωθεί κανονικά, σαν άνθρωπος. Επίσης πληρώθηκαν οι φόροι στο κράτος. Αν αυτό είναι ανήθικο, στα μούτρα εκείνων που τα λένε και το πιστεύουν κιόλας. Τέλος πάντων, ο φθόνος και ο κομπλεξισμός περισσεύουν σ' αυτή τη χώρα. Το 1 εκατομμύριο κόστος σημαίνει μεσαία παραγωγή για την Ελλάδα. Πάνω από 3 εκατ. είναι ακριβή για να κορδώνονται τύποι ότι έκαναν υπερπαραγωγή κι ας αφήνουν απλήρωτο τον κόσμο. Στην τέταρτη ταινία μου δεν έχω δικαίωμα να αγγαρέψω κάποιον να έρθει να δουλέψει τζάμπα. Τζάμπα θα πάει στον νέο συνάδελφο που ξεκινάει κι έχει μεγαλύτερη ανάγκη από υποστήριξη. Εγώ, οφείλω να εξαντλήσω όλες τις δυνατότητες που υπάρχουν για να βρω χρήματα να πληρώσω τον κόσμο. Δεν μπορώ να κάνω μια ταινία με ρο και φι, δηλαδή ρεφενέ. Και να σου πω κάτι; Σε μια παραγωγή τα χρήματα που έχεις, ποτέ δεν φτάνουν».
• Την περίοδο της άνθησης του ελληνικού σινεμά, τα πράγματα είναι τρομερά δύσκολα για να εξασφαλίσετε κεφάλαια, για να γυρίσετε μια αξιοπρεπή ταινία που να μπορεί να σταθεί και διεθνώς;
«Σήμερα είναι δύσκολο να βρεις ρευστό, είναι ξεκάθαρο. Απλά αγωνίζεσαι να είσαι έντιμος και υπεύθυνος απέναντι στους συνεργάτες σου. Αυτό έκανα κι ας καθυστέρησα ένα χρόνο την καύλα μου, να κάνω την ταινία μου. Εχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την τελευταία. Ο Κούτρας, ο Αλεξίου, ο Καρκανεβάτος, όπως κι εγώ, περνάμε διά πυρός και σιδήρου για να στήσουμε τις ταινίες μας όπως γουστάρουμε. Κι εδώ πρέπει να πω ότι ευτυχώς το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου έχει σταθεί αξιοπρεπώς δίπλα μου. Από τότε που ήρθε ο Γρηγόρης Καραντινάκης έφερε άλλο αέρα. Παλιά πήγαινα και ήθελα να κάνω απολύμανση…»
* INFO: Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης, σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης, Θάνος Ξηρός, Βαγγέλης Μουρίκης, Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Χάρης Λαγκούσης, διεύθυνση φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης, μοντάζ: Γιάννης Χαλκιαδάκης, ηχοληψία: Ντίντος Κίττου, William Ed. Franck, μιξάζ: Κώστας Φυλακτίδης. Σκηνικά και κοστούμια: Ιουλία Σταυρίδου, μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης. Τη μουσική γράφει ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, κιθαρίστας στις «Τρύπες». Παίζουν: Βαγγέλης Μουρίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Πέτρος Ζερβός, Γιάννης Τσορτέκης, Γιώργος Γιαννόπουλος, Γιάννης Αναστασάκης, Veronica Naujoks, η μικρή Πωλίνα Δελλατόλα, Μαρία Καλλιμάνη, Γιάννης Βουλγαράκης, Ομηρος Πουλάκης, Στάθης Σταμουλακάτος, Γιώργος Μπινιάρης, Αλέκος Πάγκαλος, η Σόνια Θεοδωρίδου και η Πόπη Τσαπανίδου. Παραγωγή: Faliro House Productions, Αργοναύτες, The Match Factory GmbH, Γιάννης Οικονομίδης Φιλμς. Συμπαραγωγή: Feelgood Entertainment, ΕΡΤ, υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου. Με την υποστήριξη: ΕΚΚ, Eurimages, Film Und Medien Stifung NRW.