20/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

«Σειρά σου τώρα, να παίξεις εαυτόν»

ΣΤΟ ΥΠΕΡΩΟΝ Μετά την παράσταση έμεινε κρυφά στο υπερώον στα σκοτεινά. Η αυλαία ολάνοιχτη. Εργάτες της σκηνής, φροντιστές, ηλεκτρολόγοι ξεστήνουνε τα σκηνικά, μετέφεραν στο υπόγειο ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι, σβήσαν τα φώτα, έφυγαν, κλείδωσαν τις πόρτες. Σειρά σου τώρα, χωρίς φώτα, χωρίς σκηνικά και θεατές, να παίξεις εαυτόν.
      Pin It

getFi435786leΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

«Υπερώον»
Ποιήματα. Κέδρος, 2013, σελ. 80
ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ Γ. ΡΙΤΣΟΥ

Κυκλοφορεί τέλος Οκτωβρίου

 

 

 

 

ΣΤΟ ΥΠΕΡΩΟΝ
Μετά την παράσταση
έμεινε κρυφά στο υπερώον
στα σκοτεινά.
Η αυλαία ολάνοιχτη.
Εργάτες της σκηνής,
φροντιστές, ηλεκτρολόγοι
ξεστήνουνε τα σκηνικά,
μετέφεραν στο υπόγειο
ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,
σβήσαν τα φώτα,
έφυγαν,
κλείδωσαν τις πόρτες.
Σειρά σου τώρα,
χωρίς φώτα,
χωρίς σκηνικά και θεατές,
να παίξεις εαυτόν.

 

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Δύο είναι τα βασικά εμπόδια που συναντάει κάθε αναγνώστης του έργου του Γιάννη Ρίτσου και είναι αναγκασμένος να τα υπερπηδήσει: απ’ τη μία η αρραγής ιδεολογική ταυτότητα του ποιητή και απ’ την άλλη ο τρομακτικός όγκος αυτού του έργου. Περισσότερα από εκατό ποιητικά βιβλία, τέσσερα θεατρικά έργα, εννέα πεζογραφήματα, μελετήματα και πλήθος μεταφράσεων – και μόνο η καταγραφή των τίτλων αρκεί για να προκαλέσει το αίσθημα του ιλίγγου στον καλόπιστο αναγνώστη. Σε γενικές γραμμές φαίνεται να ισχύει η ερμηνεία του Δ.Ν. Μαρωνίτη, σύμφωνα με την οποία η ποιητική και εκδοτική πρακτική του Ρίτσου συντονίζεται με την πολιτική του βιοθεωρία, που αφ' ενός προκρίνει την αξία της εργασίας και αφ' ετέρου απορρίπτει την ιδιοκτησία· ο ποιητής δηλαδή εργάζεται διαρκώς και δεν κρατάει τίποτε για τον εαυτό του. Προς επίρρωσιν, ο κατάλογος των έτοιμων προς έκδοση έργων του, στα κατάλοιπά του, περιλαμβάνει πενήντα ποιητικές συλλογές και άλλα έργα ακόμη που δεν προορίζονταν από τον δημιουργό τους για έκδοση.

 

Το παράδοξο ωστόσο είναι πως όσο ο όγκος του δημοσιευμένου έργου του ποιητή αυξάνεται τόσο μοιάζει να μειώνεται η αγκίστρωσή του από την πολιτική επικαιρότητα και από τον κομματικό εναγκαλισμό. Είναι γνωστό πως ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε ταυτόχρονα ή επάλληλα έργα διαφορετικής θεματικής, διαφορετικής έκτασης, διαφορετικού ύφους και διαφορετικής θερμοκρασίας, αλλά, καθώς συνάγεται, ανέβαλλε –για καιρό σε κάποιες περιπτώσεις– να δημοσιεύσει τα περισσότερα από εκείνα τα έργα του που διακρίνονται για τον υπαινικτικό, χαμηλόφωνο και προσωπικό τόνο τους και επέλεγε για άμεση δημοσίευση τα πιο μεγαλόπνοα ποιήματά του, τα επικαιρικά, εκείνα που υμνούν ή θρηνούν για τους αγώνες και τις θυσίες των ανθρώπων του καιρού του. Η ποιητική συλλογή «Υπερώον», που κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Κέδρος, είναι χαρακτηριστική αυτής της τακτικής. Περιέχει ποιήματα γραμμένα «στην Αθήνα απ’ την 1 Μάρτη ώς τις 21 του ίδιου μήνα», καθώς διαβάζουμε στη σημείωση του ποιητή στο τέλος του βιβλίου. Πρόκειται δηλαδή –για να προσανατολιστούμε– για ποιήματα της ίδιας ακριβώς χρονικής περιόδου, και παρόμοιου κλίματος, με τα δημοσιευμένα, το 1987, στη συλλογή «Ανταποκρίσεις». Με τη διαφορά ότι στο «Υπερώον» ο ποιητής εμφανίζεται περισσότερο σαφής στην εξομολογητική και απολογητική, ορισμένες φορές, στάση του.

 

Ο Γιάννης Ρίτσος έμελλε να ζήσει τέσσερα χρόνια ακόμη, στη διάρκεια των οποίων έγραψε τα πιο προσωπικά και τολμηρά, από μια άποψη, ποιήματά του. Γιατί δεν αισθανόταν πια να λογοδοτεί άμεσα απέναντί σε καμία εξουσία, παρά μόνο ενώπιον του εαυτού του. Η παράσταση έχει φτάσει στο τέλος της, όλα τα πρόσωπα έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή και ο ποιητής έχει μείνει μόνος: «Σειρά σου τώρα», διαβάζουμε στο ποίημα που δίνει τον τίτλο του στη συλλογή, «χωρίς φώτα, / χωρίς σκηνικά και θεατές, / να παίξεις εαυτόν». Κοιτάζει την πραγματικότητα από την απόσταση που του επιτρέπει ο χρόνος, ο χρόνος που έχει περάσει από πάνω του, και βλέπει τα πάντα καθαρότερα, τον ίδιο του τον εαυτό επίσης.

 

Είναι μια στιγμή τότε που ο ποιητής των χιλιάδων σελίδων και των χιλιάδων λέξεων αισθάνεται να μην έχει τίποτε να πει. Αμήχανος στρέφεται στα ίδια τα πράγματα, τα οικεία, τα καθημερινά, τα παραμελημένα, που μια ζωή τον συντροφεύουν, και τα κατονομάζει, σαν για να βάλει μια τάξη στον κόσμο του: «Το φυσερό του σιδεράδικου, το ακορντεόν του τυφλού, το λιωμένο πουκάμισο». Και ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει και πιάνεται από ένα μοναδικό πορτοκάλι, με το οποίο προσπαθεί να φωτίσει τη νύχτα, από ένα ποτήρι νερό, που λάμπει μες στο σπίτι κι αποτελεί μια μοναχική ευτυχία, από μια γαλάζια πόρτα πεσμένη στα χαλάσματα, μα που το κλειδί της είναι ακόμη στη θέση του, από τον ίσκιο του καμπαναριού που σκεπάζει τις τρεις καρέκλες του υπαίθριου καφενείου.

 

Αμήχανος και αποτραβηγμένος ωστόσο δεν σημαίνει για τον Ρίτσο ούτε επιλήσμων ούτε άχρηστος. Το κέντρο βάρους της ποίησής του μπορεί να έχει μετακινηθεί πια προς το υπαρξιακό πεδίο, μα ο ποιητής θυμάται πάντα τους συντρόφους που χάθηκαν και «ο Αχιλλέας δε γύρισε» ψιθυρίζει υπαινικτικά. Θυμάται τους εκτελεσμένους κι αισθάνεται τη μοίρα του δεμένη με τη δική τους: «μη μου κρυώσουν, μη και μου ξεχαστούνε, μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ». Παράξενος άνθρωπος ο ποιητής, κοιτάζει γύρω του, κοιτάζει μέσα του και μαζεύει παλιά άχρηστα αντικείμενα, μα «Ισως αυτή η αχρηστία / του δίνει κάποια χρησιμότητα». Κι αυτή η άχρηστη ποίηση λειτουργεί για τον αναγνώστη σαν εκείνο το μοναχικό δέντρο που αντικρίζει ο Ρίτσος: «Ωστόσο, το δέντρο αυτό, παρ’ ότι μελαγχολικό, επιμένει να μας καλεί σε απολογία».

 

Scroll to top