Η υπόκλιση των ηθοποιών στο τέλος της παράστασης διά μέσου των αιώνων
Tου Γρηγόρη Ιωαννίδη
Τις καλές παραστάσεις τις θυμόμαστε κάποτε αντιστρόφως. Αυτό που έρχεται πρώτο στο μυαλό είναι η θριαμβευτική αυλαία με τις βαθιές υποκλίσεις των ηθοποιών, το θερμό παρατεταμένο χειροκρότημα, την αυλαία να «αναπετάννυται» και τα επανωτά ανκόρ. Εκείνο που προηγείται είναι τελικά η αίσθηση μιας κοινής ανάτασης, που συνόδευσε το γεγονός και μοιράστηκε εξίσου σε καλλιτέχνες και συμμετασχόντες.
Σαν εξόδιος αποχαιρετισμός η υπόκλιση της θεατρικής αυλαίας φαίνεται να προέρχεται από διαφορετικές ρίζες στην ιστορία του θεάτρου. Η πρώτη, «ανθρωπολογική», έχει να κάνει με τη βασιλική παρουσία στον λοβό του εξώστη, προς την οποία οι πρωταγωνιστές όφειλαν να αποτίσουν την πρέπουσα τιμή.
Ξεκινώντας από την υπόκλιση προς τους άρχοντες, ο ηθοποιός συνέχιζε να υποκλίνεται για όσο κρατούσαν τα χειροκροτήματα, οι επιδοκιμασίες του κόσμου, τα ποδοκροτήματα ή, έστω, (στον καιρό του Σέξπιρ) τα αναπηδήματα των καρεκλών! Η υπόκλιση μπορούσε χωρίς ενόχληση να ακολουθεί το τέλος κάθε πράξης (στο μελόδραμα) ή ακόμα να διακόπτει τη συνέχεια της υπόθεσης, ακολουθώντας τον ρυθμό του έργου και υπογείως πατρονάροντάς τον.
Η δεύτερη ρίζα του τυπικού, λένε οι ερευνητές, προέρχεται από μια λιγότερο επίσημη πηγή: από το λαϊκό θέαμα των δρόμων και των δημόσιων χώρων, όταν την παράσταση ακολουθούσε εκτός από το χειροκρότημα η κατάθεση του οβολού. Εκεί η υπόκλιση υποδηλώνει την έκφραση ευχαριστίας του διασκεδαστή προς τον άγνωστο και φιλότεχνο περαστικό που τον αντάμειψε.
Οι δύο αυτές ρίζες ενώθηκαν στο αστικό θέατρο σε ένα τελετουργικό όπου οι ηθοποιοί έμαθαν να υποκλίνονται με τάξη και τήρηση της ιεραρχίας. Η υπόκλιση της πρωταγωνίστριας στα χρόνια του ρομαντισμού απέκτησε τη δική της παραστατική αυτονομία, καθώς ο θρίαμβος του ταλέντου ζητούσε την αποδοχή ενός τελετουργικού που να υπονοεί το «λιώσιμο» του καλλιτέχνη, σαν τοτέμ που λατρεύεται και μοιράζεται στους λάτρεις του.
Σαράντα φορές, λένε, βγήκε στη σκηνή η Σάρα Μπερνάρ για να αποθεωθεί από τους θαυμαστές της στην «Κυρία με τις Καμέλιες» (τις μισές από αυτές μόλις στη δεύτερη πράξη του έργου). Αριθμός αστρονομικός για την πεζή εποχή μας, μικρός όμως αν συγκριθεί με τα μεγέθη του λυρικού θεάτρου, όπου ο Παβαρότι κρατεί το ρεκόρ με περίπου 100 κλήσεις στη σκηνή για την αποθέωσή του!
Με δυο λόγια, η υπόκλιση είναι επίδειξη πάνω στην τέχνη του θεάτρου. Και σαν τέτοια οφείλει να έχει αυτόνομη σημασία. Είτε ακολουθώντας την παράσταση είτε ακυρώνοντας την ψευδαίσθησή της, με πρόβες ή χωρίς, τονίζοντας ή ανατρέποντας τον συναισθηματικό και κριτικό της κόσμο, η αυλαία φέρει πάντα τη δική της λειτουργία. Ακόμα και η απουσία της σε ειδικές περιπτώσεις λειτουργεί εκκωφαντικά και πολυδιάστατα.
Παραδόξως, αυτή η επιπλέον τέχνη ολοένα και συχνότερα παραβλέπεται στο ελληνικό θέατρο. Ολοένα και πιο συχνά βλέπουμε στη θέση της μια χύμα είσοδο καλλιτεχνών, που αντιμετωπίζουν το θέμα με το ύφος παλιομοδίτικης αγγαρείας. Πολύ άδικα.
Την επόμενη φορά που θα δείτε μια γερμανική, γαλλική, ρωσική ή αμερικανική παραγωγή (κατά τα άλλα, αποδομιστική μέχρι το κόκαλο), σταθείτε για λίγο στο ήθος της χειρονομίας του θιάσου. Αυτό που στον τόπο μας συχνά αντιμετωπίζεται με προχειρότητα, αλλού αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και επαγγελματισμό. Η παράσταση για κάποιους τελειώνει πριν από την αυλαία. Για άλλους τελειώνει όταν φύγει και ο τελευταίος θεατής από την αίθουσα.
Προηγείται ο ηθοποιός, έπονται οι άλλοι
Θα ήθελα γι’ αυτό να σταθώ στο πρωτόκολλο της αυλαίας (στην πρόζα, γιατί στο μουσικό θέατρο και τον χορό τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα), όπως παραδίδεται από τους παλιότερους και τα διεθνή θεατρικά λεξικά. Για παράδειγμα, πολλοί λησμονούν ότι η αυλαία ανήκει πρωτίστως και δικαιωματικά στους ηθοποιούς. Χειροκροτούμε τη δική τους προσφορά, τον κόπο και το ταλέντο τους.
Οι υπόλοιποι -συγγραφείς, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, φωτιστές- οφείλουν να περιμένουν να ολοκληρωθεί αυτή η εξαιρετικά σημαντική για τον κόσμο του θεάτρου συνάντηση του σκηνικού καλλιτέχνη με τον κόσμο του. Αξίζει να θυμηθούμε την αποθέωση του Βέγγου στην Επίδαυρο, πριν από κάποια χρόνια, για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό.
Μόνο στην περίπτωση θριάμβου -πά' να πει μετά το… τρίτο μπιζ- ο σκηνοθέτης έχει το δικαίωμα να ανεβεί στη σκηνή (τον καλούν γι’ αυτό οι ηθοποιοί) και οι υπόλοιποι «παρασκηνιακοί» συντελεστές ακολουθούν. Οταν αυτό συμβαίνει, γίνεται ασφαλώς χωρίς νάζια και ψευτοσεμνότητες.
Το αντίστροφο χειροκρότημα, από τους καλλιτέχνες προς το κοινό, που έχει γίνει συνήθεια τα τελευταία χρόνια στο θέατρό μας, δεν υποστηρίζεται από καμιά παράδοση, είναι αμφιλεγόμενο και καλό είναι να αποφεύγεται. Δικαιολογείται κι αυτό μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις παρατεταμένου ενθουσιασμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις στο μουσικό θέατρο η επιμονή του κοινού ανταμείβεται συνήθως με κάποιο ανκόρ. Στην πρόζα, όπου αυτό δεν είναι δυνατόν, το ανταποδοτικό χειροκρότημα είναι σημάδι πως η αυλαία πρέπει κάποτε να ολοκληρωθεί.
Για την αρχή της χρονιάς οι περισσότεροι από εμάς εύχονται «χρόνια πολλά και καλή τύχη». Οι Αγγλοι ηθοποιοί πάλι συνοδεύουν τις ευχές τους με το παράγγελμα «σπάσε πόδι», που σύμφωνα με μερικούς ερευνητές προέρχεται κι αυτό από την κίνηση της υπόκλισης (και του λυγίσματος του ποδιού) που αποτελούσε κάποτε σημάδι επιτυχίας του καλλιτέχνη. Ας κρατήσουμε λοιπόν την ευχή. Χρόνια πολλά, και τη νέα χρονιά το θέατρό μας ας σπάσει κάνα πόδι!